16 Αυγούστου 1969
Δεν είχαν περάσει ούτε τρεις μήνες από την προσωρινή αποφυλάκισή του, όταν ο γιατρός Βασίλης Τσιρώνης έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο διαφυγής – του ίδιου και της οικογένειάς του – από την Ελλάδα των συνταγματαρχών.
Επέλεξε την 16η Αυγούστου 1969, μέρα ούτως ή άλλως ομαδικών θερινών αποδράσεων των κατοίκων των Αθηνών, και την πτήση της Ολυμπιακής για Αγρίνιο, από το οποίο καταγόταν, για να αποφύγει τις υποψίες του καθεστώτος. Η ίδια πτήση είχε τελικό προορισμό τα Ιωάννινα και επομένως το αεροπλάνο (μια Ντακότα) θα διέθετε καύσιμα για ακόμα μακρύτερα.
Στις 11 το πρωί της κρίσιμης μέρας, η οικογένεια Τσιρώνη εξοπλισμένη με δυο πιστόλια και δυο μαχαίρια καταλαμβάνει τις τέσσερις πρώτες θέσεις πίσω από το πιλοτήριο.
Στις 11 το πρωί της κρίσιμης μέρας, η οικογένεια Τσιρώνη εξοπλισμένη με δυο πιστόλια και δυο μαχαίρια καταλαμβάνει τις τέσσερις πρώτες θέσεις πίσω από το πιλοτήριο.
Ο γιατρός ήταν αποφασισμένος να κυριεύσει το σκάφος, να το οδηγήσει στην Αλβανία και από ‘κει να φύγει για τη Σουηδία απ’ όπου σκόπευε να συνεχίσει τον αγώνα κατά της χούντας.
Τότε δεν υπήρχαν έλεγχοι στα δρομολόγια του εσωτερικού και η εταιρεία δεν προκαθόριζε καν το πού θα κάτσει ο κάθε επιβάτης.
Κυβερνήτης ήταν ο Γιώργος Τζώρτζης,
συγκυβερνήτης ο Μιλτιάδης Χατζηγιαννάκης, συνοδός η Ρίλα Παπασπύρου και ο καιρός αίθριος και πολύ ζεστός.
“Η πτήση διαρκούσε περίπου μια ώρα ως το Αγρίνιο και άλλα σαρανταπέντε λεπτά μέχρι τα Γιάννενα” μας εξηγεί η κ. Παπασπύρου.
“Η πτήση διαρκούσε περίπου μια ώρα ως το Αγρίνιο και άλλα σαρανταπέντε λεπτά μέχρι τα Γιάννενα” μας εξηγεί η κ. Παπασπύρου.
” Ήταν, αν θυμάμαι καλά, η 7η πτήση μου. Ήμουν 19 χρονών και όλα πήγαιναν καλά ως τη στιγμή που μετά τους γνωστούς καφέδες και τις πορτοκαλάδες που προσέφερα στους 25 επιβάτες, διαπίστωσα ότι οι τέσσερις πρώτοι έλειπαν απ’ τις θέσεις τους και η πόρτα του κόκπιτ ήταν κλειστή. Και δεν άνοιγε, παρότι χτύπησα και δοκίμασα να την σπρώξω. Αυτό ήταν περίεργο, διότι μπορεί τότε πολύς κόσμος να μπαινόβγαινε στο πιλοτήριο χωρίς ειδική συνεννόηση με το πλήρωμα, αλλά η πόρτα έμενε ανοιχτή”.
Σ’ αυτό τον τύπο αεροσκάφους δεν υπήρχε σύστημα ενδοσυνεννόησης των πιλότων με την αεροσυνοδό. Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς συμβαίνει.
“Αρχισαν οι πρώτοι ψίθυροι και τα σχόλια. Κάποιοι έλεγαν ειρωνικά ότι ενδεχομένως να έχει φρακάρει η πόρτα λόγω του συνωστισμού στο πιλοτήριο. Γιατί πραγματικά το DC-3 ήταν ένα πολύ στενόχωρο σκάφος. Ο χρόνος κυλούσε και η πόρτα δεν άνοιγε. Όταν αφήσαμε πίσω μας το Αγρίνιο, χωρίς ο κυβερνήτης να ανακοινώσει τίποτα από τα μεγάφωνα, ανέλαβα να καθησυχάσω όσο γινόταν τους ανθρώπους λέγοντάς τους για κάποιο τεχνικό πρόβλημα του αεροδρομίου”.
Η αεροσυνοδός και ορισμένοι επιβάτες χτυπούν και σπρώχνουν έντονα την πόρτα. Ο Τσιρώνης αποφασίζει να απαντήσει:
Η αεροσυνοδός και ορισμένοι επιβάτες χτυπούν και σπρώχνουν έντονα την πόρτα. Ο Τσιρώνης αποφασίζει να απαντήσει:
“Σκάστε και καθίστε”, διατάζει.
Η ανησυχία γίνεται φόβος και αγωνία.
“Ακούγονται διάφορες υποθέσεις. Επικρατεί το σενάριο της αεροπειρατείας, ότι ο επιβάτης που είναι μέσα είναι κάποιος ποινικός που απειλεί, ίσως και να έχει ήδη σκοτώσει τον πιλότο. Προσπαθώ να διασκεδάσω την κατάσταση. Τους λέω ότι τα καύσιμα φτάνουν ως την Ιταλία , ότι το σκάφος δεν είναι ακυβέρνητο”, θυμάται η κ. Παπασπύρου.
Η Ντακότα περνά και τα Γιάννενα, η αγωνία φουντώνει.
Η Ντακότα περνά και τα Γιάννενα, η αγωνία φουντώνει.
Όταν λίγο αργότερα εμφανίζονται τα αλβανικά Μιγκ να στριφογυρίζουν δίπλα στο αεροπλάνο, η νεαρή αεροσυνοδός δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα.
Επικρατεί πανικός.
Κάποτε ακούγεται η φωνή του Γ. Τζώρτζη από τα μεγάφωνα: “Θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση”.
Η κ. Παπασπύρου μοιράζει τα μαξιλαράκια και δένεται και αυτή στη θέση της.
“Το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει απότομα και η προσγείωση ήταν πράγματι ανώμαλη. Δεν υπήρχε κανονικός διάδρομος. Είχαμε προσγειωθεί σε κάποιο εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στην Αυλώνα”.
Μόλις το αεροπλάνο σταμάτησε, εμφανίστηκε ο Τσιρώνης με το παραμπέλουμ ψηλά, λέγοντας ότι στο όνομα της δημοκρατίας, της λευτεριάς και του ανθρωπισμού κατέλαβε το αεροπλάνο.
Μόλις το αεροπλάνο σταμάτησε, εμφανίστηκε ο Τσιρώνης με το παραμπέλουμ ψηλά, λέγοντας ότι στο όνομα της δημοκρατίας, της λευτεριάς και του ανθρωπισμού κατέλαβε το αεροπλάνο.
Μια γιαγιά στα τελευταία καθίσματα δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα: “Φτάσαμε επιτέλους κόρη μου”, έλεγε ανακουφισμένη στην αεροσυνοδό. Είδαν μερικά τζιπ, ο γιατρός πήδηξε στο έδαφος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής αλβανούς αξιωματικούς.
Ενας επιβάτης, μουσικός στο επάγγελμα, λιποθύμησε. “Τον κατεβάσαμε στον ίσκιο κάτω απ’ το φτερό και του έδωσα σταγόνες ‘Τονοτίλ’. Συνήλθε και όλοι μαζί περιμέναμε την εξέλιξη της περιπέτειας.
Ο Τσιρώνης κουβέντιαζε με τους Αλβανούς μακριά μας. Το κλίμα μεταξύ των υπολοίπων ήταν βαρύ. Υπήρχε φόβος και απόσταση.
Την τύχη μας την είχαμε εμπιστευτεί στον Γ. Τζώρτζη. Σχεδόν τρεις ώρες μετά κατέφθασε μια Μερσέντες 600 για την οικογένεια Τσιρώνη και ένα προπολεμικό λεωφορειάκι για μας”.
Όλοι μεταφέρθηκαν σε ένα πανδοχείο που είχε ετοιμαστεί ειδικά για τους ασυνήθιστους επισκέπτες. “Ηταν ένα όμορφο νεοκλασικό που μύριζε χλωρίνη. Τα δωμάτια λιτά με στρατιωτικές κουβέρτες”.
Όλοι μεταφέρθηκαν σε ένα πανδοχείο που είχε ετοιμαστεί ειδικά για τους ασυνήθιστους επισκέπτες. “Ηταν ένα όμορφο νεοκλασικό που μύριζε χλωρίνη. Τα δωμάτια λιτά με στρατιωτικές κουβέρτες”.
Εκεί μόνο κατάφερε η αεροσυνοδός να συνεννοηθεί με τον κυβερνήτη και να μοιραστούν και τα δικά τους προβλήματα.
“Ο Τζώρτζης μου είπε ότι στην Αθήνα δεν ξέρουν πού βρισκόμαστε. Προσπαθούσε να πείσει τον Τσιρώνη να αποφύγει την Αλβανία, χώρα που ως γνωστόν δεν είχε σχέσεις με την Ελλάδα. Ήταν και ο ίδιος, ο κυβερνήτης, χαρακτηρισμένος από τη χούντα. Είχε επιστρέψει στην Ολυμπιακή ύστερα από ένα διάστημα που είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα για πολιτικούς λόγους και ανησυχούσε μήπως στην Ελλάδα τον θεωρήσουν συνεργάτη του Τσιρώνη ή ακόμα και των Αλβανών. Αλλά και εγώ άρχισα να έχω ανάλογους φόβους. Επτά μήνες περίμενα να εργαστώ στην Ολυμπιακή, αν και είχα περάσει το διαγωνισμό, επειδή ο πατέρας μου ήταν μακρονησιώτης και δεν μου έδιναν το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων”.
Πριν όμως από τις ελληνικές υπηρεσίες, το πλήρωμα όφειλε να αντιμετωπίσει και τις αλβανικές.
Πριν όμως από τις ελληνικές υπηρεσίες, το πλήρωμα όφειλε να αντιμετωπίσει και τις αλβανικές.
“Δεν κατάλαβα αν τους έπεισα τελικά ότι δεν είμαι κατάσκοπος. Τελειώνοντας με την ανάκριση, και ως την ώρα του δείπνου που είχε προαναγγελθεί, πήρα ένα από τα ποδήλατα της αυλής του πανδοχείου για να δω και την πόλη. Είχαν χαλαρώσει τα πράγματα, άλλα όχι και για ποδηλατάδα. Σε δέκα λεπτά με μάζεψαν και με γύρισαν πίσω.”
Όμως η ευχάριστη έκπληξη για όλους ήρθε στο τραπέζι.
Όμως η ευχάριστη έκπληξη για όλους ήρθε στο τραπέζι.
Επιβάτες και πλήρωμα έμαθαν από επίσημα χείλη ότι την επομένη μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με καύσιμα της αλβανικής κυβέρνησης.
Η οικογένεια Τσιρώνη ήταν κι αυτή χαρούμενη, αφού εξασφάλισε ό,τι επιθυμούσε.
“Ηταν απολύτως κινηματογραφικό”, αφηγείται η κ. Παπασπύρου. “Ενα μακρύ τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντηλο. Κόκκινο κρασί, καλομαγειρεμένο κοτόπουλο, οι κομισάριοι από τα Τίρανα, οι τοπικές αρχές, οι “αεροπειρατές”, το πλήρωμα, οι κατάκοποι επιβάτες, οι μουσικοί και το παραδοσιακό χορευτικό συγκρότημα. Κάποιοι από μας χόρεψαν και τσάμικο. Ο Τσιρώνης μας ευχαρίστησε. Μιλούσε ακατάπαυστα για τις περιπέτειές του και για τη χούντα αποκλειστικά με τους επισήμους. Μετά το γλέντι, μας ξενάγησαν στην πόλη”.
Το απόγευμα της 17ης Αυγούστου, πλήρωμα και επιβάτες έφτασαν μέσω Κέρκυρας στο Ελληνικό.
Το απόγευμα της 17ης Αυγούστου, πλήρωμα και επιβάτες έφτασαν μέσω Κέρκυρας στο Ελληνικό.
Στην υποδοχή ο αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας Αγαθαγγέλου, εκ μέρους του Παπαδόπουλου. “Εκφωνήθηκαν λογίδρια για το ενδιαφέρον που έδειξε η “Εθνική Κυβέρνησις” ώστε να φτάσουμε ασφαλείς στην “αγκαλιά της πατρίδας” και βεβαίως καταδικάστηκε ο “εγκληματίας’ Τσιρώνης”.
Δεν δόθηκε έκταση στο γεγονός.
Η δημοσιότητα δεν συνέφερε ούτε την δικτατορία ούτε την εταιρεία.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ωνάσης, η κεφαλή τότε της Ολυμπιακής, καθησύχασε το πλήρωμα. Δεν είχε την παραμικρή υποψία εναντίον τους και θα τους κάλυπτε στην πορεία των ανακρίσεων.
Μοναχά στην Αλβανία
Μεσημέριαζε σχεδόν ύστερα από μιάμιση ώρα πτήση, όταν το “αρπαγμένο DC 3 του Ωνάση” βρισκόταν στο ύψος της Κέρκυρας.
Η θέα ωστόσο του πανέμορφου νησιού μου θύμισε άσκημες μέρες! Μήνες ατέλειωτης φρίκης μέσα στα σκοτεινά μπουντρούμια του μεσαιωνικού κατέργου της Κέρκυρας.
Σαν αστραπή μια σκέψη πέρασε μέσα από το μυαλό μου: (…) Να ρίξω μια χούφτα προκηρύξεις χειρόγραφες πάνω στο σημείο (στην “ακτίνα Κ”), όπου μαρτυράει τώρα ο στρατηγός Ιορδανίδης και οι άλλοι αντιφασίστες πατριώτες; (…)
“Γιατρέ Τσιρώνη”, άκουσα μέσα στο ονειροπόλημά μου τη φωνή του κυβερνήτη Τζώρτζη. “Θέλετε να πάμε στην Ιταλία αντί Αλβανία;” (…)
“Γιατρέ Τσιρώνη”, άκουσα μέσα στο ονειροπόλημά μου τη φωνή του κυβερνήτη Τζώρτζη. “Θέλετε να πάμε στην Ιταλία αντί Αλβανία;” (…)
Μα η Βαρβάρα Τσιρώνη (“σκληροπυρηνική” μαρξίστρια) δεν αστειεύτηκε!
Δείχνοντας με αταλάντευτο ένοπλο χέρι, ολόισια τον “κινεζικό” Βορρά, δήλωσε σταθερά και ανέκκλητα: “Στην Αλβανία θα πάμε, κύριε Τζώρτζη. Μοναχά στην Αλβανία και πουθενά αλλού!”
Δεν το κρύβω, την καμάρωσα μέσα μου! (…)
Ουσιαστικά το αεροπειρατικό εγχείρημα είναι γεγονός τετελεσμένο.
Ουσιαστικά το αεροπειρατικό εγχείρημα είναι γεγονός τετελεσμένο.
Πέτυχε απόλυτα!
Κοιτάζω τους γιους μου και τους χαμογελάω αυθόρμητα… Γελάνε τα μάτια τους! Κοιτάζω τη γυναίκα μου. Είναι σκεπτική, αυστηρή θα ‘λεγα, μα στην έκφρασή της έχει την περηφάνια και την αυτοπεποίθηση. Την βλέπω σαν προσωποποίηση της αδάμαστης ανθρώπινης ψυχής!
Είμαι άραγε “ρομαντικός” ή “παρανοϊκός”, αφού μπορώ να αισθάνομαι έτσι αυτή τη στιγμή; Τίποτα απ’ αυτά. Είμαι σωστός, απαντάω ο ίδιος στον εαυτό μου. (…)
(Στο αεροδρόμιο της Αυλώνας) αντίκρισα πέντε Αλβανούς με στολή και πηλήκια να περιμένουν σοβαροί, “ερωτηματικοί” και λίγο ανέκφραστοι.
(Στο αεροδρόμιο της Αυλώνας) αντίκρισα πέντε Αλβανούς με στολή και πηλήκια να περιμένουν σοβαροί, “ερωτηματικοί” και λίγο ανέκφραστοι.
“Ποιος είστε, τι έγινε;”, με ρώτησε ο μεσαίος αλβανός αξιωματικός.
“Είμαι Έλληνας πατριώτης που κατέλαβα αυτό το αεροπλάνο και δραπέτευσα από τη χούντα, στη λαϊκή Αλβανία. Ονομάζομαι γιατρός Τσιρώνης. Θα πολεμήσω για τη λευτεριά της πατρίδας μου! Ζητώ πολιτικό άσυλο απ’ τις αρχές της Αυλώνας”.
“Δώστε μου το όπλο σας!”
“Ορίστε”, είπα και του το ‘δωσα. (…)
“Είστε μόνος ή με συντρόφους σας;”, ξαναρώτησε ο Αλβανός.
“Με συνοδεύουν τρία μέλη της οικογένειάς μου που πήραν μέρος στην αεροπειρατεία”. (…)
“Παρακαλώ”, μου είπε, “πέστε στη σύζυγο και τους γιους σας ότι θα παραδώσουν τον οπλισμό τους αργότερα!!”. “Ευχαρίστως και τώρα”, του δήλωσα.
“Οχι, δεν πειράζει. Αργότερα”, είπε και απομακρύνθηκε!
Ομολογώ ότι ακόμη ως τώρα δεν μπόρεσα να εξηγήσω απόλυτα αυτή την απροσδόκητη “διακριτική” στάση του αξιωματικού της Αυλώνας απέναντι στη φαμίλια μου. Ευγένεια; Σκοπιμότητα; Και τα δύο μαζί; Δεν ξέρω. Γεγονός είναι, πάντως, ότι τα όπλα της συζύγου και των γιων μου ζητήθηκαν από τους Αλβανούς και παρεδόθησαν μόνο την …επόμενη μέρα της αεροπειρατείας! Μόνο μετά την αναχώρηση της Ντακότα για την Ελλάδα! (…) Δυσκολεύομαι να σχολιάσω αυτή την εντυπωσιακή ενέργεια του μη άμεσου αφοπλισμού της φαμίλιας μου από τον κόκκινο αξιωματικό της Αυλώνας και τις λοιπές αλβανικές αρχές στη συνέχεια!
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ
“Το γαλάζιο βιβλίο του Τσιρώνη”
“Το γαλάζιο βιβλίο του Τσιρώνη”
Αθήνα 1975, σ. 85-99
Visited 10 times, 1 visit(s) today