“.. Η ίδρυση του παλαιού ναού του Αγίου Χριστόφορου, πιθανότατα του παλαιότερου ναού της πόλης, κτισμένου σε χαμηλό και περίοπτο λοφίσκο στην ανατολική πλευρά της πόλης του Αγρινίου και έξω από τον οικιστικό πυρήνα της ως πρόσφατα, ανάγεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Η ύπαρξη του ναού και της ομώνυμης συνοικίας μαρτυρείται στο κτηματολόγιο της Ιεράς Μονής Προυσού, η οποία διατηρούσε μετόχι «εις χωράν του Βραχωρίου κατά τον απάνω μαχαλάν του Αγίου Χριστόφορου».
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο ναός του Αγίου Χριστόφορου φαίνεται ότι ιδρύθηκε αρχικά ως μετόχιο της Μονής Προυσού, πιθανότατα σε συνεργασία και με τη συμπαράσταση των χριστιανών κατοίκων του Βραχωρίου, σε μια απόμακρη από τους κατακτητές θέση.
Η ίδρυσή του μπορεί να τοποθετηθεί ίσως στο τέλος του 18ου αιώνα, στην εποχή του Αλή πασά, κατά την οποία παρατηρείται εντονότατη ναοδομική δραστηριότητα λόγω της ανεκτικής θρησκευτικής πολιτικής του τελευταίου.Η νομική υπόσταση του μετοχίου εξασφάλιζε τόσο την έννομο προστασία όσο και τη φορολογική ασυλία από τις τουρκικές αρχές, όπως γνωρίζουμε ότι συνέβαινε και με το ναό της Αγίας Τριάδας, μετόχιο της Μονής Τατάρνας. Παράλληλα εξυπηρετούσε τόσο τα συμφέροντα της Μονής του Προυσού στο Βραχώρι όσο και τους χριστιανούς κατοίκους του Βραχωρίου. Όσον αφορά την επιλογή του Αγίου Χριστόφορου ως πάτρονα, αλλά και τη θέση του ναού στην ανατολική πλευρά της πύλης, αυτά οφείλονται στην αποτροπαϊκή, σύμφωνα με τη λαϊκή λατρεία ιδιότητα του Αγίου Χριστόφορου για τις ξαφνικές καταιγίδες και χαλαζοπτώσεις. Το φαινόμενο αυτό είναι συχνό τον Μάιο, περίοδο ωρίμανσης των δημητριακών και ανάπτυξης του καπνού, και, όπως φαίνεται, απειλούσε την αγροτική παραγωγή των κατοίκων (καπνός, ελιές, δημητριακά, εσπεριδοειδή κ.ά.) την κρισιμότερη, Ίσως, εποχή του κύκλου των καλλιεργειών.
Μοναδική μαρτυρία για την ίδρυση του μετοχίου προσφέρει το κτηματολόγιο του Προυσού που γράφτηκε από τον λόγιο ηγούμενο της μονής, Κύριλλο Καστανοφύλλη (1775-1835;), τον Δεκέμβριο του 1815.Η επιστασία της ανέγερσης του μετοχίου έγινε από τον «εν μοναχοίς γερο-θεοφάνην συγκοινοβιάτην». Η διαμόρφωση του μετοχίου περιελάμβανε σαφώς το ναό, αν και δεν αναφέρεται στο κείμενο, τον περίβολο με δύο πύλες, μια μεγάλη και μια μικρή, την αυλή, το πηγάδι και τα σπίτια, δηλαδή τα κελιά, έξι από τα οποία σχημάτιζαν μια πτέρυγα ή ήταν ανεξάρτητα οικήματα. Μέσα στο μετόχι υπήρχαν φυτεμένες ελιές, αμυγδαλιές και μια συκαμιά. Δυστυχώς, από τον προεπαναστατικό ναό σήμερα δεν σώζονται αρχιτεκτονικά λείψανα.
Σύμφωνα με την παράδοση που αναφέρει ο Πορφύριος Παπαγιάννης, στο δυτικό τμήμα της αυλής σώζονταν στο παρελθόν δύο κελιά, στα οποία τελευταίοι μοναστές ήταν δύο αδέλφια, τα οποία με μια κλίμακα κατέβαιναν στη φυσική πηγή που υπήρχε στη δυτική πλευρά του περιβόλου. Ίσως τα κελιά ήταν υπολείμματα της παλαιότερης πτέρυγας ή νεότερα πρώιμα προσκτίσματα.
Η τύχη του μετοχίου στα γεγονότα της Επανάστασης δεν είναι γνωστή. Πάντως μετεπαναστατικά, στον ίδιο χώρο και προφανώς πάνω στα υπολείμματα της παλαιάς, κτίστηκε η σημερινή εκκλησία, η οποία ως το 1937 που εγκαινιάστηκε ο νέος ναός του Αγίου Χριστόφορου αποτελούσε τον ενοριακό ναό της ομώνυμης συνοικίας. Σύμφωνα με έγγραφο παραδόσεως των ληξιαρχικών βιβλίων γεννήσεων, γάμων και θανάτων της εκκλησίας που χρονολογείται στα 1904, η εκκλησία αναγνωρίστηκε ως ενορία το 1866. Μετά την ίδρυση του νέου ναού, η εκκλησία συνεχίζει να ανήκει σε αυτόν ως παρεκκλήσιο.Ο ευρύτερος χώρος του ναού, έκτασης δεκαπέντε στρεμμάτων, αρχικά ήταν περιφραγμένος με λίθινο περίβολο-μάντρα που περιέκλειε το ενοριακό Νεκροταφείο, το οποίο λειτουργούσε ως την ίδρυση του δημοτικού Νεκροταφείου της πόλης στον Άγιο Γεώργιο.
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο χώρος του Νεκροταφείου και η υπερκείμενη λοφοσειρά του Αγίου Χριστόφορου δενδροφυτεύτηκε με πεύκα, με πρωτοβουλία του αείμνηστου Αρχιμανδρίτη Απόστολου Φαφούτη, ο οποίος, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, τάφηκε στον αύλειο χώρο του ναού.
Εξωτερικά δίνει την εντύπωση ενός ορθογώνιου οικοδομήματος με τετράκλινη κεραμοσκεπή στέγη. Οι εξωτερικές του διαστάσεις είναι 21,30 μ. μήκος και 10,30 μ. πλάτος. Στην ανατολική πλευρά του ναού προεξέχει η αρκετά επιδιορθωμένη ημικυκλική αψίδα του Ιερού που διατρυπάται από ορθογώνιο απλό παράθυρο.Στη νότια πλευρά του ναού ανοίγονται δύο θύρες, μία στο κέντρο που οδηγεί στον κύριο ναό και μία στο ανατολικό άκρο που οδηγεί στο χώρο του Ιερού. Η τοξωτή θύρα του Ιερού έχει διαστάσεις 2 μ. ύφος και 0,80 μ. πλάτος. Η κεντρική θύρα, το κατώφλιο της οποίας εξέχει κατά δύο σκαλοπάτια από το σημερινό εξωτερικό τσιμεντόστρωτο επίπεδο του προαυλίου, έχει ύψος ως την κορυφή του ημικυκλικού της ανωφλίου 2,30 μ. και πλάτος 1,30 μ. Οι παραστάδες της θύρας και το τόξο του ανωφλίου σχηματίζονται με καλοπελεκημένους λιθοπλίνθους και θολίτες. Το μέτωπο των ανωφλίων εισέχει από το μέτωπο της τοιχοποιίας κατά 3 εκ. Στην πλευρά αυτή, πάνω από το επίπεδο των θυρών, σχηματίζεται φωταγωγός από τέσσερα τοξωτά παράθυρα, φραγμένα με σιδηρά κιγκλιδώματα. Το δυτικότερο παράθυρο ήταν διπλό, έτσι ώστε να φωτίζεται η χαμηλή και σκοτεινή δυτική πλευρά του εσωτερικού του ναού. Τα ανώφλια των παραθύρων είναι ημικυκλικά, ενώ του κάτω παραθύρου του γυναικωνίτη και του μικρότερου ανατολικού στο χώρο του Ιερού είναι οριζόντια. Κατά μήκος του ίδιου τοίχου υπάρχει λίθινο πεζούλι, που διακόπτεται στα ανοίγματα των θυρών.
Στη Βόρεια πλευρά του ναού ανοίγονται, αντίστοιχα με τη νότια πλευρά, ανοίγματα, ενώ απουσιάζει ανάλογη θύρα του Ιερού. Στο κέντρο ανοίγεται μια θύρα με ημικυκλικό ανώφλιο, ύφους 2,10 μ. και πλάτους 1 μ., το οποίο περιγράφεται από οξυκόρυφο τόξο.
Στη δυτική πλευρά του ναού ανοίγεται η κύρια θύρα που οδηγούσε στον κύριο ναό. Η θύρα ανοίγεται στο κέντρο και έχει ύφος 2,05 μ. ως το κλειδί του ημικυκλικού ανωφλίου και πλάτος 1,20 μ. Πάνω από το επίπεδο της θύρας και κάτω από τον πρόβολο της στέγης ανοίγονται εκατέρωθεν δύο ορθογώνια σιδηρόφρακτα παράθυρα. Κατά μήκος της εξωτερικής πλευράς έχει κτιστεί λίθινο πεζούλι για την ανάπαυση των πιστών, το οποίο διακόπτεται στις εξωτερικές πλευρές της Βάσης του καμπαναριού.Στον κατακόρυφο άξονα της πλευράς αυτής δεσπόζει το ψηλό κωδωνοστάσιο. Μορφολογικά το καμπαναριό είναι τριόροφο, τετράγωνης κάτοψης και διαμορφωμένο με δύο παραλλήλως εκτεινομένους κατ’ ύψος πεσσούς. Η όλη σύνθεση του καμπαναριού ανταποκρίνεται στα τυπολογικά δεδομένα των κωδωνοστασίων της ύστατης Τουρκοκρατίας και ακολουθεί τον λεγόμενο «επτανησιακό” τύπο καμπαναριού. Στο ισόγειο, παράλληλα με τον κατά μήκος άξονα του ναού, σχηματίζεται διαμπερές, σαμαρωτό άνοιγμα που οδηγεί στην κεντρική θύρα του κύριου ναού και χρησιμεύει και ως προστώο της δυτικής θύρας.
Ο κορμός του καμπαναριού διαμορφώνεται από την κατ’ ύφος συνέχεια των δύο πεσσών της κάτοψης του σχηματίζουν μεταξύ τους δίλοβο άνοιγμα. Αυτό χωρίζεται με λίθινο πεσσό στη δεύτερη ζώνη και καταλήγει στην κορυφή σε μονόλοβο άνοιγμα, όπου έχει τοποθετηθεί η καμπάνα του ναού. Η στέψη του κωδωνοστασίου διαμορφώνεται προς όλες τις πλευρές με τριγωνικά αετώματα που περιγράφονται από εξέχοντα οριζόντια και καταέτια γεισώματα-κοσμήτες. Η στέγαση του ανώτερου χώρου και γενικά η επίστεψη του καμπαναριού είναι κατασκευασμένη με συμπαγείς πλίνθους-κεραμίδια. Με ευθύγραμμους πλίνθινους κοσμήτες τονίζεται επίσης και η τριμερής διαμόρφωση των όψεων.
Στο μέτωπο του κωδωνοστασίου, πάνω από την είσοδο, βρίσκεται εντοιχισμένη μικρή ενεπίγραφη ορθογώνια πλάκα από κιτρινωπό ηλιόλιθο-«μελίστα», διαστάσεων 25×20 εκ.
Για τη χρονολογία κατασκευής του καμπαναριού, μας πληροφορεί εγχάρακτη επιγραφή στο «κλειδί» του νότιου λοβού, της δεύτερης ζώνης του καμπαναριού, που αναφέρει τη χρονολογία 1849. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία στον νότιο πεσσό του κωδωνοστασίου αρκετών λιθαναγλύφων που παριστάνουν σχηματοποιημένα ζώα (π.χ. λαγός ή σκύλος), δρακοντόμορφα και σταυρούς, με προφανώς διακοσμητική αλλά και αποτροπαϊκή σημασία.
Το κέλυφος του ναού στεγάζεται με τετράκλινη σύγχρονη κεραμοσκεπή, ενώ η αψίδα με μονόριχτη ημικυκλική στέγη. Όσον αφορά τη δόμηση του ναού, οι τοίχοι, πάχους 0,90 μ., είναι κτισμένοι με τοπικούς αδρά εργασμένους φαμμιτόλιθους από τα νταμάρια της περιοχής και ασβεστοκονίαμα. Στις γωνίες όμως και τα περίθυρα των ανοιγμάτων το κτίσιμο είναι πιο επιμελημένο και χρησιμοποιούνται τετραγωνισμένοι λιθόηλινθοι από το ίδιο υλικό.
Στο εσωτερικό σχηματίζεται η μεγάλη κόγχη του Ιερού, διαμέτρου 3,60 μ. και βέλους 1,60 μ. Εκατέρωθεν του Ιερού Βήματος σχηματίζονται δύο μεγάλες τετράγωνες κόγχες, η Πρόθεση και το Διακονικό. Ανάλογη κόγχη σχηματίζεται και στον βόρειο τοίχο δίπλα στην Πρόθεση.Ο κύριος ναός, με διαστάσεις 15,50 μ. μήκος και 8,80 μ. πλάτος, χωρίζεται με τη Βοήθεια δύο κιονοστοιχιών, από πέντε κίονες η καθεμία, σε τρία κλίτη. Το κεντρικό κλίτος, το οποίο έχει διπλάσιο εύρος από τα πλάγια, έχει πλάτος 4,40 μ., ενώ τα πλάγια 2,20 μ.
Το τέμπλο του Ιερού είναι τοποθετημένο στο ύψος των δύο ανατολικών κιόνων. Σήμερα οι έξι δυτικοί κίονες έχουν καλυφθεί με γυφοσανίδες και μοιάζουν με πεσσούς. Οι άλλοι δύο κίονες του ναού έχουν καλυφθεί μόνο στο κάτω μέρος τους, επιτρέποντας μας έτσι να δούμε την αρχική διαμόρφωση των κιόνων στο πάνω μέρος τους. Οι κίονες είναι αράβδωτοι και επιστέφονται από τεκτονικά καλαθοειδή κιονόκρανα που υποβαστάζουν τις δοκούς της ξύλινης στέγης. Μεταξύ των κιόνων σχηματίζονται απλά λεπτά τόξα από «τσατμά» που σταματούν στο ύφος των δυτικών κιόνων.Ως το πρόσφατο παρελθόν, στη δυτική πλευρά του ναού σχηματιζόταν ξύλινο υπερώο-γυναικωνίτης, το οποίο ξηλώθηκε κατά την ανακαίνιση του. Με βάση την κάτοψη του ναού και τις προφορικές μαρτυρίες, φαίνεται ότι ο γυναικωνίτης σχημάτιζε ένα Π στη δυτική πλευρά του κτιρίου. Τα ίχνη της πάκτωσης των δοκών του δαπέδου του γυναικωνίτη διακρίνονται σήμερα στους εσωτερικούς τοίχους του ναού, σε ύφος 2,60 μ. από το σημερινό δάπεδο. Η στήριξη του υπερώου στο εσωτερικό της εκκλησίας επιτυγχανόταν με τη Βοήθεια των κιόνων των δυο εσωτερικών κιονοστοιχιών. Ως ανατολικό όριο του γυναικωνίτη, στις πλάγιες πτέρυγες του, πρέπει να ορίσουμε τους δεύτερους από δυτικά κίονες, όπως υποδηλώνουν τα ίχνη της σύμφυσής του στους τοίχους, οι οποίοι σταματούν ακριβώς σε αυτό το σημείο. Η άνοδος στο γυναικωνίτη γινόταν με ξύλινη σκάλα στη νοτιοδυτική γωνία του ναού.
Το δάπεδο του ναού αποτελούνταν από ακανόνιστες πλάκες ασβεστόλιθου που σήμερα έχουν καλυφθεί με λευκές και γκρίζες πλάκες μαρμάρου. Η οροφή του ναού είναι καλυμμένη με ξύλινο πολύχρωμο σανιδωτό ταβάνι. Στο κεντρικό τμήμα της είναι πιο πολύ διακοσμημένη με ρομβοειδή διάχωρα-«μπακλαβαδωτά», ενώ τα υπόλοιπα τμήματα της είναι σκεπασμένα με απλές παράλληλες σανίδες που ενώνονται με ξύλινα σχοινοειδή αρμοκάλυπτρα-«κορδόνια». Κατά τον κατά μήκος άξονα της οροφής σχηματίζονται τρεις ημισφαιρικοί τυφλοί τρουλίσκοι -«κουμπέδες»-, μακρινή ανάμνηση των θόλων των Βυζαντινών ναών, με μεγαλύτερο αυτόν του κεντρικού τμήματος, που φέρει στο κέντρο ελαιογραφία με την παράσταση του Παντοκράτορα Χριστού. Η μετάβαση από τις κάθετες επιφάνειες των τοίχων στις οριζόντιες επιφάνειες των οροφών γίνεται με τη Βοήθεια κοίλων επιφανειών, των «τραχηλωμάτων», καθ’ επίδραση δυτικών προτύπων του 18ου αιώνα.
Ο φωτισμός του ναού επιτυγχανόταν με τα παράθυρα, τα οποία στο εσωτερικό είναι πιο μεγάλα και έχουν κατεβασμένες ποδιές, και με τις θύρες που ανοίγονται στις πλευρές του ναού. Για το φωτισμό του σκοτεινού χώρου κάτω από το γυναικωνίτη, φαίνεται ότι τα δυτικότερα παράθυρα της Βόρειας και νότιας πλευράς ήταν διμερή, για να φωτίζουν πάνω και κάτω από το επίπεδο του δαπέδου του γυναικωνίτη. Ο φωτισμός του χώρου του υπερώου γινόταν με τη βοήθεια δύο αντίστοιχων παραθύρων και των δύο ορθογώνιων παραθύρων της δυτικής πλευράς. Φανερή στη διάταξη των χώρων είναι η επίδραση της παραδοσιακής ναοδομικής αρχιτεκτονικής, για τους ενοριακούς ναούς των αστικών κέντρων της υπόδουλης Ελλάδας αλλά και της περιφέρειας της ελεύθερης Ελλάδας, με την κυριαρχία της τρίκλιτης βασιλικής. Κύριο πρότυπο για το κτίσιμο του ναού, από αρχιτεκτονική πλευρά, αποτέλεσαν οι τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές που ως αρχιτεκτονικός τύπος διευκόλυναν τις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες των κοινοτήτων από τον 18ο αιώνα και εξής σε όλο τον ελληνικό κόσμο.
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την επίδραση της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής και της παραδοσιακής μαστοροσύνης κυρίως στο επίπεδο των αρχιτεκτονικών λύσεων και μορφών.
Κύριοι φορείς αυτής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αποτελούσαν τα συνεργεία των κτιστών, κυρίως από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου, που δρούσαν τόσο στο χώρο της ελεύθερης Ελλάδος όσο και στον ευρύτερο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και τη Μ. Ασία. Όπως είναι γνωστό, οι Ηπειρώτες μάστοροι ανέπτυξαν, λόγω και της εγγύτητας του χώρου, έντονη δραστηριότητα και στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και του Αγρινίου ειδικότερα. Έτσι, σύμφωνα με πληροφορία του κ. Κ. Κονταξή, ο ναός κτίστηκε από συνεργείο οικοδόμων από τον Πύργο (Στράτσανη) της Κόνιτσας.
Σύμφωνα με μια μνεία, ο ναός ιδρύθηκε το 1846. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, πάνω από τη δυτική θύρα του ναού, στην πρόσθια πλευρά του καμπαναριού, αναγράφεται η χρονολογία 1849. Από την αρχειακή μαρτυρία που προαναφέρθηκε, ο ναός αναγνωρίστηκε ως ενοριακός το 1866. Από τις παρατηρήσεις μας φαίνεται ότι το καμπαναριό και ο ναός είναι σύγχρονη κατασκευή, επομένως η χρονολογία 1849 πρέπει να ληφθεί ως και η χρονολογία περάτωσης του κύριου ναού και ανέγερσης του καμπαναριού. Άρα ο ναός κτίστηκε μεταξύ των ετών 1846-1849.