του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου
Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.
Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.
Κι ἀντιλαλεῖ τερπνὰ-τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.
Visited 1 times, 1 visit(s) today