Ο ∆ήµος Τσέλιος, γεννήθηκε στο Σπαρτοχώρι του Μεγανησίου της Λευκάδας το 1785. Το πραγματικό οικογενειακό όνομά του ήταν Δήμος Φερεντίνος.
Από την ηλικία των τριών ετών είχε μείνει ορφανός. Όταν ήταν μόλις ενός έτους ο πατέρας του χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε, ενώ δυο χρόνια αργότερα η μητέρα του πνίγηκε, καθώς πήγαινε σε μια γιορτή στη Λευκάδα. Θεωρείται ένας από τους σηµαντικότερους οπλαρχηγούς του ’21 και ήταν από τους πρώτους που πήρε µέρος στις πολεµικές επιχειρήσεις του Αγώνα στη δυτική Ελλάδα.
To 1804, σε ηλικία 19 ετών, αποφάσισε να γίνει κλεφταρματωλός, αντί να ακολουθήσει, όπως αρχικά σκεφτόταν, τον αδελφό του στη θάλασσα. Πέρασε στη Στερεά Ελλάδα, στο Καρπενήσι, και το Πάσχα της επόμενης χρονιάς εντάχθηκε στη δύναμη του Κατσαντώνη.
Χάρη στις αγγλικές απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Λευκάδα – όντας Αγγλική αποικία- και συγκεκριμένα στην απογραφή του 1822 αναφέρεται η σύζυγος του Δημοτσέλιου, Βαρβάρα και τέσσερα παιδιά τους (Κωσταντής, Μαρία, Χριστίνα και Βασίλω).
Ο Δήμος Τσέλιος υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη, αλλά τα χειρόγραφα καταστράφηκαν κατά τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 στη Ζάκυνθο.
Σώθηκαν μόλις δύο σελίδες, που είχε δημοσιεύσει και εκεί διαβάζουμε:
Οἱ γονεῖς μου ἦτον ἀπὸ τὰ Κομετάτα, οἱ παππούληδές μου. Ἐπαντρεύτηκε ὁ παππούλης εἰς τὴν Ἀκαρνανία τὴν βάβω μου… Ὁ πατέρας μου ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Ζάβιτζα. Ἐγεννήθηκα ἐγὼ εἰς τὸ Μεγανήσι τῆς Ἁγίας Μαύρας.
Ἕνας Μεταξᾶς ἦλθε καὶ τὸ κατοίκησε. Ἐκεῖ ἐκατοίκησαν οἱ παππούληδές μας 4 ἀδέλφια Φερεντιναῖοι.
Ο πατέρας μου τὸν ἔκαψε ἡ ἀστραπή· ἤμουν ἕνα χρόνον. Ἐκοιμότουν εἰς ἕνα κλαρί. Ἔζησε ἡ μάνα μου δυὸ
χρόνια. Ἐκίνησε νὰ πάει διὰ μαρτυριὰ στὴν Ἁγία Μαύρα· στὸν δρόμο, ἦτον 17 νομάτοι, ἐπνίγηκαν 14· ἕνας παπάς, δύο – τρεῖς γυναῖκες μὲ τὴν μάνα μου ἐπνιγήκανε. Ἔπειτα μᾶς πῆραν διὰ τὴν ψυχή του ἕνας στὴν Ἁγία Μαύρα… Ἐπέρασα καμμιὰ δεκαριὰ χρονῶνε στὴν Ἀκαρνανία, ἐπῆγα πίσω, ἔκατζα ἐκεῖ ὥστε ἔγινα 16 χρονῶν, στὴν πεθερὰ τοῦ Βαλιανάκη. Ἐπέρασα στὸ Μεγανήσι, ἐγίνηκα 19 χρονῶνε.
Ἦτον τὸ σπίτι μας στὸ Μεγανήσι. Ἦτον τρία σόγια κάτοικοι. Θιακοί, Ξερομερίτες καὶ Κεφαλληναῖοι. Εἶναι ἕνα πέραμα ἀπὸ τοῦ Μύτικα, ὡραῖο νησὶ σὰν καὶ νἆναι στὴν Παράδεισο. Ἐσηκώθηκα διὰ νὰ φύγω νὰ πάρω τὸν ἀδελφόν μου, ποὖταν ξενιτεμένος. Εὐγῆκα νὰ πάω νὰ εὕρω τὸν ἀδελφόν μου ποὖταν μὲ καράβι.
Ἀξιώθηκε καὶ ἔκαμε καράβι δικό του. Εὐγῆκα νὰ πάω στὴν Ἅγια Μαύρα νὰ βγῶ νὰ τὸν εὕρω.
Ηὗρα ἕνα Ζαφείρη κλεφτικάτον ἀπὸ τὴν Ἀκαρνανία, κάθονταν στὴν Ἁγία Μαύρα. Μοῦ λέει αὐτός: Δῆμο τί χαλεύεις νὰ πᾶς μὲ καράβια; Ἔρχεσαι νὰ πᾶμε στὸ Καρπενήσι; Βιαίνεις καὶ κλέφτης. Μ᾿ ἐπῆρε τὸν Ἰούλιο μήνα στὰ 1804. Ἐπήγαμε. Ἐστάθηκα μὲ τὸν Ζαφείρη ἀρματολὸς ἕναν χρόνον. Ὁ Γιωργάκης ἦτον Καπετάνιος καὶ ὁ Ζαφείρης ἦτον γαμβρός του. Ἐστάθημεν· τὸν Ἰούλιο μήνα ἐξεκινήσαμεν. Ἐπήγαμεν στὸ Καρπενήσι. Ἀρματολὸς ὁ Καπετὰν Γιωργάκης μὲ μπουγιουρδί.
Ἐκάθησα ὣς τὶς 10 Ἀπριλίου, Λαμπρή. Ἔσμιξα τὸν Κατζαντώνη. 4 νομάτοι ἐγινήκαμε πέντε. Ἀντώνης, Λεπενιώτης, Τζόγκας καὶ ἕνας Θοδωρὴς 4, ἐγὼ 5. Ξακολουθάαμεν τὴν κλεψιὰ τότε διάφορους πολέμους. Ἐρχόντανε καὶ μεγαλώναμε. Ἐξακολουθάγαμε. Ἐμεγάλωσε ὁ Ἀντώνης, ἔτρεμε ἡ Τουρκιά. Στὰ 1805 ἦλθε καὶ ὁ Καραϊσκάκης. Ἔσμιξε μὲ τὸν Ἀντώνη κι αὐτός. Ἔφυγε ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ τὸ Πρεμέτι ἀπὸ τὴν φυλακή. Ἀπὸ τόπον εἰς τόπον ἦλθα εἰς τὰ Ἄγραφα. Ἐγίνηκε καὶ αὐτὸς πρώτη σκάλα, καθὼς ἤμουν καὶ ἐγώ. Λεπτότερος καὶ ψηλότερός μου, μακρύτερός μου, δὲν εἶχε ὄψη καλή. Τότε μὲ τὸν Καραϊσκάκη ἀπόκτησα πιστὴ ἀγάπη. Ἀπὸ τότε. Ἐσκοτώσαμε τὸν Λιάζαγα τὸν Βελιγκέκα. Ἐμεῖς εἴμεθα 40, ἐκεῖνοι χίλιοι…
Τὸν χειμώνα ἐκαθήμεθα εἰς ἕνα λιτρουβειὸ εἰς τὸ Μεγανήσι μὲ τὸν Καραϊσκάκη καὶ Ὀδυσσέα. Ὁ Καραϊσκάκης μοῦ εἶπε διὰ τὴν Ἑταιρείαν, ὅτι θὰ γίνει τὴν ἄνοιξιν. Ἡ φαμελιά μου ἦτον εἰς τὸ Μεγανήσι. Ἐβγῆκα ἔξω. Ἐβγήκαμεν ἔξω. Ἀνταμωθήκαμεν εἰς τὴ Βόνιτζα. Ὁ Ὀδυσσέας ἐτράβηξε διὰ τὴν Λεβαδιά. Ἐγὼ ἔμεινα, εἶχα τὰ ζευγάρια μου. Ἀνταμωθήκαμε πρὶν τὴ Λαμπρὴ μὲ τοὺς προεστοὺς τοῦ Κάραλη, Γιωργάκης… Χρηστάκης Στάϊκος, Μεγαπάνος, Τζόγκας, Βαρνακιώτης. Εἴπαμε νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους μεγαλοβδόμαδο. Ὁ Βαρνακιώτης δὲν ἤθελε νὰ σηκωθεῖ.Ὁμιλήσαμεν εἰς τὸ Ζευγαράκι ἀνάμεσα στὴν Κατούνα καὶ τὸ Λουτράκι. Ὁ Βαρνακιώτης σήμερο καὶ αὔριο. Ἦρθε ὁ Πράσινος, ἀπόστολος ἀπὸ τὴν Βλαχιάν, ἦλθε σ᾿ ἐμᾶς. Ἡμεῖς τότε ξαφριζόμεθα. Μᾶς ἔστερναν μπαρούτι (μεγάλη Σαρακοστὴ) στὸ ἀκροθαλάσσιο.
Ὁ Βαρνακιώτης ἐχασομέραε, δὲν ἀσηκώθη καὶ ἀργοπορώντας δὲν ἐπιάσαμε τὸ Μακρυνόρι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Βαρνακιώτη ἐσκότωσαν μερικοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ Ρίβιο. Ὁ Πράσινος ἐβίαζε. Εἶπε τοῦ Βαρνακιώτη: Θὰ σὲ σκοτώσει τὸ ἔθνος. Ἐμεῖς ἐπήγαμεν νὰ βαρέσομε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Βόνιτζα. Ὁ Νικολὸ Μπουρδάρας ἐπῆγε εἰς τὸ κάστρο τῆς Πλαγιᾶς. Ἕνας Σουλιώτης μπάζει τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὸ κάστρο, σκοτώνουν τὸν ἀνώτερο Τοῦρκο. Ἐγίνονταν τὴν ἄνοιξιν αὐτά.
Μαθαίνοντας από τον Καραϊσκάκη για την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρίας, έγινε µέλος της από πολύ νωρίς. Πολέµησε στη µάχη του Πέτα το 1822, στη Βόνιτσα το 1829, στο Μύτικα, στον Πύργο το 1829 και κυρίως στο Μεσολόγγι, όπου και διακρίθηκε κατά την τελευταία πολιορκία της πόλης από τους Τούρκους.
Το 1823-24 αναδείχτηκε σε αντιστράτηγο της Στερεάς. Το 1824, πήρε μέρος στην Γ΄ Συνέλευση της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, στο Ανατολικό.
Συμμετείχε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, στη Μάχη της Αράχωβας, το 1826, στο πλευρό του Καραϊσκάκη. Στις αρχές του 1827, με εντολή του Καραϊσκάκη, πήγε στην (τότε) νησίδα Λεσίνι, που το μοναστήρι του ήταν καταφύγιο για όσους κυγηγούσαν οι Τούρκοι, το οποίο και υπερασπίστηκε επιτυχώς.
Στη συνέχεια, κατέλαβε τον Μύτικα και το 1828 συνέβαλε στην οριστική επικράτηση των Ελλήνων στη Στερεά. Συνολικά πήρε µέρος σε 12 εκστρατείες, 12 πολιορκίες πόλεων και κάστρων και 39 µάχες.
Ο ∆ήµος Τσέλιος, πρωτοστάτησε το 1836 στην εξέγερση των Ακαρνάνων αξιωματικών κατά του Όθωνα,κάτι που το πλήρωσε ακριβά. Η επαναστατική αυτή ενέργεια δεν είχε καµία τύχη, µε αποτέλεσµα να διωχθεί, να διαγραφεί ως αξιωματικός από τις τάξεις της Βασιλικής Φάλαγγας και να αναγκαστεί να αυτοεξοριστεί στη Λευκάδα και αργότερα στο Λονδίνο έως το 1843 όπου με την επιστροφή του στην Ελλάδα ξαναπήρε το στρατιωτικό βαθµό που είχε και µπήκε πάλι στη βασιλική
φάλαγγα απ’ όπου τον είχε διώξει ο Όθωνας.
Αρρώστησε και πέθανε στις 11 Νοεµβρίου 1854 στην Αθήνα. Ο τάφος του βρίσκεται στον Κήπο των Ηρώων του Μεσολογγίου, πίσω από το μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη.
Κλέφτικα και δημοτικά τραγούδια
με αναφορά στον Δήμο Τσέλιο
Ο Δήμος και το καριοφίλι του
Το ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη αναφέρεται στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του. O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857).
Το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Παύλο Καρρέρ- που θεωρείται ο συνθέτης της Ελληνικής Επανάστασης- η οποία μελοποίηση, σύμφωνα με τα “Απομνημονεύματα” του συνθέτη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1859.
Ο συνθέτης ενσωμάτωσε το τραγούδι, ως άρια της πρώτης πράξης, στην τετράπρακτη όπερά του “Μάρκος Βότζαρης”, που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Πάτρα στις 30/4/1861.
Το λιμπρέτο της όπερας έγραψε ο Ιταλός ποιητής Giovanni Caccialupi. Θεωρείται το πιο δημοφιλές ελληνικό τραγούδι του 19ου αι.
Ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε από πολλές εταιρείες σε πολλές εκτελέσεις.
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγκο,
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτ’ εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγκοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη, και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο·
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
Του κλέφτη το κιβούρι
Ο ήλιος εβασίλευε κι’ ο Δήμος παραγγέλνει:
Σύρτε, παιδιά μου, `ς το νερό, ψωμί να φάτ’ απόψε,
και συ Λαμπράκη μ’ ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ’ άρματα, να γένεις καπετάνος.
Παιδιά μου μη μ’ αφήνετε `ς τον έρημο τον τόπο,
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά `ς την κρύα βρύση,
που ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήσει,
για να του πω τα κρίματα, οσά χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης.
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκειάστε μ’ ωριό κιβούρι
να ναι πλατύ για τάρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και `ς τη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης ταηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε.
Του Δήμου Τσέλιου
Τρία χωριά µας κλαίγονται, τρία κεφαλοχώρια
το ’να χωριό κλαίει πολύ και τ’ άλλο κλαίει µαύρα
το τρίτο κλαίει µερόνυχτα σαν το µωρό στην κούνια.
Τι να ’χουνε και κλαίγουνε µ’ αυτή τη µαύρη
µη και το παιδοµάζεµα κατάλαβε το γένος
ή πάει ο Αλή πασάς, πάει για να τους κόψει;
Ούτε το παιδοµάζεµα κατάλαβε το γένος
ούτε και ο Αλή πασάς πάει για να τους κόψει.
Ο ∆ήµος Τσέλιος τα βαρεί κι αυτός τα πολεµάει
όλα στη µέση τάβαλε κι αυτός τα πολεµάει.
Βαρεί πασάδες µε σπαθιά και τούρκους µε τα βόλια.
Πασάδες δώστε τα κλειδιά, λάτε να προσκυνήστε,
Να σας χαρίσω τη ζωή εσάς και των παιδιών σας.
Κι ο Μπέης ο Μουστάµπεης του Γέρου-∆ήµου λέει:
– Όσα κακά κι αν έκαµες Γέρο-∆ήµο περήφανε
όλα στα συµπαθάω,
τώρα σε θέλω φρόνιµο, σε θέλω παλληκάρι,
να περπατάς να χαίρεσαι στους κάµπους καβαλάρης.
Θα σου χαρίσω τρία χωριά, τρία κεφαλοχώρια.
Κι ο ∆ήµος Τσέλιος φώναξε κι ο καβαλάρης λέει:
– Χωριά χωρίς τον πόλεµο, χωρίς κλεφτών ντουφέκι
ο Τσέλιος δεν τα δέχεται, ο ∆ήµος δεν τα θέλει.
Θα πολεµήσω κλέφτικα µε δώδεκα λεβέντες
ποχουν λερή τη φούστα τους τα άρµατα ασηµένια
για να τα πάρω αντρικά, για να µε λένε Τσέλιο.
Εµπρός βαρεί το γρίβο του και πάει κοντά στον Μπέη.
Φωτιά έριξαν στη φωτιά κι ο Μπέης πάει στον τόπο
κι ο ∆ήµος τον ψηλάφισε και λάφυρα του παίρνει
και πάλι πίσω γύρισε αλλού να πολεµήσει.
Του Δήμου Τσέλιου
Πικρά λαλούνε τα πουλιά, πικρά τα χελιδόνια,
πικρά λαλεί μια πέρδικα μέσ’ από τη φωλιά της.
-Βουνά μου, τ’ Ασπροπόταμου, βουνά του Ξηρομέρου,
τα χιόνια να μην λιώσετε, ώσπου ναρθούν και τ’ άλλα,
γιατί ειν’ ο Τσέλιος άρρωστος, βαριά για να πεθάνει.
Τον κλαίει η μέρα κι αυγή κι όλα τα παλικάρια
και τους γιατρούς εκάλεσε να τον επισκεφτούνε.
Και ‘νας γιατρός βασιλικός, που τον γιατροκομούσε,
με ραγισμένη τη μιλιά, βαρύθυμα του κρένει:
-Τσέλιο μ’, δεν είσαι για ζωή, για τον απάνω κόσμο,
παρά είσαι για τη μαύρη γης, τ’ αραχνιασμένο χώμα.
Ο έρωτας του Δήμου Τσέλιου με τη Ρηνιώ.
Ενώ ο Δημοτσέλιος βρισκόταν στα Άγραφα με τους άνδρες του Κατσαντώνη γνώρισε μια όμορφη κοπέλα, τη Ρηνιώ. Οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν. Όμως, την ομορφιά της Ρηνιώς είχαν ανακαλύψει και οι άνδρες του Αλή Πασά. Έτσι, μια μέρα που πήγαν να την πάρουν ως σκλάβα, ο Δημοτσέλιος τους επιτέθηκε και την έσωσε. Όμως, αμέσως έφυγε για το βουνό για να γλιτώσει από την οργή του Αλή
Πασά. Στη συνέχεια η Ρηνιώ ντύθηκε άνδρας και ανέβηκε στο βουνό για να γλιτώσει τη σκλαβιά και να βρει τον αγαπημένο της.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο καπετάνιος των κλεφταρματωλών νομίζοντας ότι είναι αγόρι την έβαλε να πολεμήσει με τον Δημοτσέλιο. Αν νικούσε το πρωτοπαλίκαρό του στη μάχη, θα έμπαινε στην ομάδα του. Τα γένια του Δημοτσέλιου είχαν μακρύνει και η Ρηνιώ δεν τον αναγνώρισε. Η Ρηνιώ άρχισε να του επιτίθεται. Έπρεπε να μπει στην ομάδα. Κατά τη συμπλοκή παραλίγο να τον χτυπήσει στην καρδιά. Όμως, ο Δημοτσέλιος την αναγνώρισε και της μίλησε. Εκείνη τράβηξε το σπαθί της και τον ρώτησε αν ήταν ο «Δήμος της». Έτσι, οι δυο νέοι ξανασυναντήθηκαν.
Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις οι δύο νέοι παντρεύτηκαν στο βουνό Μπούμιστος, στα λημέρια του Κατσαντώνη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Ο Δημοτσέλιος είχε δίπλα του και την Ρηνιώ όταν πολέμησε στην μάχη του Πέτα.
Η μάχη έληξε με την συντριπτική ήττα των Ελλήνων. Ο λαβωμένος Δημοτσέλιος όμως δεν έχασε μόνο τη μάχη, αλλά και τη Ρηνιώ. Είχε χτυπηθεί θανάσιμα.
Το σπίτι του Δήμου Τσέλιου
Στο Σπαρτοχώρι του Μεγανησίου υπάρχει το σπίτι που έζησε ο Δήμος Τσέλιος. Πρόκειται για ένα από τα παλιά σπίτια – προ του 1894 – της οικογένειας Πάλμου Παραβόλα που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως ελαιοτριβείο και μετά τα μέσα του 20ου αιώνα αγοράστηκε από τον ελαιουργικό συνεταιρισμό
Σπαρτοχωρίου.
Η ταύτιση της οικίας του έγινε εφικτή χάρη στις αγγλικές απογραφές πληθυσμού που πραγματοποιήθηκαν στην Λευκάδα κατά τα έτη της επανάστασης του 1821.
Στο Αγρίνιο το σπίτι του βρισκόταν επί της οδού Δήμου Τσέλιου (Δημοτσελίου).
Επιστολικό αρχείο του Δήμου Τσέλιου
Από το βιβλίο της Ευδοξίας Κουμουτσοπούλου (δισεγγονής του στρατηγού)
«Ο Στρατηγός Δήμος Τσέλιος».
Την πρώτη επιστολή του 1823 υπογράφουν όλα τα μεγάλα ονόματα της πολιτικής σκηνής της εποχής.
Προς τον Γεναιότατον Στρατηγόν Δήμον Τσέλιον
Ο εχθρός με την πτώσιν του Μεσολογγίου επαπειλεί να αφανίσει όλας τας επαρχίας της Στερεάς Ελλάδος και προπάντων της Δυτικής, χωρίς να ημπορέσουν τα ιδικά μας σώματα να εμποδίσουν την ορμήν του ευρισκόμενα διεσπαρμένα μη συννενοούμενα μεταξύ των και στερημένα των αναγκαίων τροφών και πολεμοφοδίων.
Η Διοικητική Επιτροπή εις τοιαύτην περίστασιν δια να κάμη χρήσιμα τα ειρημένα σώματα, ώστε να ημπορέσουν να εμποδίσουν τον εχθρόν από του να εξαπλωθή εις τας επαρχίας να ματαιώσουν τους σκοπούς του, έκριναν αναγκαίαν την σύστασιν ενός δυνατού στρατοπέδου εις μίαν αρμοδίαν θέσιν του Ξηρομέρου, το οποίον και ευκόλως να ημπορή να λαμβάνει τα αναγκαία του από τα σκαλώματα και φόβον να προξενή εις τα οπίσθια του εχθρού, αν θελήση να προχωρήση εις τα ενδότερα.
Η Διοικητική Επιτροπή γράφει περί τούτου κατ’ έκτασιν εις το κοινόν προς τους κατά την Δυτικήν Ελλάδα
Οπλαρχηγούς γράμμα της, και θέλεις πληροφορηθή εξ εκείνου, καθώς και παρά του Στρατηγού κυρίου Ανδρέα Ίσκου, όστις θέλει ανταμώση και την Γεναιότητά σου καθώς και τους ειρημένους Οπλαρχηγούς.
Εκείνο δε οπού έχει να προσθέση εις την παρούσαν είναι, ότι εις αυτήν την κρίσιμον περίστασιν και τον
κίνδυνον της Πατρίδος, είναι ανάγκη και χρέος σου ιερόν, όχι μόνον να τρέξης με προθυμίαν, καθώς πάντοτε έκαμες, αλλ’ ακόμη να αλησμονήσης και τα απερασμένα και το παραμικρόν πάθος και διαφοράν, αν έχης δια να ενωθής με τους λοιπούς Στρατηγούς, και συντρέξης υπέρ σωτηρίας, ή κατά το προβαλλόμενον σχέδιον ή με όποιον άλλον τρόπον ήθελε κριθεί αρμοδιώτερον και να σπεύσης να απαντηθή ο κίνδυνος (…)
Εάν βαλθή εις πράξιν το προβαλλόμενο ή άλλον τοιούτον σωτηριώδες σχέδιον, οι σκοποί του εχθρού βέβαια ματαιώνονται και ο κόσμος προφυλάττεται και ασφαλίζεται έως μετ’ ολίγους μήνας ν’ αποφασισθή η τύχη της Ελλάδος! και να παύσουν τα δεινά και να μην αποβούν εις μάτην οι τόσοι αγώνες και αι τόσαι θυσίαι του Έθνους.
Τη 1 Μαϊου 1823 Ναύπλιον
Ο Πρόεδρος
ΑΝΔΡΕΑΣ ΖΑΪΜΗΣ
ΠΕΤΡΟΜΠΕΗΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΣΙΝΗΣ ΤΣΑΜΑΔΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΡΓΥΡΟΥ
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ο Γεν.Γραμματεύς
Κ.ΖΩΓΡΑΦΟΣ
Την δεύτερη επιστολή, 2 χρόνια αργότερα, το 1825, προς την κεντρική διοίκηση υπογράφουν όλοι
οι Στρατηγοί που πέτυχαν την περιφανή νίκη κατά του ισχυρού στρατοπέδου των Τούρκων στον Καρβασαρά (κοντά στην σημερινή Αμφιλοχία), μεταξύ αυτών ο Καραϊσκάκης κι ο Δήμος Τσέλιος:
Προς την Σεβαστήν Επιτροπήν την Διευθύνουσαν τα της Δυτικής Ελλάδος και προς τους Γενναιοτάτους Οπλαρχηγούς και λοιπούς Αξιωματικούς και Αδελφούς.
Εις Μεσολόγγιον
Τα κατά των εχθρών κινήματά μας δεν ελλείψαμεν εις διαφόρους καιρούς να σας ειδωποιώμεν. διο και
τώρα, κατά το απαραίτητον χρέος μας, σας ιδεάζομεν, ότι την 28 του λήγοντος ώραν τετάρτην της νυκτός ωρμήσαμεν αιφνηδίως κατά των βαρβάρων, εστρατοπεδευμένων εις Καρβασαρά και τους επροξενήσαμεν φθοράν και φρίκην. Το στρατιωτικόν μας έδειξεν εις αυτήν την μάχην μέγιστα σημεία της ανδρείας του.
Εφονεύθησαν από τα Ελληνικά όπλα περισσότεροι από τριακόσιους εχθρούς οι δε διασωθέντες ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και από τον τρόμον των επνίγησαν. Τα δε εκείσε παρευρεθέντα Ευρωπαϊκά πλοία εδόθησαν εις φυγήν.
Εκυριεύσαμεν λοιπόν ημείς το τειχόκαστρον, επειδή όμως και δεν είχομεν λάβει μαζύ μας πολεμοφόδια και τροφάς, εβιάσθημεν να το παραιτήσωμεν, καθ’ ότι η μάχη διήρκεσε με όλον το πείσμα έως το πρωί και εξοδεύσαμεν όσα εφόδια είχομεν λάβει μεθ’ εαυτών.
Ευρέθησαν αυτώσε έως 200 κάμηλοι, αλλ’ αι εβδομήκοντα εφονεύθησαν, τας δε λοιπάς επήραμε μαζή μας με 80 αλογομούλαρα και 30 εκλεκτούς ίππους.
Χωρίς δε να πολυλογώμεν, το στρατόπεδο αυτό δια της βοηθείας του Υψίστου κατεστάθη Γη Μαδιάμ. Και οι γενναίοι των Ελλήνων βραχίονες εδίδαξαν τους απίστους, ότι το ολιγάριθμόν των, αναπληρούται από τον πατριωτισμόν και από την γενναίαν απόφασίν των του να κρημνήσωσι τον τύραννον.
Μόλις σήμερον εφθάαμεν εις Δραγαμέστον και ειδοποιήθημεν μετά βεβαιότητος, ότι από το στρατόπεδον του Κιουταχή απεκόπησαν έως 5.000 Τούρκοι, οίτινες και έφθασαν εις Γουργιάν και
μελετούν να έλθουν καθ’ ημών. Η είδησις αυτή μας εχαροποίησε τα μέγιστα, πρώτον δια την εμπιστοσύνην την οποίαν τρέφομεν εις τον εαυτόν μας, και έπειτα, επιδή ευκολύνονται και τα ιδικά σας κατά των απίστων επιχειρήματα. Εις την διαληφθείσαν κατά του Καρβασαρά μάχην εφονεύθη μόνον ο Πλατσιούσκας εκ του σώματος του Στρατηγού Δήμου Τσέλιου και επληγώθησαν δύο του Στρατηγού Θ. Γιολδάση εν οις και ο Βασιώνης.
Τα λεπτομερέστερα της μάχης θέλετε μάθει από τους ιδίους πολιορκητάς σας αν ευαρεστούνται να σας τα διηγηθώσιν. (!!!)
Οι πρόθυμοι Πατριώται και
Αδερφοί σας
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΗΣΚΑΚΗΣ
ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ ΣΑΦΑΚΑΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΓΙΟΛΔΑΣΗΣ
ΔΗΜΟΣ ΤΣΕΛΙΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΣΛΗΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΚΡΗΣ
Η τρίτη επιστολή, το 1825, από την Διοίκηση Μεσολογγίου, αφού εξάρει την μεγάλη πολεμική επιτυχία του Τσέλιου στην Ναύπακτο, τον ενημερώνουν για την πορεία των τραυματιών κατά την διάρκεια της επιχείρησης και τις προμήθειες που του στέλνουν:
Η Αντί της Γενικής Διοικήσεως Ενεργητική Επιτροπή
Προς τον Γενναιότατον Αντιστράτηγον Δήμον Τσέλιον
Εις Βενέτικο
Ελήφθησαν διάφορα γράμματά σου του παρόντος μηνός. Με χαράν της είδε η Επιτροπή την νίκην όππου έκαμες εναντίον του εχθρού ευρισκομένου εις Ναύπακτον, και εύχεται να φαίνησαι παντού και πάντοτε Νικητής και Τροπαιούχος αγωνιζόμενος υπέρ της φιλτάτης Πατρίδος.
Εν τοσούτω το κατόρθωμά σου τούτο θέλει αναφερθεί εις την ΣΤ’ην Διοίκησιν καθώς εβάλθη και εις την
εφημερίδα οπού και σου εσωκλείετε. Δια τους λαβομένους οπού έστειλες εδώ εδιορίσθηκε χειρούργος δια να τους επιμεληθή, και μείνε ήσυχος, ότι είναι φροντίς να τους γενή η αναγκαία περίθαλψις. Κατά την ζήτησίν σου σας στέλνεται οπίσω με τους ανθρώπους σου το ρωμιόπουλον ονομαζόμενον Θανάσης Βλάχος.
Όσον δια τον ερχομό σου εδώ ύστερον οπού έκαμες τόσην μεγάλην εντροπή εις τους εχθρούς, εάν αυτοί μάθουν, ότι η Γενναιότης σου άφησες το ορδί διά να έλθης εις το Μεσολόγγι διά υποθέσεις σου, ημπορούν να αυθαδιάσουν και να μας προξενήσουν ζημίαν. Διά τούτο καλόν ήτον να αναβάλης τον εις τα εδώ ερχομόν σου, δια να μην ξεθαρέψουν ευθύς οι εχθροί.
Σου στέλνοντε τρία φορτώματα τζεπχανέ και τριάκοντα στουρνάρια και διώρισε, άνθρωπόν σου καλόν να το μοιράζη δια να μην γίνεται σκόρπισμα. Η έλλειψις οπού έγεινεν εις το γέννημα, οπού σου εστάλθη απ’ εδώ, είναι τω όντι μεγαλωτάτη και ή εδώ έγινε κανένα λάθος από τον μαγαζινιέρην, ή εις τον δρόμον έγινε καμμία κατάχρησις. Με θαυμασμόν της είδεν η Επιτροπή το τόσον ολίγον γέννημα, οπού σε εστάλθηκεν από τον έπαρχον Βλωχού και Αποκώρου και εζητήθη σημείωσις των δεκατιών, οπού
εσύναξεν, αλλ’ ακόμη δεν την έστειλε διά να φανή εν ταυτώ πόσον γέννημα έδωκε και πού το έδωκε.
Υγείενε
Την 9 Φεβρουαρίου 1825
Μεσολόγγιον
Ο Γενικός Γραμματεύς, Γ. ΠΛΗΤΑΣ
Τ.Σ., Κ. ΜΕΤΑΞΑΣ
Θ. ΜΑΓΙΕΡ
Τ. ΣΠΑΝΙΟΛΑΚΗΣ
Η τέταρτη επιστολή είναι από τον Καραϊσκάκη, το 1827, λίγο πριν τον θάνατο του μεγάλου ήρωα και
την εποχή που αυτός πολιορκεί την Αθήνα και τα εκεί στρατεύματα του Κιουταχή.
Την ίδια εποχή ο Δήμος Τσέλιος έχει καταλάβει και έχει οχυρώσει το φρούριο στο Λεσίνι και ζητάει στρατιωτική βοήθεια από τον Αρχιστράτηγο. Ο Καραϊσκάκης, που τον αποκαλεί «αδερφό» του μηνύει
να κάνει υπομονή και κουράγιο:
Προς τον Γενναιότατον Στρατηγόν
Δήμον Τσέλιον
Εις Λεσίνι
Έλαβον το γράμμα σου και εχάρηκα
τη υγεία σου και κατάλαβα τα γραφόμενά σου.
Αδελφέ καπετάν Δήμο,
Καθώς υπέφερες έως τώρα υπέφερε και εις το εξής καθώς και εγώ υποφέρω και παράβλεπε κάθε πράγμα,
φρόντισε όμως αδελφέ να κρατήσης το Λεσίνι με την συνειθισμένην σου φρόνησιν και Γενναιότητα. Είξευρε προς τούτοις ότι ημείς ερχάμενοι ετοποθετηθήκαμε εδώ
εις Κερατσίνι, μίαν ώραν μακράν από τας Αθήνας, τα ταμπούρια μας τα έχουμε με τους εχθρούς καθώς της Αράχωβας, μόλον τούτο έκαμαν οι εχθροί αρκετάς
εφορμήσεις από επάνω μας όμως από τύχη και εσκοτώθησαν οκτακόσιοι πραγματικώς και χίλιοι τετρακόσιοι επληγώθησαν και τώρα τους έχομαι επάνω εις μίαν ράχην και ημείς μέσα εις τον κάμπον. Εκ τούτου λοιπόν κατάλαβε εις ποίαν κατάστασιν έφθασεν ο Κιουταχής. Τούτο όμως σε λέγω ότι σήμερον οπού σου γράφω το γράμμα είμεθα συναγμένοι 13 χιλιάδες στρατεύματα πραγματικώς και όλον ένα από την
Πελοπόννησον εβγένουν και ελπίζω εντός δέκα δεκαπέντε ημερών θέλει δόσουμε τον παντελή εξολοθρευμόν εδώ του Κιουταχή, και έπειτα κινηγόντας τον θέλει καταφθάσω αυτού με όλα τα Ρουμελιώτικα και Πελοποννησιακά στρατεύματα.
Αδελφέ καπετάν Δήμο,
Βάστα την αυτού θέσιν με την συνειθισμένην σου φρόνησιν και Γενναιότητα και εντός ολίγου καταφθάνει ο αδελφός σου Καραϊσκάκης με όλους τους ενταύθα αδελφούς Στρατηγούς. Εν τοσούτω
σε ασπάζομαι αδελφικώς. Είξευρε προς τούτοις ότι ο Λόρδ Κόχραν προ ημερών έφθασε ο οποίος έκαμε ναυτικήν Μοίραν και επήγε προς αντίκρυτα του εχθρικού στόλου και είπεν όμως ότι δεν πατεί την χώραν της Ελλάδος εάν δεν φέρει εχθρικά καράβια.
Τη 17 Μαρτίου 1827, Στρατόπεδον
Κερατσινίου
ΚΑΡΑΗΣΚΑΚΗΣ
Η επόμενη επιστολή είναι του 1830, όταν πια έχει αναλάβει Κυβερνήτης ο Καποδίστριας. Τι ακριβώς συνέβη τότε;
Ο Δήμος Τσέλιος είναι εκείνη την εποχή Στρατηγός με τον τίτλο του χιλιάρχου (διοικεί χίλιους άντρες) και τον αντίστοιχο στρατιωτικό μισθό.
Διοικεί στρατιωτικά δυνάμεις στην Δυτική Ελλάδα με έδρα το κάστρο της Βόνιτσας. Οι αψιμαχίες με τους αδυνατισμένους πια Τούρκους συνεχίζονται αραιά, αλλά τα εδάφη αυτά είναι πλέον ελεύθερα, Ελληνικά, χάρη στον αγώνα. Όταν αναλαμβάνει όμως τοποτηρητής στην Στερεά Ελλάδα ο αυταδερφός του Κυβερνήτη Αυγουστίνος Καποδίστριας, για λόγους οικονομικών περικοπών του νεοσύστατου κράτους αλλά και άγνοιας της ιστορίας και των θυσιών του Τσέλιου και των άλλων λαϊκών αγωνιστών, υποβιβάζει τον Δήμο Τσέλιο σε πεντακοσίαρχο, μειώνοντάς του αντίστοιχα τον έτσι κι αλλιώς πενιχρό μισθό. Ο Μεγανησιώτης ήρωας διαμαρτύρεται δικαίως με επιστολές του στον Κυβερνήτη, ο οποίος κάποια στιγμή ευαισθητοποιείται και του απαντά κατευναστικά:
Πραγματικά, μετά από έναν περίπου χρόνο, το 1831, με νέα απόφαση, ο Δήμος Τσέλιος αποκαθίσταται και επανέρχεται στην ανώτερη στρατιωτική βαθμίδα του χιλίαρχου:
22 Σεπτεμβρίου 1829 Βόνιτσα
Κατάλογος των Γενικών Αρχείων του Κράτους που αναφέρονται σε αυτόν οι αξιωματικοί του Δήμου Τσέλιου και υπογράφεται από τον ίδιον κάτω δεξιά.
ΠΗΓΕΣ:
Κυριάκου Σκιαθά «Τα ερωτικά
του 21, Τόμος 2ος», Εκδόσεις Διαπολιτισμός
Κουμουτσοπούλου Ευδοξία
(1930), «Ο στρατηγός Δήμος Τσέλιος», Αθήνα: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου
Έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής
των Ελλήνων (1984), «Ο Γεώργιος Τερτσέτης και τα Ευρισκόμενα Έργα του»,
Γ.Α.Κ.
https://xiromeronews.blogspot.com
Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής.
Share