Η Ιστορία ενός περιπετειώδους ταξιδιού

Με απρόοπτο πρωταγωνιστή τον Τάκη Παπαποστόλου
Και Αγρινιώτικες μαθητικές αναμνήσεις
Το κείμενο μας το έστειλε ο
παλαίμαχος ποδοσφαιριστής
 του Παναιτωλικού
 κ. Βασίλης Σταρακάς.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1963, Σάββατο πρωί, η ομάδα του Παναιτωλικού αναχώρησε από το Αγρίνιο για τη Χίο όπου την επόμενη μέρα το απόγευμα θα αντιμετώπιζε την τοπική ομάδα με το όνομα Μικρασιατική.
 Ήταν ένας αγώνας του δευτέρου γύρου για το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής. Στον πρώτο γύρο, στο Αγρίνιο, στις 7/10/62 είχαμε κερδίσει με 3-1.
Ο νεαρός τότε Τάκης Παπαποστόλου, για τον οποίο η Αθλητική ΗΧΩ είχε ειδικό εγκωμιαστικό αφιέρωμα την επόμενη ημέρα, είχε πετύχει δύο γκολ και ένα ο Γ. Παπαδόπουλος (Γάλλος).
Η ώρα στο λεωφορείο περνούσε με τραγούδι, που επικεφαλής της πρόχειρης χορωδίας ήταν ο Τάκης Παπαποστόλου με την κιθάρα του, ο οποίος από μικρός έκρυβε μέσα του ένα ακόμη ταλέντο και ένα πάθος για τη μουσική στην οποία τελικά αφοσιώθηκε και εξελίχθηκε όπως όλοι ξέρουμε σε έναν μεγάλο μουσικό. Επίσης λύναμε σταυρόλεξα, λέγαμε ανέκδοτα και γίνονταν το απαραίτητο …φροντιστήριο από τους μεγαλύτερους στους μικρότερους «για να ξυπνήσετε» όπως χαρακτηριστικά μας λέγανε.
 Κοντά στο μεσημέρι φτάσαμε στη Λυκοποριά όπου κάναμε στάση για φαγητό. (Πράσινο λεωφορείο, δρόμος όλο λακκούβες, ferry, παλαιά εθνική οδός, πολύωρο το ταξίδι για την Αθήνα τότε).
Στη συνέχεια ολοταχώς για το λιμάνι του Πειραιά γιατί η Χίος τότε δεν είχε αεροπορική σύνδεση. Επιβιβαστήκαμε λοιπόν στο πλοίο «Κολοκοτρώνης», τεράστιο για την εποχή, μέτριας όμως ταχύτητας και απογευματάκι σαλπάραμε. Όλα τα μέλη της αποστολής καθίσαμε στο σαλόνι γύρω από τον βιρτουόζο στην κιθάρα και τη γλυκιά φωνή Τάκη Παπαποστόλου, ο οποίος δημιούργησε μια πολύ ευχάριστη και κεφάτη ατμόσφαιρα. Στην παρέα μας προστέθηκαν και αρκετοί άγνωστοι επιβάτες.
Μετά από 2-3 ώρες το πλοίο άρχισε να κουνάει αρκετά. Η εμπειρία που είχαμε σχεδόν όλοι εμείς οι στεριανοί μέχρι τότε από θαλασσινά ταξίδια και από κούνημα πλοίου ήταν που κάποιες φορές λόγω καιρού στο πέρασμα Ρίου – Αντιρρίου, το φέρρυ, είχε μια δυσκολία, όχι όμως παραπάνω από μισή ώρα. Εδώ τώρα έβλεπες ταξιδιώτες να πέφτουν επάνω στα τραπέζια σα μεθυσμένοι ή ο ένας επάνω στον άλλο. Άσε τα φλιτζάνια, κύπελλα και ποτήρια από το μπαρ που κυλούσαν με κρότο από τη μια άκρη του σαλονιού στην άλλη. Δεν μπορούσες να κάνεις βήμα χωρίς να κρατιέσαι από κάπου.
Στην αρχή εμείς καθισμένοι στους καναπέδες διασκεδάζαμε με όλα αυτά γιατί μας φαίνονταν αστεία. Εν τω μεταξύ η θαλασσοταραχή δυνάμωνε και παράλληλα με την πνιγερή ατμόσφαιρα από τον καπνό των τσιγάρων μας δημιουργήθηκε ένα έντονο αίσθημα ναυτίας και είχαμε ακόμη ολόκληρη νύχτα ταλαιπωρίας μέχρι να φτάσουμε στη Χίο.
Ο προπονητής μας – Σωτήρης Καρποδίνης –  μας έστειλε στις καμπίνες. Ήταν ανήσυχος γιατί τότε δεν επιτρεπόταν καμιά  αλλαγή κατά τη διάρκεια του αγώνα, όχι μόνο για μια ξαφνική αδιαθεσία ποδοσφαιριστή αλλά ούτε για σοβαρό τραυματισμό. Γι αυτό λοιπόν έπρεπε όλοι οι παίκτες που θα ξεκινούσαν τον αγώνα να είναι απολύτως υγιείς.
Πηγαίνοντας με δυσκολία στις καμπίνες μας άρχισαν οι «εξαγωγές». Στην ίδια καμπίνα με εμένα και τον Τάκη ήταν ακόμη ο Θεόφιλος Ντόκας, ο Μήτσος  Μπάθας (μαθητές και οι τέσσερις), ο Βασίλης Μήτσου, ο Αριστείδης Μπαρχαμπάς και ο Σπύρος Νικολάου (ψείρας).
Ο Σπύρος ήταν πολύ άνετος γιατί καθώς είχε υπηρετήσει 30 μήνες στο ναυτικό ήταν συνηθισμένος στην θαλασσοταραχή. Μας προσέφερε μεγάλη βοήθεια τις δύσκολες αυτές ώρες του ταξιδιού, με το να μας δίνει κουράγιο και να μας εφοδιάζει με χάρτινες σακούλες για τον εμετό. Εκτός όμως από το συνεχές ταρακούνημα που μας είχε φτάσει στο όριο της ημικρανίας, ένας φριχτός ήχος, ένα τρίξιμο που έκανε το καράβι κατά διαστήματα λες και θα διαλυόταν, μας τρόμαζε πολύ και όλοι μας σταυροκοπιόμασταν.
Πρωινές ώρες φτάσαμε στη Χίο και καταλύσαμε στο νεότευκτο τότε και πολυτελές ξενοδοχείο «Χανδρής» και σχεδόν με τα ρούχα μας πέσαμε για ύπνο. Στις 3 το μεσημέρι ξεκίνησε ο αγώνας, που παρά την ατονία που όλοι νιώθαμε, τον  κερδίσαμε άνετα 4-0 (μέτρια η ομάδα τους).
Με το τέλος του αγώνα φύγαμε για το πλοίο το οποίο σε λίγο θα αναχωρούσε. (Εάν μαντεύαμε την Οδύσσεια της επιστροφής θα περιμέναμε να έρθει …καλοκαίρι για να φύγουμε από το νησί).
Στην τραπεζαρία μας σέρβιραν ένα στεγνό φαγητό που οι ίδιοι παραγγείλαμε για να μην έχουμε πάλι ανακατωσούρες, αφού η πρόβλεψη ήταν ότι ανοιχτά έχει αρκετά Μποφώρ. Πολύ νωρίς πήγαμε στις καμπίνες. Με την ταλαιπωρία που είχαμε πέσαμε σε βαθύ ύπνο και ούτε καταλάβαμε πότε ήρθε το πρωί. Μόλις ξυπνήσαμε σχεδόν πανηγυρίζαμε που είχαμε τόσο καλό ταξίδι όταν άνοιξε η πόρτα και ο Σπύρος που γύριζε από καφέ μας είπε ότι δεν φύγαμε ποτέ και είμαστε «δεμένοι» γιατί το λιμεναρχείο είχε εκδώσει απαγορευτικό! Μέχρι την Τρίτη το βράδυ ήμασταν στο λιμάνι. Τότε μας ειδοποιούν ότι ο καπετάνιος, με δική του ευθύνη, σήκωσε την άγκυρα και φουλ για Πειραιά.
Μετά από 1 η 2 ώρες ζήσαμε στην πραγματικότητα τον μύθο της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ο φιλότιμος Σπύρος αποδείχθηκε ανεκτίμητος φίλος άλλη μια φορά. Με τι ταχύτητα έπαιρνε και μας έφερνε τις χάρτινες σακούλες δεν λέγεται.
Κάποια στιγμή ο κακοδιάθετος Λαλάκης (Ντόκας) που είχε χάσει την αίσθηση της ισορροπίας και ήταν μόνιμα ξαπλωμένος είπε στον Τάκη: «Ρε Τάκη παίξε κανένα πένθιμο με την κιθάρα, δεν βλέπεις ότι χανόμαστε;».  Άκεφος ο Τάκης από τον ίλιγγο δεν είχε κουράγιο να πει ούτε μια λέξη.
Κατά τις 10 το πρωί πιάσαμε λιμάνι.
Ικανοποιημένοι που ζούσαμε αλλά και που δεν πάθαμε αφυδάτωση ντυθήκαμε βιαστικά και επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν που μας περίμενε στην προκυμαία. Η οδύσσεια πήρε τέλος. (κάποιοι μόλις πάτησαν στεριά έσκυψαν και φίλησαν τα … τσιμέντα).
Ο Τάκης Παπαποστόλου απαρηγόρητος μας έδειχνε το παντελόνι του που έπλεε επάνω του. « Θα στενοχωρηθούν πολύ οι γονείς μου που έχασα τόσα κιλά», έλεγε και ξανάλεγε πικραμένος. «Αισθάνομαι μεγάλη αδυναμία».
Σε μια στιγμή καταφθάνει ένας καμαρότος.
Μπαίνει μέσα στο πούλμαν, αναζητά τον Τάκη και του αναγγέλλει ότι τον ζητάει ο Βασίλης Μήτσου και να πάει γρήγορα στην καμπίνα.
Χωρίς καθυστέρηση ήρθαν χαμογελώντας και οι δύο στο πούλμαν το οποίο αναχώρησε για Αγρίνιο. Με αυτά που μας είπαν ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια. Ο Βασίλης που είχε μεγάλη αδυναμία στον Τάκη, και είχε μείνει τελευταίος στη καμπίνα, όταν πήγε να βάλει το παντελόνι δεν του έμπαινε με τίποτα. Προηγουμένως, ο Τάκης πάνω στη ζαλάδα του, φόρεσε το παντελόνι του Βασίλη που είχε το ίδιο χρώμα με το δικό του. Σημειώνω εδώ ότι ο Βασίλης είχε λίγο κοιλίτσα τότε και καμιά δεκαριά κιλά παραπάνω από το κυπαρισσένιο κορμί του Τάκη. Έτσι εξηγήθηκε και το απότομο …αδυνάτισμα του Τάκη του οποίου το ηθικό αμέσως ανέβηκε στα ύψη.
Πέμπτη πρωί τέσσερις χαρούμενες … Πηνελόπες – άσχετες με το πλέξιμο –   στηριγμένες στα σιδερένια κάγκελα της ταράτσας του θηλέων έστελναν ευχάριστα μηνύματα με τη μέθοδο της … νοηματικής σε τέσσερις παραλίγο ναυαγούς που ήταν αγκυροβολημένοι στο συνηθισμένο για το καθένα ζευγαράκι πόστο κάτω από τη «δική τους» νεραντζιά.
Το ταξίδι αυτό μας στοίχισε 4x5=20 απουσίες γιατί τότε κάναμε σχολείο και το Σάββατο.
Πολλές λοιπόν … υποχρεώσεις από τις μικρές ακόμη τάξεις του Γυμνασίου: Καθημερινές προπονήσεις, ένα «ριψοκίνδυνο» πέρασμα – αφού υπήρχε απαγορευτικό – από τα σφαιριστήρια του Κανατά, για να θαυμάσουμε τον Τάκη Ράφα στο μπιλιάρδο, που έκανε επίδειξη στις τρίσποντες καραμπόλες, αλλά να ενημερωθούμε και για τα τελευταία τραγούδια από το ηλεκτρόφωνο. Και αυτός ο Κανατάς πήγε και άνοιξε μέσα στο κέντρο του Αγρινίου, στο υπόγειο του σημερινού ξενοδοχείου «ΛΗΤΩ» με κοινή είσοδο – έξοδο από την πλατεία Μπέλλου, που σε πιθανή έφοδο καθηγητών – και ήταν συχνές – ήσουν εγκλωβισμένος. Στο ισόγειο του τότε κτηρίου ήταν οι νεωτερισμοί του Λεωνίδα Σταθόπουλου και δίπλα θυμάμαι ήταν το φαναρτζίδικο του Τζίμα.
 Α, να πάμε και δυο φορές την εβδομάδα – κρυφά – στον κινηματογράφο Παλλάς ή στο Αττικόν να δούμε κάποιο καουμπόικο ή Ζορρό ή Ταρζάν. Θυμάμαι όταν κάποιες σκηνές μας ενθουσίαζαν πολύ, χτυπάγαμε με δύναμη τα πόδια μας στο ξύλινο πάτωμα του εξώστη, δημιουργώντας εκκωφαντική ατμόσφαιρα και ο Ανόρος συχνά μας έκανε παρατηρήσεις.
Δεν άργησε όμως πολύ να πάμε στις μεγαλύτερες τάξεις, σοβαρευτήκαμε λίγο αφού φορέσαμε και μακριά παντελόνια, οπότε να μην κάνουμε και καμιά 30ρια ανεβοκατεβάσματα την ημέρα στο νυφοπάζαρο της Παπαστράτου; Να μην πάμε και σε κανένα ρεφενέ – να βγει το Βερμούτ και το αράπικο φιστίκι – απογευματινοβραδυνό παρτάκι, όπου πάντα σχεδόν μία ντάμα αντιστοιχούσε σε τέσσερις-πέντε καβαλιέρους; (έτσι και κυκλοφορούσε τότε μαθήτρια μετά τη δύση του ηλίου χωρίς την μπλε ποδιά και την κορδέλα και έπεφτε στην αντίληψη των… Ταλιμπάν  την περίμενε … λιθοβολισμός).
Μήπως και εμάς τα γυμνασιόπαιδα ίδια τύχη δεν μας περίμενε όταν μας βλέπανε έξω – κάποιοι καθηγητές – χωρίς πηλίκιο; Πρωί πρωί μας περίμενε μια «διήμερη» ή για τους υπότροπους «τριήμερη» αλλά αυτό δεν ήταν το μεγάλο πρόβλημα για μας.
Εκείνο που μας έκαιγε ήταν να μην μάθουν για την αποβολή στο σπίτι και έχουμε «γκρίνια και των … γονέων».
Η κλασική λύση για να μην υποψιαστούν τίποτα οι δικοί μας ήταν μια αλάνθαστη μέθοδος που κληρονομήσαμε από προηγούμενους «καψοκαλύβες», συγκεκριμένα φεύγαμε από το σπίτι την κανονική ώρα για το σχολείο με τα βιβλία στο χέρι, και μόλις φτάναμε στην είσοδο για το γυμνάσιο κάναμε ένα βήμα αριστερά και μπαίναμε στο πάρκο αφού και οι δύο είσοδοι ήταν δίπλα – δίπλα.
Πηγαίναμε στην αίθουσα του κέντρου όπου συναντούσαμε τους ημερήσιους «σκασιάρχες», πίναμε τον καφέ μας ή τσάι ακούγοντας το ηλεκτρόφωνο που έπαιζε ασταμάτητα. Πολλές φορές ανοίγαμε την ένταση λίγο παραπάνω – από μεράκι – και οι ιδιοκτήτες του κέντρου Γιώργος Μοσχολιός ή ο Στάθης Ροκόφυλλος με το δίκιο τους μας κατσάδιαζαν.
Κάποια άλλη ομάδα σκασιαρχών και αποβληθέντων όταν έφταναν στις δύο εισόδους για να μας πουλήσουν φιγούρα ότι υπάρχει «αμόρε» έριχναν το βλέμμα τους στην ταράτσα του θηλέων και δήθεν «σεκλετισμένοι» γιατί δεν υπήρξε έστω οπτική επικοινωνία αγόραζαν από ένα μικρό πακέτο τσιγάρα – Καρέλια Αγρινίου ή 5 νούμερο – από το περίπτερο του Βασίλη Πανάκη που ήταν δίπλα και πήγαιναν στο καφέ «Νυχτερίδα» του Βασίλη Αϋφαντόπουλου που ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, λίγο δε πιο πάνω υπήρχε το οικογενειακό κέντρο «Χαραυγή».
Η διασκέδαση στην ιστορική «Νυχτερίδα» ήταν η κολτσίνα. Υπήρχε δε μεγάλη ασφάλεια εκεί αφού για τον φόβο των … Ιουδαίων όλα τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με σκούρες κουρτίνες και το σπουδαιότερο ο Βασίλης ήταν «φύλακας άγγελος».
Η χαρτοπαιξία ήταν πολύ βαρύ αμάρτημα και οι συλληφθέντες, αν τους είχαν και άλλλα μαζεμένα, αποβάλλονταν δια παντός από το Γυμνάσιο και αναγκάζονταν να συνεχίσουν σε αυτό της Παραβόλας ή του Νεοχωρίου ή στο ιδιωτικό του Βούλγαρη στις Παπαδάτες Μακρυνείας. Βαρυποινίτες βέβαια είχαμε και εμείς, από Πάτρα, Αστακό κλπ.
Μετά λοιπόν από τόσες … σκοτούρες που είχαμε άντε να σου μείνει χρόνος για διάβασμα.
Ήταν δυνατόν να βγάλεις την τάξη με την πρώτη χρονιά; Και από πάνω είχα και την γκρίνια. « Έλεος ρε Μάνα  ποιός είμαι να τα προκάνω όλα; Ο Βέγγος;»
Βασίλης
Σταρακάς
Παλαίμαχος
Ποδοσφαιριστής Παναιτωλικού
        
 
Υ.Γ. Εννοείται ότι οι χαρακτηρισμοί «Ταλιμπάν» και «Ιουδαίοι» αναφέρονται χάριν αστεϊσμού, παρ όλο που τα κατακέφαλα από μερικούς καθηγητές μας, στις μικρές τάξεις, έπεφταν σαν το …χαλάζι, και που να βρεις το …δίκιο σου. Έλεγες κάτι στους γονείς σου και ξεκίναγε δεύτερος «γύρος».
 Ορισμένες φορές όμως, ειδικά στις μικρές τάξεις, έπρεπε να τους ενημερώσουμε, γιατί για να σε δεχτούν στο σχολείο μετά από κάποιες αταξίες – όπως αν δε φορούσες πηλίκιο, δεν βρήκαν χαρτάκι με το όνομά σου μετά τον κυριακάτικο εκκλησιασμό, έκανες επίτηδες αναριθμητισμό στο καπέλο σου, δεν ήσουν κουρεμένος κλπ – έπρεπε να συνοδεύεσαι από τον κηδεμόνα σου.
Σε τέτοιες περιπτώσεις θυμάμαι τη «γλυκιά» μου Μάνα με ένα τσόκαρο στο χέρι και «γκαπ» στην πλάτη «…για να γίνεις άνθρωπος. Όλη μέρα μπάλα στην αλάνα του Ζούρκα, πας για τα 14 και μας ντροπιάζεις ακόμα». Δεν προλάβαινε δεύτερη, γιατί γινόμουνα καπνός.  Και το βράδυ δώστου χάδια κατήχηση για να «φρονιμέψω». (Ο φίλαθλος πατέρας σύμμαχος μου, σε αντίθεση με αυτούς των φίλων μου). Τώρα αν ένας καθηγητής στραβοκοιτάξει μαθητή, που καπνίζει στο προαύλιο, ή τον παρατηρήσει για ανάγωγη συμπεριφορά, παίρνει τηλέφωνο στο κινητό την παρέα του και το πρωί υπάρχει κατάληψη για καμιά εβδομάδα. Τα μεσημέρια δε, εμείς οι γονείς, τους πηγαίνουμε φαγητό, γιατί αυτά δεν ευκαιρούν, φυλάσσουν …«Θερμοπύλες». Αμ και οι παρελάσεις των απανταχού θηλέων που στο ντύσιμο δεν διαφέρουν από πασαρέλα; Τα φέρνω από δω, τα φέρνω από κει, τελικά ψηφίζω … «Ταλιμπάν» , «κατακέφαλα» και «τσοκαριές».


Share

 

~Αγρίνιο…Γλυκές Μνήμες~

Visited 4 times, 1 visit(s) today