Η γειτονιά που ήταν το σπίτι μου στο Αγρίνιο βρίσκονταν στην οδό Μεγάλης Χώρας. Ο δρόμος αυτός άρχιζε από την πλατεία Χατζοπούλου, διέσχιζε όλη τη γειτονιά και κατέληγε στο Ζαπάντι, ένα χωριό που καλλιεργούνταν μόνο καπνά. Γι’ αυτό το χωριό θα μιλήσουμε αργότερα. Σήμερα, όταν επιστρέφω στη γειτονιά μου, όπου τώρα βρίσκεται το σπίτι των αδελφών μου, τρομάζω, γιατί τίποτα δεν μου θυμίζει την λουλουδοστολισμένη και κάτασπρη γειτονούλα μου.
Τι να πρωτοθυμηθώ Θεέ μου;
Τις λουλουδοστολισμένες αυλές και κήπους; Τους κάτασπρους τοίχους, τα πολύχρωμα ξύλινα παραθυρόφυλλα, το κολαρισμένα κουρτινάκια; Τους υπέροχους ασήμαντους ανθρώπους; Εκεί όλα τα σπίτια ήταν ένα, ο πόνος όλων ενώνονταν, η χαρά του ενός χαρά όλων και η λύπη του ενός μοιράζονταν σε όλους μέχρι να εξαφανιστεί.
Σε απόσταση 500 μέτρων από το σπίτι μας ήταν ο φούρνος του μπάρμπα-Βασίλη. Στεγάζονταν στο ισόγειο ενός μεγαλοπρεπούς σπιτιού, του σπιτιού των Μποκωραίων που ήταν παλιά και μεγάλη οικογένεια. Το μπροστινό μέρος του φούρνου ήταν καλυμμένο από μια μεγάλη τζαμαρία της οποίας τα παράθυρα ανεβοκατέβαιναν.
Στο εσωτερικό του φούρνου και στην προέκταση του ύψους της τζαμαρίας, ήταν ένας τεράστιος ξύλινος χοντρός πάγκος με δύο “πατώματα”.
Στο κάτω πάτωμα έμπαιναν τα ταψιά με τα φαγητά άψητα, στο πάνω μέρος έμπαιναν τα ταψιά με τα φαγητά ψημένα και τα ψωμιά τα φρεσκοψημένα.
Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν είχα αυτή την απόλαυση της όσφρησης, όσο στο φούρνο του μπάρμπα-Βασίλη. Επίσης μου έκαναν τρομερή εντύπωση τα τεράστια κούτσουρα που ήταν στοιβαγμένα έξω και που ο μπαρμπα-Βασίλης από το ξημέρωμα τα έβαζε στο φούρνο για να τον κάψει.
Για μένα όλα αυτά ήταν πηγή απόλαυσης· γι’ αυτό όταν γύριζα από το σχολείο το μεσημέρι, άφηνα την τσάντα μου και έτρεχα στο φούρνο με μιάμιση δραχμή στο χέρι για να πάρω τη φρατζόλα το μοσχομυριστό ψωμί κάτω από τη μασχάλη του ενός χεριού ενώ με το άλλο άνοιγα ένα μικρό τούνελ στην άκρη της φρατζόλας.
Ένα άλλο εντυπωσιακό μαγαζί ήταν το τσαγκαράδικο του μπαρμπα-Νίκου, κάνα-δυο σκαλοπάτια χαμηλότερα από το επίπεδο του δρόμου.
Όταν έμπαινες μέσα από τη μικρή τζαμένια πόρτα του, Θεέ μου, τι ήταν αυτό που αντίκρυζες; Μια θάλασσα από παπούτσια. Άρβυλα, μπότες, σκαρπίνια, ψηλοτάκουνα γυναικεία παπούτσια σε όλα τα χρώματα και σχέδια.
Ανάμεσα σ’ αυτή την παπουτσοθάλασσα ο καπετάνιος κυρ-Νίκος με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του και ποδιά κρεμασμένη από το λαιμό του στην οποία δεν δέσποζε κανένα συγκεκριμένο χρώμα, παρά ήταν ένα πάτσγουερκ από χίλια βερνίκια.
Στο ένα χέρι του κρατούσε το σφυρί και παίρνοντας πρόκες από το χοντρό τραπεζάκι, που στο επάνω μέρος του είχε χωρίσματα διαφόρων μεγεθών, κάρφωνε σόλες.Τακ-τακ το σφυρί, ανακάτευε τα πετσιά, συναρμολογούσε, έραβε και στο τέλος σήκωνε το τέλειο δημιούργημά του στο ύψος των ματιών του και καμάρωνε τραγουδώντας τραγούδια του Καζαντζίδη, που ακατάπαυστα τον συνόδευε από το τρανζίστορ στον πόνο και τον κόπο της ζωής του.
Εάν δεν αποσπούσες τα μάτια σου από τον κυρ-Νίκο και κοίταζες τους τοίχους, εκεί πια έβλεπες το “Σινεμά ο Παράδεισος”. Τι Μαίριλυν Μονρόε στην ανεπανάληπτη φωτογραφία της με το σηκωμένο κόκκινο φουστάνι, το πλατινέ μαλλί και το φοβερό της χαμόγελο και στο πάνω μέρος των χειλιών της να στέκεται περήφανη η μικρή ελίτσα, τι Φρανκ Σινάτρα, τι Άβα Γκάρντνερ, τι Σοφία Λόρεν με το ανεπανάληπτο μπούστο της, τι Υβόν Σανσόν, τι Κλαρκ Γκέιμπλ με το στραβό του μάγκικο χαμόγελο, ενώ στη μέση δέσποζε η «Χοντρή με το Ζαχαρία» στο εξώφυλλο του «Θησαυρού».
Θεέ μου, τι ανεπανάληπτο σχολείο ήταν η κάθε γωνιά αυτής της γειτονιάς.
Απέναντι από το τσαγκαράδικο του κυρ-Νίκου ήταν το «Καφενείο ο Σωτήρης».
Η επιγραφή του μαγαζιού στο πάνω μέρος της πόρτας ήταν πράσινη με διάφορα λευκά και ροζ λουλουδάκια, ζωγραφισμένα από κάποιον απλό ζωγράφο, με όλη όμως τη λαϊκή αυτούσια νοοτροπία· ανάμεσα στα λουλούδια και τα πουλιά της επιγραφής το όνομα «Σωτήρης».
Κατακάθαρο το πάτωμα από τσιμέντο, σκουπισμένο και πλυμένο από την χοντρή κυρα-Σωτήραινα, ενώ τα σιδερένια στρογγυλά τρίποδα μπλε τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες, περίμεναν κάθε μέρα τους ίδιους πελάτες, που με το μικρό ποτηράκι με το ούζο γίνονταν με τη φαντασία τους, αυτό που δεν κατάφεραν να γίνουν πραγματικά.
Ο κυρ-Σωτήρης με την τρυπητερή φωνή έκανε όλες τις πολιτικές αναλύσεις της εποχής και φαντάζονταν ότι αν ήταν δικηγόρος, ή βουλευτής, ή υπουργός, μια χαρά θα τα κατάφερνε με την άνεση του λόγου που διέθετε.
Τι απλοί και ευτυχισμένοι άνθρωποι, που μπορούσαν μες την απλότητα της ζωής να βρίσκουν την ευτυχία τους!!!
Όταν έμπαινε ο Μάης, στη γειτονιά μας άρχιζε ένα ασταμάτητο πήγαινε-έλα στο δρόμο από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
Το πρωινό άρχιζαν τα μπουλούκια των εργατών, ντυμένοι με το πολύχρωμα ρούχα τους και τα απαραίτητα μαντίλια στο κεφάλι, να πηγαίνουν προς το Ζαπάντι όπου γίνονταν η καλλιέργεια των καπνών.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη γραφικότητα αυτών των ανθρώπων που συζητώντας και κάνοντας με τα χέρια τους διάφορες συνοδευτικές κινήσεις σου έδιναν την εντύπωση ότι συμμετείχαν σε ένα τεράστιο θέατρο όπου έπαιζε ο καθένας τους το ρόλο της ζωής του.
Εγώ όπως τους έβλεπα ένιωθα ότι έπρεπε να τους χειροκροτήσω, τόσο πετυχημένοι ήταν στο σύνολο τους.
Μετά από κάποια ώρα όταν τελείωνε η παρέλαση των μπουλουκιών ακολουθούσαν τα διάφορα ρεσιτάλ.
Πρώτος και καλύτερος ο Αγγούρης καθισμένος πάνω στο κάρο του που το έσερνε ένα γερασμένο αλογάκι που πάντα το κεφαλάκι του ήταν στολισμένο με κάποιο χλωρό κλαράκι, ενώ πάνω στο κάρο ήταν τοποθετημένα 5-6 καφάσια με τη σοδειά του κήπου του Αγγούρη.
Φώναζε ο Αγγούρης τα μανάβικα του και στο τέλος κάδε διαφήμισης των προϊόντων του ακούγονταν η επωδός «Αγγούριαααα» – εξ’ ου και το όνομα που του είχαμε βγάλει-.
Γραφικός και καλοσυνάτος επέμενε να συγκεντρωθεί η παρέα μας και να του ζητήσουμε να κρεμαστούμε στο κάρο του. Όταν το ζητούσαμε και μας έδινε το ΟΚ κρεμιόμασταν σαν τσαμπιά σταφυλιών ανάμεσα από τις αραιές σανίδες του κάρου και μας πήγαινε τη βόλτα μας· μετά γυρίζαμε την ανηφόρα φωνάζοντας και αλαλάζοντας ευχαριστημένα και χαρούμενα.
Ένα άλλο πρόσωπο που μου έκανε εντύπωση στην παιδική μου ηλικία ήταν ο γανωτζής.
Ερχότανε κι αυτός σαν τα χελιδόνια την άνοιξη, έσπρωχνε απαλά την αυλόπορτα μας και έμπαινε στην αυλή μας κουβαλώντας στην πλάτη του ένα μεγάλο μαύρο σακί.
Φώναζε στη μαμά μου, “κυρα-Βασιλική ήρθα”, απίθωνε το σακί του στην πεζούλα, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και περίμενε τον καφέ που ήξερε ότι οπωσδήποτε θα του ετοίμαζε η μαμά μου. Όταν ο καφές ερχότανε, κάθονταν η μαμά κοντά του και εκείνος άρχιζε να της εξιστορεί τις δυσκολίες της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Τελείωνε τη διήγηση του με ένα «Δόξα σοι ο θεός» και μετά η μαμά μου του έφερνε όλα τα χαλκώματα που είχε για στίλβωμα.
Εκείνος με ιερή προσήλωση στο κάθε χάλκωμα εξέταζε την κατάστασή του και μετά άρχιζε το ατελείωτο τρίψιμο των χαλκωμάτων. Έτριβε-έτριβε και στο τέλος το χάλκωμα μεταμορφώνονταν στα χέρια του σε ένα πραγματικό κόσμημα. Το κοίταζε γεμάτος ικανοποίηση, περίμενε και την ανταπόκριση της κυράς και μετά φορτώνονταν το σακί του, έλεγε την καλή του κουβέντα και συνέχιζε, αυτός ο τιτάνας της ζωής, τον ατέλειωτο δρόμο της βιοπάλης.
Πολλές φορές σήμερα όταν κατεβαίνω στο Μοναστηράκι και βλέπω διάφορα παιδάκια να χορεύουν στο δρόμο για να εισπράξουν κάτι από τους περαστικούς, σαν κινηματογραφική ταινία έρχεται στο μυαλό μου η γυφτοπούλα η Χρυσούλα που κάθε πρωί Κυριακής έρχονταν στην αυλή μας μαζί με τον αγαπημένο της τον Αντρέα.
Ο Αντρέας ένα παλικάρι 18 χρονών χτυπούσε το μικρό του ταμπούρλο και η Χρυσούλα λικνίζονταν σα μικρή λυγαριά, τόσο όμορφα και τόσο γλυκά που νόμιζες ότι δεν ήταν άνθρωπος αλλά κάποιο μικρό ξωτικό που ξέφυγε από το δάσος και ήρθε να περιγελάσει τους ανθρώπους που ήταν τόσο άκομψοι και χοντροκομμένοι.
Θεέ μου πόσο βαθιά έχει χαραχτεί μέσα στο μυαλό μου η χάρη και η ομορφιά αυτής της μικρής νεραϊδούλας.
Όμως σ’ αυτή τη γειτονιά, όπως γενικά και στη ζωή, συνέβαιναν δυστυχώς και δυσάρεστα και επειδή όλοι ήταν μια τεράστια οικογένεια, το κάθε μέλος έπαιρνε και το μερτικό του ανάλογα με την ευαισθησία του.
Εγώ σαν παιδί με το θάνατο δεν είχα καθόλου καλή σχέση γιατί ήταν κάτι που δεν το καταλάβαινα -και ακόμη δεν θέλω να το καταλάβω-.
Σκεφτείτε λοιπόν την αντίδρασή μου όταν κάποια μέρα γυρίζοντας από το σχολείο, βλέπουμε με τ’ άλλα παιδιά, το σπίτι της Ρηνούλας, της κοπέλας του Γυμνασίου που όλοι θαυμάζαμε, ανοιχτό με ένα μαύρο παραπέτασμα στην πόρτα και κόσμο πολύ να συνωστίζεται στην είσοδο.
Παραξενευτήκαμε και γεμάτοι περιέργεια για το τι συνέβαινε, σπρώξαμε από δω, στριμωχτήκαμε από κει και φτάνουμε στη μεγάλη σάλα του σπιτιού.
Χριστέ μου εκεί αντικρίζουμε κάτι που δεν θα το ξεχάσω οε όλη μου τη ζωή. Η Ρηνούλα ξαπλωμένη σε ένα ξύλινο κουτί, όμορφη σα νεράιδα με το ολόλευκο φόρεμά της, στα κατάξανθα μαλλιά της λουλούδια, αλλά το πρόσωπο της σαν από κερί.
Φοβήθηκα αφάνταστα και το μόνο που ένιωσα ήταν το συναίσθημα της φυγής. Βγαίνω έξω γρήγορα και άρχισα να τρέχω.
Φτάνω στο σπίτι μου, κλείνω την πόρτα μου και τρέχω στο δικό μου παράθυρο, που είχα τη φωλιά μου. Κάθομαι εκεί ενώ αισθάνομαι ότι κάτι με απειλεί, μια δύναμη που δεν μπορώ να την εντοπίσω.
Ποτέ δεν κατάφερα να ξεπεράσω αυτή την παγωμένη απειλή γι’ αυτό αποφεύγω πάντα να κοιτάζω το “νεκρό”, με απωθεί και με τρομάζει, όχι το πρόσωπο, αλλά ο θάνατος με τον οποίο δεν μπόρεσα ποτέ να συμβιβαστώ.
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ρίζα Αγρινιωτών” (τεύχος 74)
Η πρώτη φωτογραφία είναι του Ντίνου Τσιρογιάννη.