Η οικογένεια Ίσκου είναι φημισμένη οικογένεια Σαρακατσάνικης καταγωγής που ανέδειξε στρατιωτικούς και πολιτικούς. Αρκετά μέλη της οικογένειας έλαβαν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 με κύρια μορφή τον Στρατάρχη Γεώργιο Καραϊσκάκη, ο οποίος αναδείχθηκε σε σύμβολο του αγώνα.
Η καταγωγή της οικογένειας είναι από τη Δούνιστα Βάλτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας, σημερινός Σταθάς.
Γενάρχης της αρματολικής οικογένειας των Ίσκων, ήταν ο Λαλαγιώργος Ίσκος απ’ το Σακαρέτσι Βάλτου, πρωτοπαλίκαρο του Γιώργου Θώμου από το Σπάρτο. Ο Λαλαγιώργος Ίσκος, ήταν γαμπρός του αρματολού του Βάλτου γεροΔήμου Σταθά, από τη Δούνιστα, ενώ μετά τη δολοφονία του Γιαννάκη Σταθά, ορίστηκε αρματολός Βάλτου με τη βοήθεια του Αλή πασά.
Αρχοντικό Ισκαίων στην Δούνιστα. |
Ο Λαλαγιώργος Ίσκος απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη κι τον Γιώργη.
Ο Δημήτρης Ίσκος, πήρε το πρόθεμα “Καρά” στο επώνυμό του λόγω της ανδρείας και της σκληρότητάς του. Δημήτρης Καραΐσκος.
Ο Γιώργης πήρε το επώνυμο Μοσχοβίτης γιατί πήγε στη Ρωσία και κατέβηκε στα Ορλωφικά σαν αξιωματικός του Ρώσικου στρατού. Γιώργης Μοσχοβίτης.
Σύζυγος του Δημήτρη Καραΐσκου ήταν η Αθάνω Στράτου. Απέκτησαν μαζί επτά παιδιά. Τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια.
Τον Ανδρέα, που έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 και πολέμησε στη Λαγκάδα και στο Μεσολόγγι κι έφτασε στο βαθμό του Στρατηγού, τον Γιαννάκη και τον Αντρέα.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν νόθος γιός του Δημήτρη Καραΐσκου που τον απέκτησε με την καλόγρια Ζωή Ντιμισκή.
Διαδέχτηκε τον πατέρα του -μαζί με τον αδελφό του Γιαννάκη- στο αρματολίκι του Βάλτου.
Τα προεπαναστατικά χρόνια υπηρέτησε ως «τζοχαντάρης» (σωματοφύλακας) τον Αλή πασά Τεπελενλή.
Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον γραμματέα του Αλή πασά, Μάνθο Οικονόμου ο οποίος είχε μυήσει μεγάλο αριθμό αρματολών που βρίσκονταν τότε στην υπηρεσία του Τεπελενλή.
Αρχές 1821 (7-10 Ιανουαρίου) πήρε μέρος στη μυστική σύσκεψη των Φιλικών και των αρματολών της δυτικής Ρούμελης (Γιώργος Βαρνακιώτης, Θοδωράκης Γρίβας, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Γιώργος Τσόγκας κ.ά), που συγκλήθηκε για να οργανώσει την επικείμενη επανάσταση.
Ο Ίσκος -όπως και οι περισσότεροι από τους αρματολούς, που βρέθηκαν στο δίλημμα παραμονής στην οθωμανική νομιμότητα ή συμπόρευσης με την Επανάσταση, υπήρξε διστακτικός απέναντι στην εκδήλωση της εξέγερσης. Ωστόσο, όταν κηρύχθηκε η επανάσταση στην δυτική Ρούμελη (Μάιος 1821) αποφάσισε να την στηρίξει. Μάλιστα, τον ίδιο μήνα επέτυχε σημαντική νίκη στα στενά του Μακρυνόρους αναχαιτίζοντας την προέλαση οθωμανικού σώματος υπό τον αλβανό πολέμαρχο Ισμαήλ Πασά Πλιάσα προς νότο, ενώ μαζί με τον Γώγο Μπακόλα σταμάτησαν και πάλι τις δυνάμεις του Πλιάσα (4.000 άνδρες) όταν επιχείρησαν εκ νέου να περάσουν τα στενά (10 Ιουνίου).
Στη συνέχεια (13 Νοεμβρίου) συμμετείχε με το σώμα του και με τα σουλιώτικα σώματα των Μποτσαραίων, των Τζαβελαίων, του Γώγου Μπακόλα, του Γιώργου Βαρνακιώτη, του Γιώργου Τσόγκα, του Δημήτρη Μακρή και των αλβανών συμμάχων Άγου Μουχουρδάρη, Ταχήρ Αμπάζη κ.ά., στην επίθεση εναντίον της Άρτας που κατέληξε στην προσωρινή κατάληψη της πόλης.
Το 1822, στις 22 Φεβρουαρίου, στη σύγκληση της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας στο Βραχώρι, ο καπετάν Ανδρέας Ίσκος προβιβάστηκε στο βαθμό του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος συμμετείχε στην εκστρατεία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προς βορρά και πολέμησε στις μάχες στο Κομπότι (10 Ιουνίου), στην Πλάκα (26 Ιουνίου) και στην καταστροφική μάχη του Πέτα, όπου εξοντώθηκε το σύνταγμα των Φιλελλήνων από τις δυνάμεις του Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή Πασά και του Ισμαήλ Πασά Πλιάσα (4 Ιουλίου).
Η μάχη του Πέτα φαίνεται ότι έπεισε προς στιγμήν τον παλαιό βαλτινό αρματολό για την αδυναμία των επαναστατών να αντιπαρατεθούν στις δυνάμεις της Υψηλής Πύλης. Σε αυτό συνέδραμαν και οι επιθέσεις που δέχτηκαν οι παραδοσιακοί αρματολοί (Βαρνακιώτης, Μπακόλας κ.ά.) για προδοσία γεγονός που διευκόλυνε την επιστροφή τους στην οθωμανική νομιμότητα και στο “προσκύνημά” του.
Ο Ανδρέας Ίσκος μετά τη μάχη του Πέτα απέσυρε την υποστήριξή του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και συμπορεύτηκε με τους παλαιούς ομολόγους του.
Έτσι, όταν ο Κιουταχής Πασάς, διαπιστώνοντας τη διάλυση των ελληνικών δυνάμεων, επιχείρησε κάθοδο προς νότο και πολιόρκησε την πόλη τη Μεσολογγίου που τη φρουρούσε ο Μαυροκορδάτος και μικρές δυνάμεις ρουμελιωτών και πελοποννησίων καπετάνιων, ο Ίσκος, όπως και ο Βαρνακιώτης, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γώγος Μπακόλας και ο Γεωργάκης Βαλτινός εκστράτευσαν μαζί του.
Ωστόσο, τον Δεκέμβριο 1822, μετά την αποτυχία των Οθωμανών να καταλάβουν την πόλη, ο Ίσκος επανήλθε στις επαναστατικές γραμμές και τον Ιούλιο 1823, στρατηγός πλέον, θα αναλάβει μαζί με τον Γιαννάκη Ράγκο την υπεράσπιση των στενών του Μακρυνόρους εναντίον των δυνάμεων του Μουσταή Πασά της Σκόντρας.
Το επόμενο διάστημα, όντας μέλος του αντι-μαυροκορδατικού αρματολικού μετώπου, θα γίνει ο σημαντικότερος υποστηρικτής του, κυνηγημένου από τον Μαυροκορδάτο, Γεωργίου Καραϊσκάκη (που ήταν ετεροθαλής αδελφός του, νόθος γιος του Δημήτρη Καραΐσκου και της καλόγριας Ζωής Ντιμισκή, συγγενούς του Γώγου Μπακόλα).
Ο Ίσκος, θα βοηθήσει τον Καραϊσκάκη στη διαμάχη του με τον Ράγκο για την κατάληψη του αρματολικιού των Αγράφων και θα είναι εκείνος που θα μεσολαβήσει με επιτυχία στην κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη για τη “συγχώρηση” του ετεροθαλούς αδελφού του.
‘Ελαβε μέρος στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, τοποθετήθηκε ως ένας από τους σωματάρχες της φρουράς και παρέμεινε στην πόλη καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας μέχρι την Έξοδο (10 Απριλίου 1826).
Τις αμέσως επόμενες ημέρες εκλέχτηκε από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (18 Απριλίου) μέλος της Διοικητικής Επιτροπής. Αντικαταστάθηκε, όμως από τον αγραφιώτη πρόκριτο Κωνσταντίνο Ζώτο επειδή ο ίδιος όπως και πολλοί άλλοι αρματολοί της Στερεάς έκαναν “καπάκια”* και δήλωσαν υποταγή στον Κιουταχή Πασά με αντάλλαγμα τη διατήρηση των παλαιών αρματολικιών τους.
Επανήλθε στην ενεργό δράση, μέσα από τις γραμμές της Επανάστασης το 1828 όταν ανέλαβε ο Richard Church (Τσωρτς) αρχιστράτηγος του Δυτικού Στρατοπέδου (Δραγαμέστο) και μαζί πολλούς άλλους καπετάνιους συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη της Στερεάς.
Επί Όθωνα πέτυχε να ενταχθεί στο βασιλικό στρατό, συμμετείχε στην καταστολή της ανταρσίας του 1836 στην Αιτωλοακαρνανία, έγινε συνταγματάρχης τον επόμενο χρόνο (1837) και το 1843 υποστράτηγος.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο χωριό του, τη Δούνιτσα.
ΠΗΓΕΣ:
Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής.
Share