Ελένη Ανδρεοπούλου
Σε συνέχεια του προηγούμενου post και μετά την αναφορά στην Κατίνα Χατζάρα, σήμερα θα αναφερθούμε σε μια άλλη γυναίκα που εκτελέστηκε κατά την περίοδο της Κατοχής.
Πρόκειται για την Ελένη Ανδρεοπούλου.
Γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα το 1911 και καταγόταν από τα Ψιανά (θέση Κομματαίικα), δήμου Δομνίστας, Ευρυτανίας.
Το 1935 παντρεύτηκε τον Επαμεινώνδα Ανδρεόπουλο ο οποίος είχε κτήματα στην βορειοδυτική πλευρά του Αγρινίου και ζούσαν σε ένα μονόχωρο καλύβι στο Πυργί (Βελάουστα). Το καλύβι αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα και στέκει εκεί ερειπωμένο.
Απέκτησαν μαζί πέντε παιδιά. Την Παρασκευή, την Μαρία, την Ευθυμία, τον Αλέκο και την Νίκη.
Στη διάρκεια της αντίστασης έπαιξε τον ρόλο συνδέσμου και μετέφερε μηνύματα από το Πυργί, όπου υπήρχε και το τυπογραφείο, προς την οργάνωση του Αγρινίου. Το ψευδώνυμό της στην οργάνωση ήταν «Αντριά».
Τα στέκια όπου γίνονταν η παράδοση και η παραλαβή των μηνυμάτων στο Αγρίνιο, ήταν δύο. Το Γιουγκοσλάβικο ζαχαροπλαστείο στην οδό Παπαστράτου και το βενζινάδικο του Γιαννούτσου (κατά άλλους Γιαννούλη) στην Χαριλάου Τρικούπη.
Το Γιουγκοσλάβικο ζαχαροπλαστείο ήταν το σημερινό ζαχαροπλαστείο «Ελβετικόν». Τότε ήταν ιδιοκτησία Γιουγκοσλάβων και στέκι αριστερών.
Η Ελένη το πρωί ζαλικώνονταν ξύλα και κατέβαινε στο Αγρίνιο. Πουλούσε τα ξύλα και επέστρεφε το απόγευμα με γάλα, αυγά και αλεύρι για τα παιδιά της. Συγχρόνως, μετέφερε τα σημειώματα των ανταρτών από το βουνό και το βράδυ που επέστρεφε μετέφερε μηνύματα προς τους αντάρτες.
Ένα απόγευμα στις 10 Ιουλίου του 1944, καθώς η Ελένη γύριζε σπίτι της, στην θέση Πευκάκια, πίσω από το Πάρκο συνελήφθη από τους τσολιάδες. Πρόλαβε όμως και κατάπιε το “χαρτί”. Προφορικές μαρτυρίες μιλούν για άγριο ξυλοδαρμό κατά την συλληψή της.
«Είμασταν αρκετές γυναίκες εκεί, όταν έφεραν την Ελένη, άγρια χτυπημένη. Και συνέχιζαν τον ξυλοδαρμό της με αμείωτη μανία επί ώρες. Το μόνο που ψέλλιζε ήταν «τα παιδιά μου».
(Μαρτυρία της συγκρατούμενή της κ. Γκούμα).
Την μεθεπόμενη μέρα συγγενείς της έφεραν στις φυλακές το μόλις έξι μηνών βρέφος της, αβάπτιστο ακόμα, για να το θηλάσει. Το θέαμα που αντίκρυσαν ήταν φρικιαστικό.
Οι ταγματασφαλίτες κράτησαν στην φυλακή το μωρό της με σκοπό να κάμψουν την Ελένη.
Η κ. Γκούμα μαρτυρεί ότι ήταν τόσο χτυπημένη που δεν ένοιωθε πλέον παρά μόνο ελάχιστα. Από το στήθος της έβγαινε αίμα. Πλησίαζε το τέλος της. Και τότε οι δήμιοί της έπαιξαν και το τελευταίο χαρτί τους.
Την βασάνισαν με την «προσφιλή μέθοδο μαρτυρίου» των ταγματασφαλιτών, «το μαρτύριο της γάτας».
Μέσα σ’ ένα τσουβάλι, ένας άνθρωπος κι ένα γατί. Και απέξω ένας δήμιος να χτυπάει! Ο άνθρωπος αν άντεχε το ξύλο, δε γλύτωνε το γδάρσιμο από το αγριεμένο ζώο.
Μετά απ’ αυτό εκτελέστηκε από τον ίδιο τον Τολιόπουλο.
Ήταν 12 Ιουλίου του 1944.
Μετά το θάνατό της η οικογένειά της διαλύθηκε. Τα πέντε παιδιά “σκόρπισαν” σε διάφορες οικογένειες. Το μωρό “της φυλακής” υιοθετήθηκε από τον ίδιο τον δεσμοφύλακα της μάνας του, ο οποίος ήταν άτεκνος.
«…Ήταν μια γυναίκα, η οποία αυτήνη ερχόταν απ’ τα χωριά απάν’ και τς’ είχανε δώσει ένα έγγραφο τώρα οι αντάρτες, τι τς’ είχανε δώσει δεν ξέρω. Και μόλις νεπιάσανε, το κατάπιε αυτήνη το έγγραφο, αλλά τς’ εδώκανε ένα αυτό και το κανε εμετό. Ω! εκείνη τη βασανίσανε. Μέχρι γάτα τς’ είχανε βαλμένη μέσα στην κυλότα! Βάλανε τη γάτα και την κομματιάσανε απ’ κατ’…Ναι την είδαμε…Ύστερα νεφέρνανε να ν’ εκτελέσνε και είχε κι ένα παιδάκι, κοριτσάκι στο στήθος, το βύζαινε, και το πήρανε οι άλλες γυναίκες στη φυλακή το κοριτσάκι και το φυλάγανε. Και αυτή να πούμε νε πήρανε το πρωί για εκτέλεση. Εκείνη την είδαμε όπως ναι, χτυπιόταν, ήταν ο Βαγγέλης ο μάγειρας, αυτήνη και ένας άλλος, τον ξέχασα τον άλλον, τς’ τρείς μαζί, τη γυναίκα νε είχανε στη μέση και εβάλανε ριπή, τς’ θερίσανε και τς’ πετάγανε μετά μέσα στο λάκκο…»
(συνέντευξη στην Κων/να Μπάδα από το βιβλίο “Κατοχή-Αντίσταση-Εμφύλιος” της Κων/νας Μπάδα και Θανάση Σφήκα)
«Ήταν μια γυναίκα εδώ πάν’ στο λόγγο μακριά, είχε 4 παιδιά αυτήνη κι κουβάλαε ξύλα. Κι τάφερνε κάτω εδώ και τα πούλαε. Και αυτή τώρα εδώ ήτανε με τς’ αντάρτες”.
«Έφερνε χαρτιά ξέρω γω τι ήτανε, μικρά ημείς τότε. Και την έπιασαν εδώ πιο πέρα, στον άλλο δρόμο [πάνω από το Πάρκο]. Την πιάσανε, τς’ εκόψανε τς’ τριχιές απ’ τα ξύλα, και την πήραν και την πήγανε στ’ Παναγόπουλου μέσα. Και τς’ φορέσανε ένα τσουβάλι, τς’ τόδεσανε εδώ στο λαιμό, κι τς’ έβαλανε γάτες μέσα, και κτυπάγανε αυτήνοι κι κοπανάγανε και γρατζούναγαν οι γάτες κι την είχανε κάνει κουμάτια. Ανδριοπούλου ήταν το επίθετο της, Ελένη. Και τελικά πέθανε αυτή εκεί μέσα. Κι βρίσκεται ένα κορίτσι απ’ τα παιδιά τς’ τώρα σν Αθήνα…».
(Συνέντευξη Κων/νας Αντρομανέτσικου-Μπαλωμένου στην Μαρία Αγγέλη)
«Γινότανε χαλασμός απ΄τα ουρλιαχτά των τσολιάδων. Βγήκα στο χαγιάτι. Σβαρνούσαν την Ελένη. Μπροστά στο σπίτι της Πανωραίας Γκουρλή, σταμάτησαν. «Μωρή γιατί έφαγες το χαρτί;» και τηνε βαρούσαν και τηνε κλωτσούσαν. Πιο πολύ ο Γιώργος Κ……ς και τηνε πήγαν μετά στου Παναγόπουλου τις αποθήκες, που ‘χαν για φυλακές. Ύστερα από μια βδομάδα κατέβηκα στις φυλακές να της δώσω αλλαξιές. Τρόμαξα σαν την αντίκρυσα, αγνώριστη. Είχε το νήπιο στο βυζί. Ξεμαλλιασμένη τούφες-τούφες. Τα μούτρα και ο λαιμός όλο γραντζουνιές. Της είχαν δέσει τα κομπινεζά και βάλανε μια γάτα και από πάνω βαρούσαν την Ελένη. Η γάτα έκανε να γλυτώσει κι έμπηγε τα νύχια της ολούθε. Πληγές, ξεραμένα αίματα, όμπια και στα βυζιά της πηγμένα αίματα. Αυτά τα είδα με τα δυό μου τα μάτια κι ορκίζομαι».
(Μαρτυρία Αλεξάνδρας Κάκου – Λυκοράχη Αγρινίου. Από το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου : Μαρία Δημάδη – Μνήμες και Ελεγεία)