Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός

 

Εὔκοσμος ὤφθης κόσμος, ὦ Κοσμᾶ μάκαρ,
Κόσμον λόγοις σοῖς αἵμασι τ᾽ αγλαΐσας.
Κοσμάς ο Αιτωλός!
Ένας κόσμος ολόκληρος!!!
Ο Άγιος Κοσμάς υπήρξε φωτοφόρος απόστολος του Ευαγγελίου, στα μαύρα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς.
Η Εκκλησία, για να τιμήσει τον αγώνα και την προσφορά του, τον ονόμασε Ισαπόστολο.
Ο Άγιος Κοσμάς γεννήθηκε στο Μεγάλο Δένδρο Ναυπακτίας, το 1714 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς, που τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».
Είκοσι χρονών πήγε στο Άγιο Όρος, για να σπουδάσει στο εκεί νεοσύστατο σχολείο του Βατοπεδίου.
Ο Άγιος Κοσμάς, ονομαζόταν αρχικά Κωνσταντίνος και μετά την αποφοίτησή του, πήγε στη Μονή Φιλόθεου, όπου έγινε μοναχός και κατόπιν Ιερομόναχος και έλαβε το όνομα Κοσμάς.
Ο Άγιος γνωρίζοντας ότι το Έθνος κινδύνευε, δεν ησύχαζε και φλεγόταν νύχτα-μέρα από τον πόθο να βγει και να διδάξει στους σκλαβωμένους Έλληνες τα Άγια Γράμματα. Όμως, θεωρούσε τον εαυτό του ταπεινό και αδύνατο να επωμισθεί τέτοιο φορτίο.
Με θεία αποκάλυψη, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνάντησε τον αδελφό του Χρύσανθο, που ήταν δάσκαλος.
Αυτός του έκανε μερικά μαθήματα ρητορικής, που θα βοηθούσαν τον Κοσμά στο κήρυγμα. Έπειτα, αφού πήρε την άδεια του Πατριάρχη Σεραφείμ, όργωσε στην κυριολεξία την Ελλάδα, διδάσκοντας στους «ραγιάδες» το λόγο του Θεού.
 
Έτσι, ο Άγιος Κοσμάς, αρχικά κήρυξε στην Κωνσταντινούπολη και στην συνέχεια ήρθε στην Αιτωλοακαρνανία.

Με νέα άδεια πήγε στα Δωδεκάνησα και το Άγιο Όρος. Έπειτα περιόδευσε στην Θεσσαλονίκη, Βέροια, σε ολόκληρη την Μακεδονία, έφθασε στην Χειμάρα, επέστρεψε στην Νότιο Ήπειρο και από εκεί κατέληξε στη Λευκάδα και την Κεφαλλονιά. Πήγε ακόμη στη Ζάκυνθο, Κέρκυρα και ξανά στην Βόρειο Ήπειρο.

Απ’ όπου περνούσε, έκτιζε σχολεία, εκκλησίες, και πλήθος λαού μαζευόταν και «ρουφούσε» το «νέκταρ» της αγίας διδασκαλίας του.

Τελικά, ο φθόνος των Εβραίων, σε συνεργασία με τους Τούρκους, είχε σαν αποτέλεσμα τον απαγχονισμό του Αγίου στο Κολικόντασι, στα χώματα της Βορείου Ηπείρου το 1779 μ.Χ.

 

Τα λόγια του ήταν προφητικά, γεμάτα θεία χάρη και απλότητα. Κάποτε είπε στους κατοίκους κάποιου χωριού: «Ήρθα στο χωριό σας και σας κήρυξα. Δίκαιο είναι λοιπόν να με πληρώσετε για τον κόπο μου. Με χρήματα μήπως; Τι να τα κάνω; Η πληρωμή η δική μου είναι να βάλετε τα λόγια του Θεού στην καρδιά σας, για να κερδίσετε την αιώνια ζωή».
Είπε:
“Θα δήτε να πετάνε άνθρωποι στον ουρανό σαν μαυροπούλια και να ρίχνουν φωτιά στον κόσμο. Όσοι θα ζουν τότε θα τρέξουν στα μνήματα και θα φωνάξουν: Εβγάτε σεις οι πεθαμένοι να μπούμε μεις οι ζωντανοί”.
Visited 5 times, 1 visit(s) today