Η Ταβέρνα του Σπανού, βρισκόταν πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία, στο πρώτο στενό αριστερά της σημερινής οδού Παπαστράτου.
Μια ταβέρνα με αυλή. Την είχαν τα δυό αδέλφια, ο Αποστόλης και ο Κώστας Σπανός.
Εκεί τότε, την δεκαετία του ’30, σύχναζαν όλοι οι Βραχωρίτες και μία μόνιμη παρέα της ταβέρνας αποτέλεσαν την παρέα της «Γκρίνιας», όπως την ονόμασαν αυτοί οι ίδιοι.
Μια παρέα κεφάτη με όρεξη πάντα για πλάκες και αστεία, μια ζωντανή παρέα που έδινε άλλο χρώμα όχι μόνο στην ταβέρνα αλλά και σ’ όλο το Αγρίνιο.
Μια ταβέρνα με αυλή. Την είχαν τα δυό αδέλφια, ο Αποστόλης και ο Κώστας Σπανός.
Εκεί τότε, την δεκαετία του ’30, σύχναζαν όλοι οι Βραχωρίτες και μία μόνιμη παρέα της ταβέρνας αποτέλεσαν την παρέα της «Γκρίνιας», όπως την ονόμασαν αυτοί οι ίδιοι.
Μια παρέα κεφάτη με όρεξη πάντα για πλάκες και αστεία, μια ζωντανή παρέα που έδινε άλλο χρώμα όχι μόνο στην ταβέρνα αλλά και σ’ όλο το Αγρίνιο.
Από το βιβλίο του Αρ. Μπαρχαμπά «Το Αγρίνιο Κάποτε» διαβάζουμε (διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου):
« Είναι στιγμές που ο νους ακούραστος ταξειδευτής, γυρίζει στα παληά και ψάχνοντας στα συρτάρια της ζωής, ανασκαλεύει πίκρες και αντάμα γλυκές θύμησες και ζητάει να τις ξαναζωντανέψει. Κι ακούραστη η καρδιά τον συντροφεύει έτοιμη ν’ ανεβάσει πικρό το δάκρυ στα μάτια μας θρηνώντας έτσι το θάνατο της νειότης.
Αποσταμένο τ’ όνειρο – ζητάει ξεκούραση σ’ ένα ποτήρι κοκκινέλι, μπρούσκο ή ξανθιά ρετσίνα, χρυσή κεχριμπαρένια σέρνει τα βήματά του και χώνεται μέσ’ στην «υπόγεια την ταβέρνα» του Αποστόλη και Κώστα Σπανού, δυο καλοκάγαθων ταβερνιάρηδων που πάντα μένουν αξέχαστοι στο βιβλίο της μνήμης των Αγρινιωτών.
Ταβέρνα που τη καταβρόχθησε το τσιμέντο μιας πολυκατοικίας. Ταβέρνα που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει απ’ τα Πλακιώτικα κουτούκια τα πολυτραγουδισμένα.
Ένα κατοστάρι –ζούσε τότε η οκά- δυο ελιές κι ένα σκόρδο, λίγο ταραμάς και απαλό ψωμί απ’ το γείτονα φούρναρη –μακαρίτης κι αυτός- Βαγγέλη Παπαδόπουλο, έφταναν για να πεις “έξω φτώχεια, έξω φροντίδα της καθημερινής ζωής, έξω πίκρα, ναρκώσου καϋμέ μεσ’ στης καρδιάς την άβυσσο”.
Μόνιμη παρέα της ταβέρνας λίγοι Βραχωρίτες ζωντανοί, ζεστοί άνθρωποι με καρδιές ολάνθιστοι μπαξέδες. Άνθρωποι που στα χείλη τους άνθιζε το γέλιο, το κέφι ξεχνώντας την κούραση της ολοήμερης δουλειάς – σαν σουρούπωνε- άραζαν στην ταβέρνα του Σπανού.
Αποσταμένο τ’ όνειρο – ζητάει ξεκούραση σ’ ένα ποτήρι κοκκινέλι, μπρούσκο ή ξανθιά ρετσίνα, χρυσή κεχριμπαρένια σέρνει τα βήματά του και χώνεται μέσ’ στην «υπόγεια την ταβέρνα» του Αποστόλη και Κώστα Σπανού, δυο καλοκάγαθων ταβερνιάρηδων που πάντα μένουν αξέχαστοι στο βιβλίο της μνήμης των Αγρινιωτών.
Ταβέρνα που τη καταβρόχθησε το τσιμέντο μιας πολυκατοικίας. Ταβέρνα που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει απ’ τα Πλακιώτικα κουτούκια τα πολυτραγουδισμένα.
Ένα κατοστάρι –ζούσε τότε η οκά- δυο ελιές κι ένα σκόρδο, λίγο ταραμάς και απαλό ψωμί απ’ το γείτονα φούρναρη –μακαρίτης κι αυτός- Βαγγέλη Παπαδόπουλο, έφταναν για να πεις “έξω φτώχεια, έξω φροντίδα της καθημερινής ζωής, έξω πίκρα, ναρκώσου καϋμέ μεσ’ στης καρδιάς την άβυσσο”.
Μόνιμη παρέα της ταβέρνας λίγοι Βραχωρίτες ζωντανοί, ζεστοί άνθρωποι με καρδιές ολάνθιστοι μπαξέδες. Άνθρωποι που στα χείλη τους άνθιζε το γέλιο, το κέφι ξεχνώντας την κούραση της ολοήμερης δουλειάς – σαν σουρούπωνε- άραζαν στην ταβέρνα του Σπανού.
Και γύρω τα τραπέζια γέμιζαν απ’ άλλους που ερχόταν να γευτούν μιάν αξέχαστη βραδυά, στιγμές κεφιού, στιγμές απίκραντες.
Μια παρέα αγαπημένη, μονιασμένη, αδέλφια όλοι τους. Έφτυνε ο ένας κι έγλυφε ο άλλος, όπως λέμε. Και την είχαν βαφτίσει μόνοι τους «Γκρίνια» κι ας μην γκρίνιαζαν ποτέ τους κι ας ήταν όλοι τους η άδολη αγάπη.
Σκαλεύει η μνήμη για να τους βρει όλους αυτούς τους γλετζέδες, μα της είναι ανήμπορο. Βρίσκει μονάχα τ’ αδέρφια Κώστα και Πάνο Κροτσέτη, το Μίμη Καπέρδα, το Μπαρχαμπά, τον Κώστα, τον Βαγγέλη Κουκούλη, τον Θανάση Κρικοχωρίτη, τον Γάκια Ψιλόπουλο, τ’ αδέρφια Μίμη και Νιόνιο Τσακανίκα, τον Αποστόλη Γιώτη, το Μήτσο Ζαχαρόπουλο και τον Πάνο Βλασόπουλο, δημοσιογράφο – εκδότη Εφημερίδας που πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Αγρίνιο.
Μια ζωή χαράς μεσ’ στην ταβέρνα σαν άρχιζαν τα τραγούδια τους. Και δεν ήταν ένας που να μην παίζει ένα όργανο. Φωνές λαγαρές, αυτοδίδακτοι μουσικοί οι περισσότεροι, σύνθεταν μια κομπανία απλήρωτη τραγουδιστών για το σεβντά τους, για το μεράκι τους.
Τα καλαμπούρια τους, τα πειράγματά τους, τ’ ανέκδοτα που διηγούνταν, οι φάρσες που σκάρωναν, οι μιμήσεις άλλων Αγρινιωτών, οι αυτοσχεδιασμοί σατιρικών μαντινάδων, οι μεταμφιέσεις τους, όλα της στιγμής και πάνω στη γλετζέδικη διάθεσή τους είχαν φέρει τη φήμη τους και στην Αθήνα ακόμα.
Τροβαδούροι αξέχαστοι της «Γκρίνιας» τα παιδιά, δεν είχαν σε τίποτα να παρατήσουν τα όργανά τους και τις παληές γλυκιές καντάδες τους και να σηκωθούν να παραστήσουν την «Γκόλφω» ή τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Ήταν υπέροχοι όλοι τους.
Μια παρέα αγαπημένη, μονιασμένη, αδέλφια όλοι τους. Έφτυνε ο ένας κι έγλυφε ο άλλος, όπως λέμε. Και την είχαν βαφτίσει μόνοι τους «Γκρίνια» κι ας μην γκρίνιαζαν ποτέ τους κι ας ήταν όλοι τους η άδολη αγάπη.
Σκαλεύει η μνήμη για να τους βρει όλους αυτούς τους γλετζέδες, μα της είναι ανήμπορο. Βρίσκει μονάχα τ’ αδέρφια Κώστα και Πάνο Κροτσέτη, το Μίμη Καπέρδα, το Μπαρχαμπά, τον Κώστα, τον Βαγγέλη Κουκούλη, τον Θανάση Κρικοχωρίτη, τον Γάκια Ψιλόπουλο, τ’ αδέρφια Μίμη και Νιόνιο Τσακανίκα, τον Αποστόλη Γιώτη, το Μήτσο Ζαχαρόπουλο και τον Πάνο Βλασόπουλο, δημοσιογράφο – εκδότη Εφημερίδας που πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Αγρίνιο.
Μια ζωή χαράς μεσ’ στην ταβέρνα σαν άρχιζαν τα τραγούδια τους. Και δεν ήταν ένας που να μην παίζει ένα όργανο. Φωνές λαγαρές, αυτοδίδακτοι μουσικοί οι περισσότεροι, σύνθεταν μια κομπανία απλήρωτη τραγουδιστών για το σεβντά τους, για το μεράκι τους.
Τα καλαμπούρια τους, τα πειράγματά τους, τ’ ανέκδοτα που διηγούνταν, οι φάρσες που σκάρωναν, οι μιμήσεις άλλων Αγρινιωτών, οι αυτοσχεδιασμοί σατιρικών μαντινάδων, οι μεταμφιέσεις τους, όλα της στιγμής και πάνω στη γλετζέδικη διάθεσή τους είχαν φέρει τη φήμη τους και στην Αθήνα ακόμα.
Τροβαδούροι αξέχαστοι της «Γκρίνιας» τα παιδιά, δεν είχαν σε τίποτα να παρατήσουν τα όργανά τους και τις παληές γλυκιές καντάδες τους και να σηκωθούν να παραστήσουν την «Γκόλφω» ή τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Ήταν υπέροχοι όλοι τους.
Τα χρόνια –ποτάμι αγύριστο- πέρασαν. Και το όνειρο της κάθε βραδυάς που έπλαθε η «Γκρίνια» με τις εκδηλώσεις της διαλύθηκε. Και τα παιδιά της σκόρπισαν αφήνοντας κενό ανεκπλήρωτο στη νυχτερινή καντάδα του Αγρινίου, στο κέφι της αφροντισιάς.
Τα χρόνια τραγάνισαν τη ζωή τους. Κι όλοι σκεπάστηκαν απ’ τη μάνα γη. Με εξαίρεση –αν η μνήμη δε λαθεύει- τον αειθαλέστατο Μίμη Καπέρδα, το Μίμη που με την κιθάρα με τα δυο τα μπράτσα ακόμα –αν και κρεμασμένη για πάντα στον τοίχο του σπιτιού του- φέρνη στ’ αυτιά τον απόηχο των γλυκών τραγουδιών της «Γκρίνιας». Φέρνη μπροστά μας όλους της παρέας του που θα μείνουν αξέχαστοι, που θα μείνουν ανεπανάληπτοι».
Τα χρόνια τραγάνισαν τη ζωή τους. Κι όλοι σκεπάστηκαν απ’ τη μάνα γη. Με εξαίρεση –αν η μνήμη δε λαθεύει- τον αειθαλέστατο Μίμη Καπέρδα, το Μίμη που με την κιθάρα με τα δυο τα μπράτσα ακόμα –αν και κρεμασμένη για πάντα στον τοίχο του σπιτιού του- φέρνη στ’ αυτιά τον απόηχο των γλυκών τραγουδιών της «Γκρίνιας». Φέρνη μπροστά μας όλους της παρέας του που θα μείνουν αξέχαστοι, που θα μείνουν ανεπανάληπτοι».
Όταν το Βραχωρίτικο αυτό στέκι σωριάστηκε για να χτιστεί στη θέση του, μια πολυκατοικία ο Πάνος Βλασσόπουλος έγραψε ένα εκπληκτικό άρθρο στην εφημερίδα του. Ένα άρθρο-λυγμό, από ένα από τα μέλη της «Γκρίνιας».
ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΗ ΦΩΛΙΑ
Τα μοντέρνα σκαφτικά μηχανήματα, που ξηλώνουν αράδα παλιές οικοδομές, θεριά αδηφάγα που καταβροχθίζουν ακατάπαυστα, σαν από μανία, το παρελθόν και τις ιστορίες του, για να δημιουργήσουν τον ακαταλαβίστικο, τον ξέφρενο μηχανικό κόσμο, εσκόρπισαν προχτές σ’ ερείπια και κορνιαχτό κι άλλη μια ιστορία που όσοι την έζησαν, δάκρυσαν στο χαλασμό της. Γιατί ήταν μια ιστορία που βάσταξε 35χρόνια. Κι ήταν μια ιστορία που, μ’ όλη την απλότητά της, έκλεινε στις σελίδες της τον χαρακτήρα, το πνεύμα, τα όνειρα, τους ψυχικούς κόσμους, μιας ολόκληρης εποχής. Μιας εποχής που τ’ απομεινάρια της τώρα είναι ελάχιστα και ελάχιστοι εκείνοι που μπορούν να αισθανθούν τη νοσταλγία της.
Όμως, γι’ αυτούς, ήταν μια ιστορία όμορφη. Κι αλίμονο, μια ιστορία που δεν μπορεί πια να ξαναγραφεί. Γιατί πέρασε η εποχή που γράφονταν τέτοιες ιστορίες. Τα γκρέϊντυ και οι μπουλντόζες ανοίγουν το δρόμο σ’ άλλες ιστορίες, ιστορίες τέλεια διαφορετικές.
Αυτή που έπεσε προχθές σ’ άμορφους σωρούς, ήταν γνωστή με το όνομα «Ταβέρνα Σπανού».Ταβέρνα-ιστορία!!
Όμως, γι’ αυτούς, ήταν μια ιστορία όμορφη. Κι αλίμονο, μια ιστορία που δεν μπορεί πια να ξαναγραφεί. Γιατί πέρασε η εποχή που γράφονταν τέτοιες ιστορίες. Τα γκρέϊντυ και οι μπουλντόζες ανοίγουν το δρόμο σ’ άλλες ιστορίες, ιστορίες τέλεια διαφορετικές.
Αυτή που έπεσε προχθές σ’ άμορφους σωρούς, ήταν γνωστή με το όνομα «Ταβέρνα Σπανού».Ταβέρνα-ιστορία!!
Ναι. Η ιστορία ενός κόσμου που χάνεται, που χάθηκε. Κι ο κόσμος εκείνος, τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες της ιστορίας του, τις έγραψε στις ταβέρνες.
Πόσο με συντάραξε το θέαμα του γκρεμισμένου τοίχου της, το ξήλωμα του κυματιστού ταβανιού της που θαρρούσες πως θάπεφτε στο κεφάλι σου το ξερίζωμα της κληματαριάς της! Βλέποντας, νόμιζα το Χάρο να στριφογυρίζει το δρεπάνι του πάνω από το κεφάλι μου! Είμαι κι εγώ αλίμονο από τα λίγα απομεινάρια της εποχής της, της γενιάς που χάνεται.
Πόσο θάθελα νάκανα πλούσιο το μνημόσυνο της γκρεμισμένης αυτής ταβέρνας! κι ας με κατηγορήσουν οι νεώτεροι πως θέλω να βρυκολακιάσω πεθαμένους. Ας ησυχάσουν. Δεν πρόκειται το ξέρω να επηρεάσει τη ζωή τους. Μνημόσυνο θα κάμω. Ύστερα, οι βρυκόλακες, θα ξαναγυρίσουν στο μνήμα τους. Δεν έχουν καμία αξίωση vα ξαναζήσουν. Το ξέρουν ότι δεν γίνεται. Θα ιδείτε άλλωστε ότι είναι τόσο καλοί οι βρυκόλακές μου! Δεν θα ρουφήξουν αίμα. Θα τραγουδήσουν. Δεν θα ξεσχίσουν σάρκες με τα νύχια των. Θα παίξουν κιθάρες. Μνημόσυνο, είπα, θα κάμω. Κι ύστερα όλα περασμένα ξεχασμένα. Το μνημόσυνο ετούτο δεν θα εμποδίσει τις μπουλτόζες να γκρεμίζουν, ούτε το ραδιοπικάπ για να σταματήσει το τσα-τσα.
Πόσο με συντάραξε το θέαμα του γκρεμισμένου τοίχου της, το ξήλωμα του κυματιστού ταβανιού της που θαρρούσες πως θάπεφτε στο κεφάλι σου το ξερίζωμα της κληματαριάς της! Βλέποντας, νόμιζα το Χάρο να στριφογυρίζει το δρεπάνι του πάνω από το κεφάλι μου! Είμαι κι εγώ αλίμονο από τα λίγα απομεινάρια της εποχής της, της γενιάς που χάνεται.
Πόσο θάθελα νάκανα πλούσιο το μνημόσυνο της γκρεμισμένης αυτής ταβέρνας! κι ας με κατηγορήσουν οι νεώτεροι πως θέλω να βρυκολακιάσω πεθαμένους. Ας ησυχάσουν. Δεν πρόκειται το ξέρω να επηρεάσει τη ζωή τους. Μνημόσυνο θα κάμω. Ύστερα, οι βρυκόλακες, θα ξαναγυρίσουν στο μνήμα τους. Δεν έχουν καμία αξίωση vα ξαναζήσουν. Το ξέρουν ότι δεν γίνεται. Θα ιδείτε άλλωστε ότι είναι τόσο καλοί οι βρυκόλακές μου! Δεν θα ρουφήξουν αίμα. Θα τραγουδήσουν. Δεν θα ξεσχίσουν σάρκες με τα νύχια των. Θα παίξουν κιθάρες. Μνημόσυνο, είπα, θα κάμω. Κι ύστερα όλα περασμένα ξεχασμένα. Το μνημόσυνο ετούτο δεν θα εμποδίσει τις μπουλτόζες να γκρεμίζουν, ούτε το ραδιοπικάπ για να σταματήσει το τσα-τσα.
Στοιχειά της ταβέρνας ο Αποστόλης και ο Κώστας Σπανόπουλοι και ο Βαγγέλης ο Κουκούλης.Και κόσμος της ένας ολόκληρος χορός γνωστός σαν«ΓΚΡΙΝΙΑ».Ήταν μια παρέα. Παρέα ατράνταχτη, πάντα έτοιμη για γκρίνια και… για γλέντι. Και τι κλιμάκωμα! Από καπνέμπορο, δημόσιο υπάλληλο, λόγιο, ποιητή, καλλιτέχνη έως τον μπαλωματή. Ο τελευταίος ήταν και η…κλώσσα της παρέας. Φτωχιά κλώσσα που, όταν η καμπάνα της Ζωοδόχου Πηγής χτυπούσε μεσημέρι, πετούσε το τσαγκαροσούφλι κι έβαζε το ρέκο:ω! ω! ω! Για να καταλήξει σ’ ένα απελπιστικό, σπαραχτικό: Πεινώ!'(Τι νάκανε μια φόλα σ’ ένα παληοπάπουτσο στο στομάχι ενός τριαντάχρονου δουλευτή;).
Μα σαν βράδιαζε, ξεχνούντουσαν όλα μπροστά σ’ ένα ποτήρι κοκκινέλι. Και πείνα και δυστυχία. Γύρω τότε από το φτωχό μπαλωματή, μαζευόταν όλη η κλωσσοφωλιά. Γελαστή, χαρούμενη, ασυλλόγιστη. Του καθένα δε η είσοδο χαιρετιούταν με σχετικό ανάκρουσμα. Και θυμάμαι, στην είσοδο του υποφαινόμενου, έπρεπε ν’ ακουστεί πάντα το «Τραγούδι των τσιγγάνων» από το Τροβατόρε του Βέρντι. Ο τίτλος της όπερας τούτης ήταν, τότε, το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο.
Σειρά στο τραπέζι της παρέας τα ποτήρια.Ο Μήτσος ο αυτοκινητιστής, θα κερνούσε πάντα το πρώτο: Ένα γκαζοντενεκέ κρασί! Με το δευτέρωμα του ποτηριού – ο μεζές εσπάνιζε – άρχιζε …η συναυλία. Μη σας φανεί παράξενο, υπερβολικό. Μάλιστα, συναυλία. Και συναυλία με αξιώσεις. Συναυλίες ασύγκριτα ανώτερες απ’ εκείνες για τις οποίες ανάβουνε τα δημοτικά τόξα. Γιατί, όλη εκείνη η κλωσσοφωλιά, είχε φωνές και γύρω στον τοίχο, πλήθος τα μαντολίνα, τα μπάτζο, οι κιθάρες.
Τα βράδια της «Γκρίνιας» ήσαν οι μουσικές εσπερίδες του τότε Βραχωριού και η Ταβέρνα Σπανού η αίθουσα – να ειπούμε – Κολόν. Κάθε το εκλεχτό, το πλούσιο σε διανόηση, σε καλλιτεχνικό αίσθημα, σε ψυχικές ανατάσεις (χωρίς να λείπει βέβαια και η σνομπαρία) έδινε εκεί το ραντεβού της. Εκεί, ανάμεσα σε θεόρατα παλιά βαρέλια, που, στου καθένα τον καθρέφτη, ήταν το όνομα μιας… όπερας! Λουτσία, Τροβατόρε, Μπαντερφλάϋ, Μποέμ, Αϊντα κ.λπ.
Το «πρόγραμμα» της συναυλίας άρχιζε με κλασσικά τραγούδια και μουσική, για να περάσει στο πνευματικό σπινθηροβόλημα μ’ απαγγελίες και πικάντικες ιστορίες, που θα έδιναν κι αυτές κατόπι θέση στο μαστορεμένο κουτσομπολιό που πρωταγωνιστούσανη… «σουμπρέτα» της παρέας (ο Τόλιας ο Σπανός) και το «ντούο πεινάλε» (ο Γάλης και ο Βαγγέλης). Κουτσομπολιό που έκαιγε με το μπαμπάκι. Κουτσομπολιό που δεν άφηνε τίποτε «νέο της ημέρας» έξω. Πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό. Και συνέχιζε στερνά το λαϊκό τραγούδι, ώσπου το «Γαμήλιο Εμβατήριο» του Μέντελσον και το κουδούνι πού ‘ταν κρεμασμένο στην πόρτα της ταβέρνας, εσήμαναν ότι… η συναυλία ετελείωσε. Όλα δε εκεί σ’ ατμόσφαιρα ευγενική, πολιτισμένη. Καυγάς, δεν εσημειώθηκε ποτέ στην ταβέρνα του Σπανού. Κι όταν η ταβέρνα έκλεινε, η μελωδία ξεχύνονταν στους δρόμους ως που να βγη τ’ αστέρι της χαραυγής. Ήταν οι ώρες της καντάδας, του έρωτα. Κι άνοιγαν γρύλιες και σκιαγράφονταν κεφαλάκια αγαπημένα…
Και η Ταβέρνα του Σπανού έγινε τόσο ξακουσμένη και η παρέα του φτωχού μπαλωματή (του Πάνου Κορτσέτη) τόσο σεβαστή, που δε παρουσιάζονταν ποτέ καλλιτέχνης του τραγουδιού και της μουσικής μπροστά στο κοινό του Αγρινίου, πριν περάσει από την Ταβέρνα αυτή και πριν γνωριστεί με τα μέλη της «Γκρίνιας». Έτσι, στους ασβεστωμένους τοίχους του Βραχωρίτικου ε κ ε ί ν ο υ «Μουλέν Ρουζ», ο.. καλλιτεχνικός του Δ/ντής, οΒαγγέλης ο Κουκούλης, μαζί με τα έξυπνα αποφθέγματά του σαν το «κούπαις κτώνται τ’ αγαθά»είχε γράψει ονόματα διελθόντων πανελλήνια τότε γνωστά σαν του Γιάννη Αγγελόπουλου, της Κυπαρίσση, της Βλαχοπούλου, του Βλαχοπούλου, του Ν. Μωραίτη, του Θωμάκου, της Ζαγκαρόλα, της Λουκάσεβιτς, του Πέτρου Επιτροπάκη, του Σπύρου Καψάλη, του Βακόντιου, του Μολότσου, του Δελένδα, του Πρεδάρη, του Γιάννη Μαρσέλλου και πλήθους καλλιτεχνών της ελαφράς λυρικής σκηνής και της πρόζας από της Ηρούς Χαντά ως του Αλεξανδράκη. Και μαζί, τα ονόματα του Καπράλου, του Μπόγρη, του Παντελή Χορν, του Μαυροκέφαλου κ.ά.
Τα χρόνια επέρασαν. Ο Αλβανικός πόλεμος, η ξενική κατοχή, ο συμμοριτοπόλεμος και τα ίδια τα χρόνια, σκόρπισαν τη «Γκρίνια», έκαμαν σιγά-σιγά την ταβέρνα να βουβαθεί. Του κάκου κατοπινές προσπάθειες να της ξαναδώσουν τη φωνή της.Τον Ανδρέα, τον άλλον Ανδρέα, τον Τάσο, τον Μάρκο, τον Λάκη, τον Γρηγόρη, τους επήρε ο Χάρος. Τη «κλώσσα» τον Πάνο, τα αδέλφια Μίμη και Γιώργο, τον Γάλη τους τράβηξε μια μεγάλη πολιτεία. Του καπνέμπορα έφυγαν τα δόντια κι έσπασε η κιθάρα, τον Θανάσητον σακάτεψε το τσόλι του καπνομάγαζου, οΒαγγέληςαποτραβήχτηκε σ’ απόμερο παίρνοντας μαζί του στο νέο πόστο του λίγες αναμνήσεις, του Μήτσουέσπασε η ρόδα, ο υποφαινόμενος ο τότε άδων γίνηκε άδους,οι Σπανοίπαράτησαν την Ταβέρνα. Και τέλος, η ταβέρνα και η κληματαριά σωριάστηκαν. Η φωλιά που κελαηδούσε, σώπασε για πάντα. Μια ιστορία έκλεισε, μια εποχή διάβηκε αγύριστα. Την επήρε η μπουλτόζα. Ω τέμπορα!!!
Πάνος Ι. Βλασσόπουλος
Με την σάτιρα λέμε τα πιο σοβαρά πράγματα….
Μερικά από τα συνθήματα που κρατούν.
Για δες καιρό που διάλεξε
ο χάρος να τον πάρει,
τώρα που θα τους τρώγαμε
Σοφούλη και Τσαλδάρη
Ο Πλαστήρας προ των πυλών
τους πάντας απειλών
Ο ύπνος είναι θάνατος
και το κρεβάτι μνήμα
το γιλεκάκι ένδυμα
που γίνεται με νήμα
ΜΗΔΕΝ
Το δις διχοτομείν
ουκ ανδρός σοφού
όρα και το περίσσευμα
του προϋπολογισμού
RADIO ΓΚΑΡΑ-ΜΑΓΚΙΩΡΟΥ
ΡΑΔΙΟ-ΦΟΝΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ
ΕΚΠΟΜΠΕΣ
ΝΤΟΥΤΣΑΓΑ Αχ! Μάναμ.
ΓΚΕΝΟΒΑ Λαχανάδες
ΦΟΥΣΚΑΡΗ Ο Αρτέμης
ΕΡΥΘΡΑΙΑ Ογλάν-Ογλάν
ΚΑΖΑΜΙΑΣ 1936
Δρυμίτατον ψύχος
Δέκα Υπό το Μηδέν
1. Σοφούλης
2. Τσαλδάρης
3. Θεοτόκης
4. Παλλαϊκόν
5. Καφαντάρης
6. Παπαναστασίου
7. Κοντζαμάνης
8. Μεταξάς
9. Τουρκοβασίλης
10. Ράλλης
Ο Γεώργιος Σουρής
Κι ο σημερινός ΜΑΡΗΣ
Αβάντι, ριχτείτε
κοιλιές ξεσφιχτήτε
γεμίστε στομάχι
κι ας κλαίει όποιος τα ‘χει
Μη κάντε νισάφι
βουτήχτε χρυσάφι
Visited 7 times, 1 visit(s) today