4 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης του Αγρινίου βρίσκεται η Μεγάλη Χώρα. Παλιότερη ονομασία της περιοχής ήταν Ζαπάντι, αν και μέχρι σήμερα οι περισσότεροι χρησιμοποιούν αυτή την παλιά ονομασία, παρ’ ότι άλλαξε από το 1927.
Στο Χάρτη του Barnand Randolf (1560), αναφέρεται η ονομασία «Ζαπάντα».
Η ονομασία της πόλης τους (Ζεμπάν, Ζαπάντ’) είναι σλαβική και σημαίνει «δυτικά». Κατά την άποψη του Εβλιά Τσελεμπί η ονομασία είναι Τούρκικη και σημαίνει «γλώσσα».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, οι κάτοικοι του τότε Ζαπάντ’ υποστήριζαν ότι ήταν απόγονοι των αρχαίων «Λαλαίων». Δεν ήταν Τούρκοι στην καταγωγή αλλά αυτόχθονες μικροϊδιοκτήτες, χριστιανοί, ομαδικά εξισλαμισμένοι. Παντρεύονταν γυναίκες ελληνίδες χριστιανές (δεν ξέρουμε αν υποχρεώνονταν και αυτές να αλλαξοπιστήσουν) και όλες οι οικογένειες μιλούσαν και ελληνικά και τούρκικα.
Η μουσουλμανική θρησκεία δεν έχει γυναικεία θεότητα και η Παναγιά ήταν πολύ αγαπητή ακόμα και στις μουσουλμάνες τουρκικής καταγωγής. Η Παναγιά ονομαζόταν από τους μουσουλμάνους «Μεϊρέ Μάνα».
Το αποτέλεσμα ήταν οι κάτοικοι του Ζαπάντ’ να μην έχουν καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους στο Βραχώρι -όπου παρατηρείται ενδογαμία-, γιατί οι τελευταίοι δεν τους θεωρούσαν γνήσιους Τούρκους αλλά «ελληνίζοντες» και κρυπτοχριστιανούς. Δεν είχαν καλές σχέσεις ούτε και με τους χριστιανούς της περιοχής, γιατί ως εξισλαμισμένοι ήταν αρνησίθρησκοι.
Κάποτε πολιόρκησαν το Ζαπάντ’ 2.000 εχθροί. Έχτισαν έναν πύργο και έφεραν και δύο πυροβόλα. Το Ζαπάντ’ είχε περίπου 400 μαχητές και τέσσερις πύργους. Οι κάτοικοί του, παρόλο που πεινούσαν, αρνιόνταν να δεχτούν τους όρους υποταγής που τους πρότειναν οι πολιορκητές, πολλοί από τους οποίους, βλέποντας ότι η σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων οδηγούσε σε αδιέξοδο, αποχώρησαν. Αυτοί που απέμειναν άνοιξαν ένα λαγούμι, το γέμισαν με μπαρούτι και προσπάθησαν να ρίξουν τους πύργους του Ζαπάντ’. Οι μαχητές του όμως δεν έδειξαν να πτοούνται και απάντησαν με μια σφοδρή επίθεση. Οι πολιορκητές υποχώρησαν μπροστά στην ορμή των πολιορκημένων, οι οποίοι θα νικούσαν -σύμφωνα με τους ιστορικούς- αν δεν είχαν την ατυχία να σκοτωθεί ο αρχηγός τους.
Οι πολιορκητές έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών μαχητών του Ζαπάντ’ και τα κρέμασαν στον πύργο τους. Οι πολιορκημένοι τελικά -μετά από 45 μέρες πολιορκία- δέχτηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να φύγουν με τον όρο οι νικητές να σεβαστούν τη ζωή και την τιμή τους. Αυτοί όμως αθέτησαν τους όρους τις συνθήκης. Λαφυραγώγησαν τους ηττημένους και πολλούς τους σκότωσαν.
στην Ημερίδα που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (τμήμα σχολών Αγρινίου), στο Αγρίνιο,τον Σεπτέμβριο του 2000 και δημοσιεύτηκε από τον Δήμο Αγρινίου.
Κατά τον μεγάλο Έλληνα ιστορικό του 19ου αιώνα, Ιωάννη Φιλήμονα, η πολιορκία του Ζαπαντιού άρχισε την 16η Ιουνίου του 1821 και η παράδοσή του έγινε την 26η Ιουλίου.
Ο Εβλιγιά Τσελεμπή ταξίδεψε σ’ ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία επί 40 χρόνια και οι αφηγήσεις του που έχουν καταγραφεί σε οκτώ τόμους, έχουν τον τίτλο “Σεγιαχατναμέ” (Βιβλίο των ταξιδιών). Ο όγδοος τόμος αναφέρεται στην χώρα μας.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1667. Η περιήγησή του στην Αιτωλοακαρνανία πραγματοποιήθηκε το 1668.
Ας δούμε τί αναφέρει και για το γειτονικό του Βραχωριού (Αγρινίου) χωριό Ζαπάντι (Μεγάλη Χώρα).
Τρείς ώρες δρόμο [μετά το Νατολκό (= Αιτωλικό)] μές στα βουνά και υπάρχει καλοχτισμένος και ωραίος ορεινός κασαμπάς, που ανήκει στη δικαιοδοσία του Καπουδάν Πασά και βρίσκεται μέσα στα όρια του σαντζάκ του Κάρλελι (Κάρλι-ελί). Είναι «χάς χουμαγιούν», βοεβοδιλίκ και καζάς παγιέ εκατόν πενήντα ακτσέδων.
Ο ναχιές [Δήμος (Ζαπαντίου)] του περιλαμβάνει […] χωριά.
Στα γύρω βουνά υπάρχουν καταστρεμμένα αρχαία φρούρια.
Στο Ζεμπάν εδρεύει : Ναΐπης, υπαγόμενος – διοικητικά – στο Λαχόρ [Βραχώρι Αγρίνιο]. Είναι επίσης έδρα Σεμπάχ-κετχουντασί και έχει: Σερντάρη, Μουχτασίπ, Μπαντζάρ και Χαράτς.
Το τζαμί του παζαριού έχει πολύ μεγάλη ενορία. Ο μιναρές του είναι χτισμένος με σπασμένο τούβλο και η αυλή του στολίζεται με θεόρατα κυπαρίσσια. Υπάρχει ακόμα ένα τζαμί: το Κιουτσούκ-Παζάρ.
Ο Μουσά Αγά – που είναι ευνούχος στο σουλτανικό χαρέμι – ίδρυσε την πόλη αυτή στα χρόνια του επουλφατίχ [εκπορθητή] Μουχάμετ Χάν [ = Μωάμεθ Β΄)]. Γι’ αυτό και ονομάζεται: Ζεμπάν (γλώσσα), κατ’ ευφημισμό για τον μουγγό αγά.Ο κασαμπάς έχει τριακόσια σπίτια κακοχτισμένα – και όλα με τούβλα – που περιστοιχίζονται από μπαχτσέδες και αμπέλια. Δυστυχώς οι κάτοικοι είναι λίγοι, γιατί εδώ και μια τετραετία η κωμόπολη μαστίζεται από μια μυστηριώδη επιδημία. Και γι’ αυτόν τον λόγο απαγορεύσανε την είσοδο και σε μένα ακόμα «που δεν είμαι τίποτα». Πάντως, καλά θα κάνει όποιος περάσει απ’ το μέρος αυτό να μην το ομολογάει, γιατί οι χωρικοί των άλλων περιοχών ξέρουν πως το Ζεμπάν είναι μολυσμένο κι αποφεύγουν όσους έρχονται αποκεί. Κι έτσι, κινδυνεύει να βρεθεί χωρίς φαγητό και κατάλυμα. Χάρη στον Αλλάχ, εμείς περάσαμε κείθε και δεν πάθαμε το παραμικρό. Ίσως γιατί δεν ήρθαμε σε επαφή με κανέναν απ’ τους ντόπιους. Και το σουλτανικό φιρμάνι, με το οποίο υποχρεωνότανε ο κασαμπάς να στείλει ραγιάδες και στρατιώτες στον ντισντάρη της Μάνης [κωμόπολη Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας], το παραδώσαμε σ’ έναν μουσουλμάνο αγρότη, που το σπίτι του ήταν πολύ μακρυά από το Ζεμπάν. Σ’ αυτουνού μείναμε τη νύχτα και το πρωί, αφού του δώσαμε τριακόσια γρόσια και αγοράσαμε ένα άλογο, φύγαμε άρον-άρον.Το κλίμα είναι βαρύ κι η περιοχή παράγει ρύζι. Αλλά το προϊόν που έχει κατακτήσει τον κόσμον όλον, είναι ο καπνός του Ζεμπάν. Είναι πλατύφυλλος κι έχει σέρτικο άρωμα.
Ο κασαμπάς δεν έχει τρεχούμενο νερό και όλοι πίνουν απ’ τα πηγάδια. Παρόλα αυτά, όμως η πεδιάδα είναι πολύ καρπερή.
Εξαιτίας της επιδημίας, έχουν μείνει λίγοι άντρες στην περιοχή. Έτσι, μια γυναίκα ή μια κόρη με πεντέξι πουγγιά προίκα, μπορεί να παντρευτεί τον καλύτερο μουσουλμάνο. Γι’ αυτό, οι πιο πολλές από τις γυναίκες των είναι θυγατέρες γκιαούρηδων [Ελλήνων].
Στα περισσότερα σπίτια μιλάνε όλοι ρωμέικα [Ελληνικά] – το ίδιο καλά με τα τούρκικα, – αλλά η νοοτροπία τους είναι καθαρά ρωμέικη [Ελληνική].
Όλων τα ρούχα είναι τσόχινα. Οι πιο γέροι φοράνε μεγάλα λευκά σαρίκια, ενώ οι νεώτεροι είναι ντυμένοι νησιώτικα κι έχουνε κόκκινα φέσια».
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
κασαμπάς [κωμόπολη]
σαντζάκ [νομός]
Ναΐπης [ιεροδικαστής]
Μουχτασίπ [Αγορανόμος]
Χαράτς-εμινί [Φοροεισπράκτορας του κεφαλικού φόρου]
χάς χουμαγιούν [Σουλτανικό χάσι/τιμάριον]
βοεβοδιλίκ [έδρα πολιτικού διοικητηρίου]
καζάς παγιέ [έδρα ιεροδικαστικής εξουσίας σε επίπεδο επαρχίας]
ακτσές [νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]
μεστζίτ [τέμενος χωρίς μιναρέ]
μεντρεσέδες [Ιεροδιδασκαλεία]
μεκτέπ [σχολείο για μικρά παιδιά]
ντισντάρης [Φρούραρχος]
σερήδες [πιστοί Μουσουλμάνοι, σε αντίθεση με το «καφίρηδες» (=άπιστοι)