Η αφήγηση αφορά τον Παπανίκο Γιάννη του Σταύρου και της Παναγιώτας.
Στο κοντινό χωριό Αβόρανη, αχάραγα ακόμα, μια μάνα, χωμένη στις στάχτες του τζακιού πάλευε ν΄ανάψει τη φωτιά. Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, κι όπως το καλεί ο χαρακτήρας της μέρας, ήταν θλιμμένη. Ψιλόβρεχε. Ξάφνου ριπές όπλων έσχισαν την ησυχία της αυγής κι έφτασαν ως τ΄ αυτιά της κι ακόμα πέρα.
Πετάχτηκε όρθια αλαφιασμένη κι έπιασε το κεφαλομάντηλο που ΄χε γλιστρήσει στους ώμους της. Μια σκοτεινιά την κατέκλυσε, μια στιγμιαία ζάλη την ανάγκασε να στηριχτεί στην προεξοχή του τζακιού. Η καρδιά αναπήδησε, το στομάχι δέθηκε κόμπος. Κείνη την ίδια στιγμή ήξερε… Ο πρωτότοκός της, ο Γιάννης της, που έλειπε από τις 17 Μαρτίου διέτρεχε κίνδυνο. Έδεσε σφιχτά κάτω απ΄το σαγόνι της το λυμμένο κεφαλομάντηλο και ξεχύθηκε τρέχοντας έξω απ ΄ το μικρό χωριατόσπιτο.
Άρχισε να τρέχει προς τις ριπές. Ανά πέντε, ίσως και δέκα λεπτά οι ριπές επαναλαμβάνονταν πάλι και πάλι… Εκείνη έτρεχε, μόνο έτρεχε και ζύγωνε. Να προλάβει… Αλήθεια, τί;
Τρεις Έλληνες ήταν εκείνοι που ήρθαν και τον έψαχναν στο σπίτι τους. Δεν ήταν εκεί. Του την έστησαν και τον έπιασαν. Η κατηγορία “Αντεθνική Δράση”. Δεν την κατάλαβε ποτέ αυτή την κατηγορία. Το παιδί της αγαπούσε την Ελλάδα και πάλευε για τη Λευτεριά της. Έτσι της είχε πει, και το πίστευε το παιδί της. “Λάθος θα έκαναν” είπε μέσα της, “σύντομα θα τον αφήσουν”. Τα ίδια της είχε πει κι εκείνος, τη μια φορά, που της επέτρεψαν να τον δει στις φυλακές της Αγίας Τριάδας όπου τον κρατούσαν, μαζί με πολλούς άλλους.
Είχε όνειρα για το πρωτότοκο αρσενικό παιδί της. Να σπουδάσει, να γίνει γραμματιζούμενος, χρήσιμος άνθρωπος. Και τά ΄παιρνε τα γράμματα. Ο πόλεμος ανέκοψε τα όνειρά του . Θα συνέχιζε μόλις λευτερωνόταν η πατρίδα. Από κοντά έρχονταν άλλα δυο μικρότερα αρσενικά που ήταν σίγουρη πως θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Να τελειώσουν το Σχολειό, να σπουδάσουν, να ζήσουν καλύτερα.
Οι μέρες περνούσαν, κι εκείνη περίμενε με λαχτάρα. Πρόσμενε. Άφηνε το βλέμμα της να χαθεί στο βάθος του δρόμου και πάλευε να διακρίνει την λεβεντόκορμη φιγούρα του να προβάλει, να την πλησιάζει κι άνοιγε τα χέρια της να κλείσει μέσα τους τα είκοσι χρόνια του.
Δεν ήρθε όμως αυτή η στιγμή που ονειρευόταν. Και τώρα πλησίαζε… Αλήθεια πού;… Τί την περίμενε εκεί;… Πέρασε την Αγία Βαρβάρα χωρίς να έχει σταθεί λεπτό. Σταυροκοπήθηκε βιαστικά, μια τελευταία, απελπισμένη προσευχή: “βόηθα τον Παναγία μου”. Πλησίαζε στο Βωμό…
Φυλακές Αγίας Τριάδος |
Κόσμος πολύς μαζεμένος. Έσπρωξε… Εκτόπισε… Πλησίασε… Εκατό περίπου μέτρα μακριά της, σωρός τα πτώματα. Έκανε να προχωρήσει, μια ξιφολόγχη ακούμπησε απειλητικά το στήθος της. Έφραξε με την παλάμη το στόμα της κι άκουσε γύρω της το θρήνο που ξεσηκωνόταν απ΄ το συγκεντρωμένο πλήθος, και τις καμπάνες που χτυπούσαν πένθιμα… Ήταν, άραγε, ανάμεσα στους σκοτωμένους και το δικό της παιδί; Μιά σειρά από οπλισμένους γερμανοτσολιάδες, με προτεταμένα τα όπλα τους προς το πλήθος, δημιούργησαν ένα αδιαπέραστο τείχος και την εμπόδιζε να πλησιάσει, να ψάξει μέσα στο φρεσκοσκαμμένο λάκκο το βλαστάρι της.
Κάποιος ανηψιός της, που την ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα, έφυγε για την πλατεία να δει, να αναγνωρίσει τους κρεμασμένους. Τρεις ήταν, λέει… Δεν ήταν ο Γιάννης ανάμεσά τους. Μέχρι να πάει και να ΄ρθει ένας απ΄τους συνεργάτες των εκτελεστών ανεβασμένος σ΄ ένα πεζούλι, ν΄ακούγεται καθαρά, διάβαζε με βροντερή φωνή, (πάσκιζε να σκεπάσει το θρήνο, τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής, ή μήπως και τη συνείδησή του;) τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Έκανε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, ένα προσκλητήριο νεκρών. Το πρώτο προκλητήριο νεκρών, όπου κανείς δεν φώναξε «ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!!», όπως τους άρμοζε! Με σκισμένη την καρδιά στα δύο, άκουγε – άκουγε – άκουγε … Παπανίκος Γιάννης… Ο Γιάννης της!!!
Δεν της τον έδωσαν, να αγκαλιάσει το άψυχο κορμί του, να τον πλύνει, να τον ντύσει, να τον χτενίσει. Να τον στολίσει γαμπρό, πριν τον παραδώσει στη γη. Να χαιδέψει τα μαύρα του μαλλιά, να ασπαστεί το πρόσωπό του! Να του βάλει στο πέτο ένα από κείνα τα τριανταφυλλάκια της αυλής τους, που τόσο του άρεσαν! Της στέρησαν το νυχτέρι του!
Τους παράχωσαν όλους μαζί, εκατόν είκοσι νοματαίους, εκεί πίσω απ΄την Αγία Τριάδα.
Από το αναμνηστικό λεύκωμα της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ http://eteriafotografizontas.blogspot.com/ |
Μαυροφορέθηκε την ίδια μέρα κι όσο ζούσε, τη θυμάμαι πάντα με μαύρα. Ο καημός του Γιάννη της δεν γιατρεύτηκε ποτέ.
“Αλήθεια, Θεέ μου σχώραμε, η Αγία Τριάδα που κοίταζε κείνη την ώρα;”, έλεγε χρόνια μετά, που βρήκε το κουράγιο και τη δύναμη να μιλήσει για κείνη τη μέρα. Κι όταν ήθελε να αναφερθεί στους εκτελεστές του γυιού της, έλεγε «οι σταυρωτήδες».
«Ανάθεμα στους προδότες», έλεγε, κάθε φορά που σκεφτόταν πόσο διαφορετικά θα είχε εξελιχθεί η ζωή όλων τους, αν δεν είχε γίνει τότε το κακό. Το παιδί της δεν χάθηκε σε κάποιο πεδίο μάχης, σ΄ έναν πόλεμο όπου κρατούσε όπλο για να υπερασπισθεί την πατρίδα και τη ζωή του. Δεν υπέκυψε σε κάποια ανίατη αρρώστεια. Δεν υπήρξε θύμα ενός ατυχήματος. Δεν τον πήρε μαζί του μιά πλημμύρα, ένας κεραυνός. Να σηκώσει τα μάτια και τα χέρια στον ουρανό να φωνάξει «στα χέρια σου είμαστε θεέ μου, χάρισε ζωή στα υπόλοιπα παιδιά μου». Να ψάξει, να βρει παρηγοριά.
Συμπατριώτες τον είχαν συλλάβει και τον είχαν παραδώσει στους κατακτητές, σαν εχθρό του Έθνους. Από πού κι ως πού, οι κατακτητές της πατρίδας ήταν ταυτόχρονα και οι προστάτες της; Από πού κι ως πού, τα παλληκάρια που πάλευαν για τη λευτεριά της πατρίδας αποτελούσαν κίνδυνο για το Έθνος, ήταν εχθροί του κι έπρεπε να τιμωρηθούν; Ποιοί ήταν τελικά οι πραγματικοί Έλληνες; Εκείνοι που πολεμούσαν τους Γερμανούς ή εκείνοι που συνεργάζονταν μαζί τους; Δεν μπορούσε το μυαλό της να χωρέσει αυτόν τον παραλογισμό.
Και δεν παρηγορήθηκε ποτέ, για τον άδικο χαμό του Γιάννη της. Πάντα την έπνιγε ένας κόμπος και τα μάτια της υγραίνονταν, κάθε φορά που επέμενα να μου μιλήσει για κείνη τη μέρα. Έβγαζε απ΄ τον αστρέχα του αχυρώνα ένα καταπονημένο φύλλο εφημερίδας, που είχε κασταχωνιασμένο, μου το έτεινε και μού ΄λεγε: «γράμματα ξέρεις, διάβασε δυνατά ν΄ακούω κι εγώ». Ήταν το φύλλο του Σαββάτου, 15 Απριλίου 1944 εφημερίδας «ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ» όπου είχε καταχωρηθεί η εκδοχή των «σταυρωτήδων»:
Νιόβγαλτοι ήλιοι που έδυσαν με βία, λίγο μετά την ανατολή τους. Λουσμένοι ακόμα στο λυκαυγές της νιότης τους, στάθηκαν απέναντι στα πολυβόλα.
Το τελευταίο τραγούδι που άκουσαν ήταν το κροτάλισμα των ριπών και τα γόνατά τους λύγισαν μια για πάντα. Δεν εφράνθηκαν το πρωινό λάλημα των πουλιών που διαλαλούσαν την άνοιξη.
Το τελευταίο άγγιγμα που ένιωσαν ήταν το χτύπημα του υποκόπανου των όπλων των φρουρών τους. Δεν αφέθηκαν γλυκά νωχελικά στο στοργικό χάδι της μάνας ή στο γλυκό άγγιγμα της αγαπημένης.
Η τελευταία οσμή που τους πλημμύρισε ήταν του ζεστού αχνιστού αίματος, του δικού τους αίματος, που πότισε τις πασχαλιές και τα χαμομήλια τ΄Απρίλη. Δεν ήταν το γλυκό άρωμα που η αγουροξυπνημένη φύση άφηνε ολόγυρα με τα υπέροχα δημιουργήματά της.
Η τελευταία γεύση ήταν πικρή. Όσο πικρή είναι η απογοήτευση για τα όνειρα που ναυάγησαν και καταποντίστηκαν στα “άπατα” της φουρτουνιασμένης θάλασσας που έδερνε την πατρίδα μας.
Η τελευταία εικόνα, που πήραν τα μάτια τους πριν βασιλέψουν για πάντα, ήταν η σκληράδα και το μίσος στο βλέμμα των εκτελεστών και των συνεργατών τους. Ήταν οι κάνες των όπλων που στήθηκαν απέναντι στα στήθη τους και δεν ντράπηκαν και να υποκλιθούν μπροστά στα νιάτα τους.
Κάποιος απ΄ τους φρουρούς του, δικός μας ήταν, Έλληνας, πριν τον παραδώσει στο εκτελεστικό απόσπασμα του είπε να τρέξει, να φύγει, να γλυτώσει κι εκείνος θα έκανε τα στραβά μάτια, θα τον κάλυπτε. Ήταν γνωστός του απ΄ τα χρόνια πριν τον πόλεμο. Ο Γιάννης δεν είχε λόγο να μην πιστέψει τα λόγια του. Μπροστά του είχε τον ανοιχτό λάκκο που κατάπινε αχόρταγα τους εκτελεσμένους και δίπλα είδε τη μικρή πλαγιά του ρέματος, το δρόμο διαφυγής του. Ποιες σκέψεις πέρασαν σαν αστραπή απ΄ το μυαλό του κείνες τις στιγμές; Ρίχτηκε με ορμή να ανέβει και να χαθεί απ΄ τα μάτια των εκτελεστών. Δεν πρόλαβε. Μια ριπή, αποκλειστικά γι αυτόν, τον γάζωσε κι έπεσε εκεί στην ανηφορίτσα. Αυτός που πυροβόλησε ήταν άραγε ο ίδιος που του πούλησε την τελευταία ελπίδα γα τη σωτηρία του από σαδισμό; Κάποιος άλλος; Ποιος ξέρει;
Πέρασαν πολλά ταραγμένα χρόνια μέχρι να σιγήσουν τα όπλα κι ακόμα πιο πολλά μέχρι να αναγνωριστεί επίσημα απ΄το Ελληνικό Κράτος η αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών ως πράξη Εθνικά επιβεβλημένη. Να βρει, κατά κάποιο τρόπο, δικαίωση η εκτέλεση – θυσία του γυιού της και των συντρόφων του, κείνο το μουχλιασμένο πρωινό του Απρίλη.
Για πολλά – πολλά χρόνια μετά, τίποτα δεν θύμιζε στους νεότερους τί είχε γίνει εκεί, τη Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απρίλη του ΄44.
Παιδιά εμείς, μαθήτριες Γυμνασίου στη δεκαετία του ΄70 πατούσαμε το χώρο του μαρτυρίου καθώς πηγαινοερχόμασταν στο Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας , χωρίς να γνωρίζουμε ότι πατούσαμε πάνω σε πρόσφατα ματωμένα χώματα. Για μερικές από μας, «Ματωμένα Χώματα» ήταν μόνο εκείνα της Διδώς Σωτηρίου.