Ο Άγιος Βλάσιος ήταν ηγούμενος στην Ιερά Μονή των Εισοδίων της Θεοτόκου που βρίσκονταν στην περιοχή των Σκλαβαίνων – Ζαβέρδας νυν Παλαίρου Αιτωλοακαρνανίας.
Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο από Αγαρηνούς πειρατές μαζί με πέντε συμμάρτυρές του και πλήθος χριστιανών λαϊκών αντρών γυναικών και παιδιών που αποτελούσαν ποίμνιο του.
Τον αποκεφάλισαν αφού προηγουμένως κάρφωσαν αργά στο σώμα του πέντε καρφιά. Στην συνέχεια οι δήμιοι του προσπάθησαν να κάψουν το σώμα του αλλά αυτό δεν κάηκε.
Οι διασωθέντες χριστιανοί που έφτασαν στο σημείο έθαψαν τον Άγιο Βλάσιο χωριστά από τους πέντε συμμαρτυρίσαντες συνασκητές του, τους οποίους έθαψαν μαζί σε κοινό τάφο.
Τους υπόλοιπους χριστιανούς τους έθαψαν όπως-όπως σε μεγαλύτερο ομαδικό.
Το μαρτύριο τους έλαβε χώρα την 19η Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή.
Σε πέτρινη επιγραφή που βρέθηκε στο σημείο του τάφου του αναφέρονταν το έτος 1006 μ.Χ. η οποία πιθανώς να προσδιορίζει και τον χρόνο του μαρτυρίου του.
Σιγά σιγά χάνεται και σκεπάζεται από την λήθη του χρόνου το μαρτύριο και η ιστορικότητα του Αγίου Βλασίου και των συν αυτώ αλλά και όλων των γεγονότων τα οποία έλαβαν χώρα.
Αγνοείται παντελώς η οντότητα του μεγάλου αυτού αγίου.
Μόνο στις διηγήσεις της προφορικής παράδοσης αναφέρεται η σφαγή που έλαβε χώρα, σε απροσδιόριστο παρελθοντικό χρόνο.
Έτσι και η ονομασία της περιοχής από Κιάφα σε «Σκλάβαινα» (περιοχή που υπέστη σκλαβιά – αιχμαλωσία).
Χάνεται κάθε ιστορική ή και μορφολογική ένδειξη της ύπαρξης του Αγίου για 900 και πλέον χρόνια. Όλα τα σκέπασε το σκοτάδι της λησμονιάς.
Αν και το όλο ιστορικό χάθηκε στα βάθη των αιώνων αν και τίποτα δεν καταμαρτυρούσε για τα γεγονότα των Σκλαβαίνων, αν και ο τόπος είχε αλλάξει ριζικά από μορφολογικής αλλά και πληθυσμιακής πλευράς, από το έτος 1915 μ.Χ. και εξής αρχίζουν να συμβαίνουν ανεξήγητα αλλά και θαυμαστά γεγονότα στην περιοχή των Σκλαβαίνων.
Πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής αρχίζουν να βλέπουν σε όνειρα κάποιον επιβλητικό και ιεροπρεπή ρασοφόρο, ο οποίος τους έλεγε:
«Είμαι ο Άγιος Βλάσιος. Να σκάψετε στο σημείο αυτό και να βγάλετε τα λείψανά μου» και τους έδειχνε το συγκεκριμένο τόπο.
Σημειωτέων ότι στο σημείου του τάφου τίποτα δεν δήλωνε την ύπαρξή του.
Μην ξέροντας, πάνω από αυτό το σημείο είχαν κατασκευαστεί ποιμνιοστάσια και στάβλιζαν πρόβατα.
Οι κάτοικοι μη μπορώντας να εξηγήσουν το γεγονός των εμφανίσεων αυτών του ιερέα, κατασκεύασαν ένα πέτρινο εικονοστάσι αφιερωμένο στον Άγιο Βλάσιο επίσκοπο Σεβαστείας, στο σημείο που τους έδειχνε ο άγιος.
Δεν επιχείρησαν όμως ποτέ να σκάψουν είτε από δυσπιστία είτε από τον φόβο της απογοήτευσης.
Οι εμφανίσεις όμως του Αγίου άρχισαν να γίνονται πιο επίμονες και επιτακτικές με αποδέκτες πολλούς περισσότερους κατοίκους της περιοχής. Αλλά και πάλι δεν προχωρούσαν στο έργο της εκταφής του αγνώστου τάφου.
Το 1923 μ.Χ ο άγιος φανερώθηκε στην γερόντισσα Ευφροσύνη Κατσαρά.
Μια απλή γνήσια και ευσεβή πολύτεκνη γυναίκα χήρα.
Ήταν νύκτα της 23η Αυγούστου του1923 μ.Χ. Η Ευφροσύνη φρόντιζε την ετοιμοθάνατη κόρη της η οποία έπασχε από τυφοειδή πυρετό. Ξαφνικά, αφού ακούστηκε δυνατός κρότος άνοιξαν τα πορτοπαράθυρα του σπιτιού της και ένα εκτυφλωτικό φως πλημμύρισε το σπίτι.
Μέσα από το φως, εμφανίστηκε κάποιος επιβλητικός ιερέας, ντυμένος με την ιερατική στολή, ο οποίος κρατούσε στο χέρι ποιμαντική ράβδο.
Τα χαρακτηριστικά του τα διέκρινε με κάθε λεπτομέρεια η γερόντισσα Ευφροσύνη ενώ η κόρη της αντιλαμβάνονταν μόνο την εκτυφλωτική λάμψη.
Ο άγιος ιερέας απευθυνόμενος στην Ευφροσύνη της είπε ότι είναι ο Άγιος Βλάσιος και της ζήτησε να τον ακολούθησε για να της υποδείξει το ακριβές σημείο του τάφου του προκειμένου να ενεργήσει για την εκταφή του.
Σαστισμένη η γερόντισσα από το γεγονός που ζούσε προέβαλε στον Άγιο τον δισταγμό της λόγω της ασθένειας της κόρης της.
Ο Άγιος τότε αφού έβγαλε κάποιον εγκόλπιο σταυρό σταύρωσε την ετοιμοθάνατη κόρη της και της ζήτησε ξανά να τον ακολουθήσει. Όπως κι έγινε.
Μέσα στο αποπνικτικό σκοτάδι η Ευφροσύνη ακολούθησε το φωτοβόλο Άγιο Βλάσιο, ο οποίος την οδήγησε στο σημείο που είχαν χτίσει το προσκυνητάρι. Εκεί με την ράβδο που κρατούσε χάραξε ένα κύκλο στο χώμα, υποδεικνύοντας το σημείο που θα ‘πρεπε να σκάψουν για να βγάλουν τα άγια λείψανά του.
Στην συνέχεια ο Άγιος αφού επέστρεψε την Ευφροσύνη στο σπίτι της εξαφανίστηκε. Εκεί η γερόντισσα βρήκε την κόρη της πολύ καλύτερα και θεραπευμένη.
Από την επομένη ημέρα κιόλας άρχισε τις ενέργειες για να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων. Όλοι όμως την αντιμετώπιζαν με κάποια δυσπιστία και επιφύλαξη. Αρωγός όμως των προσπάθειών της αυτών ήταν ο Άγιος Βλάσιος που την καθοδηγούσε , αλλά και που εμφανίζονταν και σε άλλα άτομα προκειμένου να γίνει αυτή πιστευτή. Πράγματι οι προσπάθειες της απέδωσαν και άρχισαν οι εργασίες της ανακομιδής με πολλές επιφυλάξεις και μεγάλη ένταση.
Όπως εμφανίστηκε στην γερόντισσα. |
|
Την τρίτη ημέρα των εργασιών κι ενώ για πολλοστή φορά ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν η σκαπάνη χτύπησε σε μια πέτρινη πλάκα. Ρίγη συγκίνησης και δέος κατέλαβαν τους παρευρισκομένους. όταν έβγαλαν την επιτάφια πλάκα μια ουράνια ευωδία ξεχύθηκε και απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Βρίσκονταν πάνω από τον τάφο, μέσα στον οποίο βρίσκονταν τα λείψανα του Αγίου Βλασίου και τα οποία τόσα χρόνια ζητούσε να βγάλουν από την γη.
Μέσα στον τάφο και πάνω από τα ιερά λείψανα βρέθηκαν ένας εγκόλπιος βαρύτατος σιδερένιος σταυρός και τα πέντε καρφιά του μαρτυρίου του.
Αφού περισυνέλλεξε η Ευφροσύνη τα ιερά λείψανα σύμφωνα με τις οδηγίες του Αγίου άρχισε να ενεργεί τα δέοντα για την ανέγερση του ιερού του Ναού και την αγιογράφηση της ιεράς του Εικόνας.
Επίσης, ο Άγιος Βλάσιος έκανε δύο εμφανίσεις, μία σε όραμα στον αείμνηστο Αρχιμ. Αρσένιο Τσαταλιό την 6-12-1978 μ.Χ. και μία άλλη στον ευλαβέστατο μοναχό Παΐσιο τον Αγιορείτη στο Άγιο Όρος το 1980 μ.Χ.
Ήταν 21 Ιανουαρίου 1980, Κυριακή του Ασώτου, προς Δευτέρα.
Ο γέροντας Παΐσιος, ενώ προσευχόταν το βράδυ στο κελί του με κομποσκοίνι, βλέπει να παρουσιάζεται μπροστά του μέσα σε φως ένας Άγιος άγνωστος που φορούσε μανδύα καλογερικό.
Δίπλα του στον τοίχο του κελιού του, πάνω από την σόμπα φαίνονταν ερείπια Μοναστηριού. Αισθανόταν απερίγραπτη χαρά και αγαλλίαση και σκεφτόταν:
«Ποιος Άγιος είναι;».
Τότε άκουσε φωνή από την Εκκλησία:
«Είναι ο Άγιος Βλάσιος από τα Σκλάβαινα».
Από ευγνωμοσύνη, για να ευχαριστήσει τον Άγιο για την τιμή που του έκανε, πήγε στα Σκλάβαινα και προσκύνησε τα Λείψανά του. Ανταπέδωσε τρόπον τινά την επίσκεψη.
Αναφέρει ο κ. Απόστολος Παπαχρήστου:
«Την εικοστή Μαΐου 1980 ο Γέροντας Παΐσιος ήρθε στο σπίτι μου στο Αγρίνιο, με σκοπό να πάει στα Σκλάβαινα Ξηρομέρου και να προσκυνήσει τα ιερά Λείψανα του Αγίου Βλασίου του εν Σκλαβαίνοις, μετά από αποκάλυψη του Αγίου στο κελί του.
Έμεινε ένα βράδυ στο σπίτι μας και παρ’ ότι του στρώσαμε καθαρά λευκά σεντόνια, ο Γέροντας τα άφησε τελείως άθικτα. Όταν πήγε στα Σκλάβαινα, προσκύνησε τον Άγιο και δίδαξε όλους γύρω του».
Όπως εμφανίστηκε στον γέροντα Παΐσιο |
|
Ακολούθως ο Γέροντας Παΐσιος παρήγγειλε την εικόνα του Αγίου Βλασίου στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος στο Κορωπί Αττικής, αφού περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του Αγίου στην αγιογράφο μοναχή.
Όταν πήρε την εικόνα αναπαύθηκε, διότι απέδιδε ακριβώς τον Άγιο. «Φαίνεται ότι η αδελφή είχε ευλάβεια και την έκαμε με προσευχή και νηστεία», είπε.
Κάθε χρόνο, τιμούσε την μνήμη του Αγίου Βλασίου με αγρυπνία μόνος του στο κελί του.
Τον γιόρταζε, όχι στις 11 Φεβρουαρίου, που επικράτησε να γιορτάζεται η μνήμη του, αλλά στις 19 Δεκεμβρίου, την ημέρα που μαρτύρησε.