Η Οικογένεια των Γριβαίων

και η φάρα των Μπούα

Οι Μπούα ήταν οικογένεια Αρβανιτών ή Αρμάνων (Βλάχων), προερχόμενη, κατά τον ιστορικό Ιωάννη Καντακουζηνό, από τα ορεινά της Θεσσαλίας ή της Ηπείρου.

Οι Μπούα από τις αρχές του 14ου αιώνα συμμετέχουν σε όλα τα ιστορικά γεγονότα από την Πελοπόννησο μέχρι την Ήπειρο και από την Θεσσαλία μέχρι την Ιταλία.

Ο  πρώτος γνωστός γενάρχης τους είναι ο Νικόλαος Μπούας, που εμφανίζεται  στο πρώτο μισό  του 14ου αιώνα. Ο Νικόλαος, πεθαίνοντας άφησε κληρονόμο του τον  γιό του Πέτρο Μπούα. Ο Πέτρος Μπούα υπηρέτησε στο στρατό του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Δουσάν (1321 – 1331), μετά το θάνατο του οποίου, ανακηρύχθηκε ηγεμόνας του Αγγελοκάστρου Αιτωλοακαρνανίας.

Ο Πέτρος είχε δυο γιούς, τον Ιωάννη, αποκαλούμενος και Γκίνος ή Σπάτας (άνθρωπος του σπαθιού) και τον Μαυρίκιο αποκαλούμενος και Σγούρος. Ο Γκίνος  διαδέχτηκε τον πατέρα του στην περιοχή της
Αιτωλίας.

Στα 1374 ο Γκίνος κυρίεψε την Άρτα. Από εκεί εξορμώντας παρενοχλούσε τη Δεσποτεία των Ιωαννίνων και στα 1380 κατέλαβε και έκαψε τα Γιάννενα . Την ίδια χρονιά κυρίεψε και τη Ναύπακτο .

Ο Γκίνος πέθανε το 1400 αφήνοντας τρεις κόρες και στο “πόδι” του ένα γιό, τον Παύλο, που κληρονόμησε τη Δεσποτεία της Αιτωλίας και της Ναυπακτίας. Παράλληλα, ο αδελφός του Γκίνου, Μαυρίκιος  είχε καταλάβει την Άρτα και το 1418, μετά τον θάνατο του Δεσπότη Ησαύ Μπουοντελμόντε, τα Γιάννενα.

Όμως, το 1405 ο Κάρολος Τόκος εισέβαλε στις επικράτειές τους, τις οποίες κατέλαβε τελικά το 1420, παίρνοντας αυτός τον τίτλο του Δεσπότη.
Μετά απ’ αυτό, οι γιοί του Παύλου Μπούα, Γκίνος και Αλέξιος κατέφυγαν στον αυτοκράτορα της
Κωνσταντινούπολης Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, που τους δέχτηκε με τιμές και τους παρεχώρησε γαίες και φρούρια στο Μοριά, όπου πήγαν και εγκαταστάθηκαν με όλη τη φάρα τους.

Ο λόγιος Τζάνης Κορωναίος, από την Ζάκυνθο, στο βιογραφικό, επικό ποίημά του  «Μπούα Ανδραγαθήματα», το οποίο συνέθεσε, το 1519, μας λέει:

 

«Κι’ ο Κάρλος τ’ Αγγελόκαστρον αφέντευσε κι’ εμπήκεν, κι όπου ποτέ δεντώριζε δικόν του το εποίκεν.

Και δυό ανεψίδια Μπούα του κυρ Μουρίκη, εκρύβησαν κι εφύγασι, γυρεύει δεν τα βρίσκει.

 Και ήγγιζέ των εκεινών νάχουν την αυθεντείαν, για τούτο τα εγύρευε με την μεγάλην βίαν.

Κι’ αυτά στην Πόλιν έδραμαν, στον μέγα βασιλέα, δια νάχουσι το σκέπος του, να μη φοβούνται πλέα.

 Και είδε τους ο βασιλεύς με την ευγνωμοσύνην, κι’ αυτός καλά τους δέχτηκε με πάσαν καλωσύνην.

 Και χώρες των εχάρισε, καστέλλια και χωρία, για νάχουν πάλ’ ευημεριάν, νάχουν παρηγορία.

 Κι’ εις τον Μοριάν τους έστειλε, ως δια ν’ αφεντεύουν,  και χαρισέ των άλογα, ως να καβαλικεύουν.

Μέγαν μεσάζον έκαμε σ’ εκείνη την ημέραν  τον έναν απ’ αυτούς τους δυό κι’ ώριζε τον Μορέαν»

 

Τα επόμενα χρόνια η ιστορία καταγράφει δύο ακόμα Μπουαίους.

Τον Μερκούριο-Μαυρίκιο Μπούα Σπάτα από το Ναύπλιο και τον Θωμά Μπούα από το Άργος.

Από το «Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου», του Λεωνίδα Ζώη, στο λήμμα «Μπούα», διαβάζουμε για μερικούς ακόμα από την φάρα των Μπουαίων:

 

Μέχρι τον 16ο αιώνα, λοιπόν,  είδαμε η φάρα αυτή να διακλαδίζεται με επωνύμια νέων γεναρχών, όπως Μπούας Σπάτας, Μπούας Γκίνος, Μπούας Σγούρος κ.λ.π. Μετά τον 16ο αιώνα δεν αναφέρονται με το πατρογονικό Μπούας αλλά με το όνομα του γενάρχη τους ή με παρωνύμιο, όπως: Σπάτας, Γρίβας, Μουρίκης, Μερκούρης κ.λ.π.

Ο Μερκούριος Μπούας
του Νίκου Εγγονόπουλου

ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΜΠΟΥΑ

Στα χρόνια 1496-1527 δρα ο Μερκούριος Μπούα επονομαζόμενος και Σπάτ(θ)ας. Γεννημένος στο Ναύπλιο το 1478, γιός του Πέτρου Μπούα-Σκλέπα και εγγονός του Ιωάννη-Γκίνο Μπούα,  πολεμάει στο πλευρό των Ενετών, εναντίον των Γάλλων (Καρόλου Η’ 1483—1498).

Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μπόχαλη. Βασική πηγή πληροφοριών για τον Μερκούριο Μπούα αποτελεί το βιογραφικό, επικό ποίημα «Μερκουρίου Ανδραγαθήματα» του  λόγιου Τζάνη  Κορωναίου. Αντιγράφουμε ένα σύντομο απόσπασμα:

«Ο Μερκούριος Μπούας, εγεννήθη και ανετράφη εν Ναυπλίω.
Κομιδή νέος απορφανισθείς πατρός, και υπό την επιμέλειαν φιλόστοργου ανατραφείς μητρός, απήλθεν εις Βενετίαν  ίνα υπό τας σημαίας του Αγίου Μάρκου τασσόμενος ευρύτερον εις τον πολεμικόν αυτού χαρακτήρα παράσχη στάδιον. Ένεκεν ατομικής ικανότητος, ή και χάριν πατραγαθιών, ασμένως δεξιωθείς κατεγράφη ως αρχηγός των εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας
μισθοφορούντων Ελλήνων….»

Στο ίδιο ποίημα ο Κορωναίος παρουσιάζει τον Μερκούριο ως
Αχιλλέα και Μέγα Αλέξανδρο στην ανδρεία , ως Νέστορα στη γνώση και ως Πάρη στην
ομορφιά.

Τον Ηρακλή απέρασες, κι’ αυτόν τον Αχιλλέα

που’ ταν οι πρώτοι στρατηγοί καιρού παλαιά

Και μοιάζεις τον Αλέξανδρο π’ ‘Ανατολή και Δύση

Κι όλον τον κόσμο από σπαθιού είχε τονέ κερδίσει…

 

Ο Κώστας Κρυστάλλης γράφει για τον Μερκούριο Μπούα ότι πάνω από 30 χρόνια (1495-1527) 

«…επολέμησεν αδιαλείπτως ούτος επί κεφαλής των Ελλήνων
συντρόφων του στρατιωτών εις τας πεδιάδας και τα όρη της Ευρώπης, φέρων πάντοτε
την φρίκην και τον όλεθρον εις τον εχθρόν, παραχωρών την νίκην εις τον
φιλοξενούντα αυτόν ηγεμόνα και την δόξαν εις την καταγωγήν του την ελληνικήν».

«…Φιλοπόλεμος, καρτερόψυχος, στρατηγικός, υπέρτερος μεν πάντων των τότε μισθοφορούντων συμπατριωτών του, εφάμιλλος δε πολλών περιφανών της Ευρώπης στρατηγών επί τριάκοντα εν έτη (1496-1527) αδιαλείπτως πο­λέμων, πάντοτε έφερε την φρίκην και τον όλεθρον εις τας εχθρικάς φάλαγκας, κλίνων την πλάστιγγα της νίκης υπέρ του φιλοξενούντος ηγεμόνος· κατά τας διαφόρους εις Φλανδρίαν, Βαυαρίαν, και προ πάντων την
Ιταλίαν εκδρομάς του, εκυρίευσε τεσσαράκοντα έξ εχθρικάς σημαίας· διάφοροι ηγεμόνες ανέδειξαν αυτόν ιππότην, είς βασιλεύς και εις αυτοκράτωρ τον ετίμησαν με τον τίτλο του κόμητος, η δε ενετική δημοκρατία με το αξίωμα του αρχιστρατήγου…».

Ο Μερκούριος Μπούας πέθανε στο Τρεβίζο της Ιταλίας το 1542.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ
ΓΡΙΒΑΙΩΝ

Η αρματολική οικογένεια των Γριβαίων (γνωστοί μέχρι τον 16ο αιώνα ως Μπουαίοι) είναι παραφυάδα της μεγάλης οικογένειας των Μπουαίων.

Το ότι η οικογένεια των Γριβαίων ήταν  παρακλάδι, απ’ τα σημαντικότερα μάλιστα, των Μπουαίων, φαίνεται από μια επιστολή του Κωνσταντή Βρυώνη «27 Γιαννουαρίου 1637» που βρήκε στο
Αρχειοφυλακείο Κεφαλλονιάς ο Κ. Σάθας και που τη δημοσίευσε στα «Ελλληνικά Ανέκδοτα».

«Τότες (μετά τη φυγή τους απ’ τήν Πελοπόννησο το Μάη του 1502) από τους Μπουγίδες βγήκε ο
Γρίβας… Ο Γρίβας γένηκε Τσέρνιδος* στο Ξηρόμερι».

*Τσέρνιδος: Επιλεγμένος φύλακας (επί μισθώ)

Ο δε Αριστοτέλης Βαλαωρίτης («Έργα» του 1893 ) σημειώνει:

«H αρειμάνιος των Γριβών οικογένεια αριθμείται μεταξύ των πολλών παραφυάδων άτινες ανεβλάστησαν εκ του περιφανούς των Μπουαίων γένους».

Οι Γριβαίοι φαίνεται ότι κατάγονται από το χωριό Τόσκεσι του Σουλίου. Ο εκπαιδευτικός Λιόντος Δημήτριος διασταύρωσε την σημερινή ονομασία του χωριού που είναι η Αχλαδέα.  Γνωστοί στην Ελλάδα για την αντιτουρκική δράση τους έγιναν πριν από το 1500. Έτσι το 1479 ο Θεόδωρος Μπούας πολεμάει στην Πελοπόννησο τους Τούρκους μαζί με τον Κροκόδειλο Κλαδά.

Ο Θεόδωρος Μπούας πέθανε στην Βόρειο Ήπειρο το 1492 κατά την εισβολή του Σουλτάνου Βαγιαζήτ όταν στάλθηκε εκεί από τον Βασιλέα Φερδινάνδο της Νεαπόλεως να οργανώσει την αντίσταση κατά των Τούρκων.

Στο τέλος του 16ου αιώνα (1580) ένας άλλος Θεόδωρος Μπούας- Γρίβας  επαναστατεί στην Ακαρνανία
καί την Ήπειρο.   Ο Κ. Σάθας- Έλληνας ιστορικός- στο έργο του «Ελληνικά Ανέκδοτα» μας δίνει μερικές πληροφορίες για αυτόν: «Τω 1585 ήκμασεν ο Θεόδωρος Γρίβας, αρματωλός Βονίτσης, έχων αδελφόν τον Γκίνον Μπούαν…».

Ο Θεόδωρος Μπούας-Γρίβας ύψωσε στην Ακαρνανία και στην Ήπειρο την σημαία της επανάστασης και κατέσφαξε τους Τούρκους της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου. Το παράδειγμά του μιμήθηκαν και οι αρματολοί της Ηπείρου καταλαμβάνοντας την Άρτα και προχωρώντας προς τα Γιάννενα. Τότε οι Τούρκοι της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας ήλθαν για βοήθεια και ο Γρίβας τους αντιμετώπισε στον Αχελώο. Αναγκάστηκε όμως να οπισθοχωρήσει αφού είχε τραυματισθεί θανάσιμα και παρήγγειλε στον αδελφό του Γκίνο Μπούα που βρισκόταν στην Ήπειρο να έλθει για βοήθεια. Ο Γκίνος Μπούας όμως ερχόμενος να βοηθήσει τον αδελφό του,  σκοτώθηκε στην Περατιά (απέναντι από την Λευκάδα) σε μάχη με τους Τούρκους. Η θέση αυτή ονομάζεται από τότε «Του Μπούα το αυλάκι».  Ο Θεόδωρος μη έχοντας πια βοήθεια οπισθοχώρησε και πέρασε στην Ιθάκη πεθαίνοντας εκεί από τα τραύματά του. Στην θέση του διορίσθηκε από τους Τούρκους,  ο Τρομπούκης ο Συντεκνιώτης από τον Βάλτο.

Ο Θεόδωρος Γρίβας άφησε πίσω του τρεις γιούς. Τον Σίμο, τον Χρήστο και έναν τρίτο. (Κατ’ άλλους
ιστορικούς τα ονόματα διαφέρουν: Σίμος, Αποστόλης και Λέκος –Αλέξανδρος-).

Ο Σίμος Γρίβας γύρω στα 1614 μεταβαίνει στο Σούλι από την Ιθάκη εκδιώκει τον Τρομπούκη και καταλαμβάνει το πατρογονικό καπετανάτο. Ο Τρομπούκης ανακαταλαμβάνει το καπετανάτο σε μάχη με τον Σίμο Γρίβα αφού στρατολόγησε άτομα από το Βάλτο. Ο Σίμος πέρασε στην Λευκάδα και βρήκε άσυλο στην μονή του Προδρόμου όπου και πέθανε το 1622. Τάφηκε στην μονή και πάνω στον τάφο του σε πέτρινη πλάκα υπάρχει η επιγραφή : «1622 Αυγούστου ις΄. Σήμο Μπούγας εκοιμήθη εν κυρίω».

Οι αδελφοί του Σίμου Γρίβα, ο Αποστόλης και ο Λέκος  κατέφυγαν στους συγγενείς τους στο Τόσκεσι της
Ηπείρου και αφού στρατολόγησαν άτομα το 1640 κατέβηκαν προς την Βόνιτσα σκότωσαν τον αρματολό Γατζούλη, γιό του Τρομπούκη και κατέλαβαν το καπετανάτο το οποίο δόθηκε στον μεγαλύτερο αδελφό
Χρήστο -κατ’ άλλους ιστορικούς, Αποστόλη-, το οποίο μετά τον θάνατό του περιήλθε στα χέρια του γιού του, Δράκου.

Οι συγγενείς του Τρομπούκη στρατολόγησαν αμέσως άτομα από τον Βάλτο και με επικεφαλής  τον γαμπρό του Γατζούλη, Τσεκούρα, εισέβαλαν στο Λούρο και αφού νίκησαν του Γριβαίους κατέλαβαν το καπετανάτο. Οι Γριβαίοι κατέφυγαν στο Σούλι όπου ανασυντάχτηκαν και εισέβαλαν στο Λούρο και ανακατέλαβαν το καπετανάτο συμφωνώντας με τον Τσεκούρα να κρατήσουν οι Γριβαίοι το αρματολίκι του Λούρου ο δε Τσεκούρας το  της Βόνιτσας.

Το 1716 οι γιοί του Αποστόλη Γρίβα, Χρήστος και Θεόδωρος με τους αρματολούς  του Ξηρομέρου και του Αγγελοκάστρου Μεϊντάνη και Σπαθόγιαννο, εισβάλουν στην Βόνιτσα εκδιώκουν τον Τσεκούρα και σε συνεννόηση μεταξύ τους ρυθμίζουν τα αρματολίκια. Ο Θεόδωρος και ο Χρήστος Γρίβας καπετάνευσαν μέχρι το 1738.

Το 1738 ο Κατζικογιάννης (Κατσικογιάννης) από τον Βάλτο, συγγενής του Τσεκούρα, επικεφαλής πολλών κλεφτών, εισβάλουν στην Βόνιτσα κι από εκεί στο Ξηρόμερο. Επί 13 χρόνια οι Γριβαίοι πολεμούσαν με τους Κατζικογιανναίους .

Το 1752 ο Αποστόλης Γρίβας, ο οποίος διαδέχτηκε τον πατέρα του Χρήστο, πάντρεψε τον γιό του Χρήστο με την κόρη του Κατζικογιάννη, Μόσχω, εκτείνοντας την αρματολική του περιφέρεια από το Λούρο μέχρι το Αγγελόκαστρο.  Όταν πέθανε ο  Αποστόλης Γρίβας  άφησε πίσω του τρείς γιούς, τον Χρήστο, τον Τσέγιο και τον Κώστα.

Το 1769 ο Χρήστος Γρίβας πολιορκεί το Βραχώρι, πρωτεύουσα του σαντζακίου του Κάρλελι. Οι Τούρκοι του Βραχωρίου αντιστάθηκαν επί δύο μέρες και στις 23 Μαρτίου του 1770 ο Γρίβας αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να κατευθυνθεί προς τον Αχελώο όπου οι Τούρκοι της Ηπείρου ενώθηκαν με τους Τούρκους του Αγρινίου με επικεφαλής τον Αχμέτ Βαλή του Κάρλελι και τον Αλβανό Σουλεϊμάν Βέη. Μη μπορώντας ο Γρίβας να κόψει την ορμή των Αλβανών οπισθοχώρησε και στρατοπέδευσε έξω από το Αγγελόκαστρο, στον Άγιο Ηλία της Μπέαινας.

Ο αδελφός του, Τσέγιος Γρίβας  κατέλαβε την θέση Ραγκαβέικα, ο οπλαρχηγός Γεώργιος Γουλιμής ή Λαχούρης την γέφυρα του Αγγελοκάστρου και ο Χρήστος Γρίβας στους προμαχώνες του Αγίου Ηλία. Οι Τούρκοι χωρίστηκαν σε δύο σώματα. Το ένα με επικεφαλής τον Σουλεϊμάν βέη κατευθύνθηκε κατά του Τσέγιου και του Λαχούρη και το δεύτερο με επικεφαλής τον Αχμέτ Βαλή κατευθύνθηκε προς τον Άγιο Ηλία. Ο μεν Τσέγιος σκοτώθηκε αφού αντιστάθηκε επί τρεις μέρες  ο δε Λαχούρης έκοψε την γέφυρα του Αγγελοκάστρου και ενώθηκε με τον Χρήστο Γρίβα ο οποίος είχε μέχρι τότε καταφέρει να αποκρούσει δύο εφόδους του στρατού του Αχμέτ. Σε μία έξοδο από τους προμαχώνες του Αγίου Ηλία σκοτώθηκαν ο Λαχούρης, ο Χρήστος Γρίβας και 300 αρματολοί. Η θέση που έπεσε ο Γρίβας ονομάζεται μέχρι τώρα «Των Γριβαίων τα κόκκαλα».

Ο Χρήστος Γρίβας άφησε πίσω του δύο γιούς, τον Δημήτριο ή Δράκο, πέντε χρονών τότε και τον Γεωργάκη ή Σβίγγα, τριών χρονών. Έτσι το αρματολίκι του του Κάρλελι έμεινε ουσιαστικά χωρίς καπετάνιο.  Όσοι επέζησαν από την μάχη του Αγγελοκάστρου εξέλεξαν ως διάδοχο του Χρήστου Γρίβα
τον Δράκο και συνέστησαν τριμελή κηδεμονία που αποτελούνταν από τον Κατζικογιάννη, θείο του ανήλικου, τον Κώστα Σκλεπούση και τον Γιάννη Κρεκόνη. Η αρματωλική σφραγίδα έφερε το όνομα του Δράκου εν ονόματι του οποίου ενεργούσε η επιτροπή.

Ο Κατζικογιάννης όμως έχοντας την υποστήριξη του Αλή Πασά και παρακινούμενος από τον προεστό του Ξηρομερίου Μήτσο Μαυρομμάτη, άσπονδο εχθρό των Γριβαίων, άλλαξε το όνομα του Δράκου στην
σφραγίδα, χάραξε το δικό του και ανακηρύσσει τον εαυτό του, κύριο στο αρματολίκι της Βόνιτσας και Ξηρομέρου.
Ο Σκλεπούσης και ο Κρεκόνης φοβούμενοι μετά την ενέργεια αυτή ότι θα έκαναν κακό στον ανήλικο Δράκο πήραν το παιδί και το φυγάδευσαν στην Λευκάδα. Όταν επέστρεψαν συγκρότησαν σώμα κλεφτών εισέβαλαν στο Ξηρόμερο κατέστρεψαν τα κτήματα του Μαυρομμάτη και του Κατζικογιάννη και απαίτησαν την παραίτησή του από το αξίωμα που είχε σφετεριστεί.  Ο Κατζικογιάννης επικεφαλής πολλών Ξηρομεριτών κινείται εναντίον τους και σε μάχη που έγινε στο Μοναστηράκι σκοτώνει του Σκλεπούση και τον Κρεκόνη και αναγνωρίζεται ως αρματολός της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου με επίσημο μπουγιουρτί του Αλή Πασά. Έπειτα απ’ αυτό ο Δράκος μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα κι από εκεί στο Θιάκι.

Το 1778, όταν ο Δράκος ήταν 13 ετών, συστήνεται σώμα κλεφτών που απαιτεί από τον Κατζικογιάννη να παραιτηθεί από το αρματολίκι . Αρχίζει έτσι ένας μεγάλος εξοντωτικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο οικογένειες που κράτησε  12 χρόνια, από το 1778 έως το 1790.

Οι μπέηδες του Κάρλελι Σουλεϋμάν μπέης και  Αχμέτ μπέης καθώς και ο ίδιος ο Αλή  Πασάς διαμαρτύρονταν στον Ανώτερο Προβλεπτή Λευκάδος γιατί δεν τους εμπόδιζε.

Η λαϊκή μας παράδοση αποτύπωσε αυτόν τον 12ετή πόλεμο στο παρακάτω τραγούδι:

Τ’ είν’ το κακό που γίνεται και η ταραχή η μεγάλη

‘Στα Ρόγκα ‘ς τα Ποληόρογκα ‘ς το αμπέλια ‘ς τα
αμπελάκια;

Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θηριά μαλώνουν;

Κι’ ουδέ βουβάλια σφάζονται κι’ ουδέ θηριά μαλώνουν.

Ο Δράκο Γρίβας πολεμάει με δώδεκα χιλιάδες

Μαουλουμπασάδες δώδεκα, πασάδες δέκα πέντε

Ταράχκτηκεν η Πρέβεζα και όλ’ η Βαλαώρα.

Πέφτουν τα τόπια ‘σα βροχή, και η μπόμπες σα χαλάζι

Κι’ αυτά τα λιανοτούφεκα ‘σαν άμμος της θαλάσσης.

 Ο Μαυρομμάτης ο οποίος υπέφερε τα πάνδεινα από τις επιδρομές των κλεφτών αναγκάσθηκε, το 1790, να αναγνωρίσει τον Δράκο Γρίβα ως καπετάνιο της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου και να αναγκάσει τον Κατζικογιάννη να παραιτηθεί από το αξίωμα. Έτσι το 1790 το αρματολίκι της Βόνιτσας και του Ξηρομέρου επανήλθε στα χέρια του Δράκου.

Το 1797-1798 ο  Δράκος Γρίβας συνεργάζεται με τους Γάλλους και διορίζεται αρχηγός των Ελληνικών
ταγμάτων στην Γαλλική Κέρκυρα.(Γαλλική κυριαρχία)

Ο Leake γράφει ότι ο Δράκος Γρίβας δηλητηριάστηκε μετά από διαταγή του Αλή Πασά ενώ από τον
Κασομούλη μαθαίνουμε ότι πέθανε στα Γιάννενα .

Ο  αδελφός του Σβίγγας έπεσε μαζί με τον μοναχογιό του κατά την έξοδο του Μεσολογγίου.

Το 1797 ο Δράκος Γρίβας και η Πρεβεζιάνα γυναίκα του  Θεοδώρα Γιαννίτση αποκτούν τον Θεόδωρο (Θεοδωράκη) Γρίβα, τον τέταρτο κατά σειρά γιό τους, τον μετέπειτα οπλαρχηγό στην Επανάσταση του 1821.

Θεοδωράκης Γρίβας Ελαιογραφία του Ιωάννη Δούκα

Ο Δράκος Γρίβας άφησε πίσω του πέντε γιούς: τον Χρήστο, τον Φλώρο ή Κώστα, τον Σταύρο, τον Θεόδωρο (Θεοδωράκης) και τον Αλέξιο ή Γαρδικιώτη.

Εκτός τα αγόρια είχε και κορίτσια, για τα οποία δεν υπάρχουν συγκεντρωμένες πληροφορίες. Λέγεται ότι
μια κόρη του παντρεύτηκε με τον Οπλαρχηγό των Αγράφων, τον Γιάννη Μπουκουβάλα (βλάχικης καταγωγής). Μια άλλη ήταν στην αυλή του Όθωνα και όταν έγινε η έξωση του Άθωνα,  ακολούθησε στο
εξωτερικό το βασιλικό ζεύγος. Για μια άλλη κόρη του λέγεται ότι παντρεύτηκε με τον Άγγλο πρόξενο που είχε την έδρα του στην Λευκάδα. (Απόγονοι όμως υποστηρίζουν ότι αυτή που παντρεύτηκε τον Άγγλο πρόξενο δεν ήταν η αδελφή του Θεόδωρου Γρίβα αλλά η κόρη του). Από αυτόν τον γάμο γεννήθηκε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Όταν όλη η οικογένεια  έφυγε για την Αγγλία, εκεί λίγα χρόνια μετά πέθανε η κόρη του Δράκου. Ο Θεοδωράκης Γρίβας, ζήτησε από τον γιό του, τον Δημητράκη, να μεταβεί στην Αγγλία και με κάθε τρόπο να ζητήσει, να πείσει και να πάρει μαζί του τα παιδιά στην Ελλάδα. Η αποστολή είχε επιτυχία και ο Θεόδωρος Γρίβας έδωσε στα δύο παιδιά, το επίθετο Γρίβας.

 

ΠΗΓΕΣ:

  •  ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΙΒΑΣ,
    Βιογραφικόν Σχεδίασμα, Δ. Γρ. Καμπούρογλου
  • Ψηφιακό Αποθετήριο Ακαδημίας Αθηνών
  • Περιοδικό «ΕΣΤΙΑ», 4 Αυγούστου 1885, τεύχος 501, έτος Ι’.
  • ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 46, 1956
  • ΑΜΦΙΚΤΙΟΝΙΑ ΑΚΑΡΝΑΝΩΝ
  • Σάθας Κωνσταντίνος Κ., Ελληνικά ανέκδοτα περισυναχθέντα
    και εκδιδόμενα κατ’ έγκρισιν της Βουλής εθνική δαπάνη, τόμοι Α´+Β´, Αθήνησι
    1867

Για την αναπαραγωγή της ανάρτησης είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ η αναφορά της πηγής.

Share

Loading

Visited 8 times, 1 visit(s) today