Ιούλιος του ’44
Το μεσημέρι του Σαββάτου 29 Ιουλίου 1944 στο χωριό επικρατούσε ανησυχία.
Στα μαγαζιά συζητιούνταν ο σκοτωμός του ΕΛΑΣίτη αντάρτη Ανδρέα Γ. Κρασσά από την Κατοχή, περί ώρα 10.30 π.μ. από γερμανικό μηχανοκίνητο περίπολο στο χωράφι του Φώτη Ζαπαντιώτη, ένα χιλιόμετρο περίπου βορειοανατολικά του χωριού.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που τα καλυβιώτικα χωράφια «ποτίστηκαν» με το αίμα αγνών πατριωτών που μάχονταν τον γερμανό κατακτητή. Είχε προηγηθεί ο χαμός του ΕΛΑΣίτη αντάρτη Γεωργίου Παπατρέχα, του περίφημου «Καπετάν Ερμή», από την Μαχαιρά Ξηρομέρου, που σκοτώθηκε από ριπή πολυβόλου όπλου που εξαπολύθηκε από τον σκοπό του γερμανικού πολυβολείου που ήταν εγκατεστημένο απ’ έξω από το μαγαζί του Πάνου Ζαγκογιάννη που βρίσκονταν στην «Κοκινιά», όταν επιχείρησε, φεύγοντας από την καλύβα του Μπελεβώνη, να περάσει το δρόμο στου «Σκάμ’ τ’ αυλάκι»,. Το περιστατικό συνέβη στις 9 Οκτωβρίου 1943, ώρα 8 π.μ. Ο ΕΛΑΣίτης αντάρτης έπεσε θανάσιμα τραυματισμένος στο χωράφι του Θύμιου Αναστασίου (Πρόκου). Εκεί δέχτηκε σε λίγο την χαριστική βολή από τους ναζί γερμανούς στρατιώτες που επάνδρωναν την σκοπιά.
Το 2/39 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, ύστερα από σχετική διαταγή επιχειρήσεων της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, σχεδίασε να στήσει ενέδρα σε γερμανικό όχημα που οι επιβαίνοντες σ’ αυτό στρατιώτες έκαναν, κατά πληροφορίες, πλιάτσικο στις σοδειές των Καλυβιωτών. Η δεύτερη εκδοχή για τον στόχο της ενέδρας των ανταρτών, για την οποία συνηγορεί ο αριθμός των αντρών της ομάδος των ανταρτών, που δεν έγινε όμως δυνατό να διασταυρωθεί, δέχεται ότι αρχικά σχεδιάστηκε να κτυπηθεί το τραίνο που μετέφερε γερμανικά στρατεύματα και ταγματασφαλίτες-γερμανόφιλους στο 25ο χιλιόμετρο της γραμμής των ΣΒΔΕ Αγρινίου-Κρυονερίου όπου η ανωφέρεια του δρόμου υποχρέωνε το τραίνο να κινείται με πολύ μικρή ταχύτητα διευκολύνοντας έτσι τις κινήσεις των ελασιτών ανταρτών. Το κτύπημα αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, το μέλος του ΕΑΜ Καλυβίων, ο τσαγκάρης Πάνος Αναστασίου, γνωρίζοντας τα σαρωτικά αντίποινα των Γερμανών στο χωριό, καθυστέρησε, παραπλανώντας τους ελασίτες αντάρτες, να λάβουν επίκαιρες θέσεις στον τόπο της ενέδρας.
Το μεσημέρι λοιπόν του Σαββάτου της 29ης Ιουλίου 1944 15μελής, ή κατά άλλες εκδοχές 12μελής ή 14μελής μικτή ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ από Κεφαλλονίτες και Ρουμελιώτες, ακολουθώντας τις ορεινές διαδρομές των οικισμών Βούστρι – Αχυρών – Κομποτής -Αετού – Μπαμπίνης – Μαχαιράς – Σκουρτούς – Γουριώτισσας και αφού πέρασε το ποτάμι του Αχελώου από την περαταριά, έφτασε στη παραποτάμια θέση “Βαρειά”, όπου συγκεντρώθηκαν κάτω από τον πλάτανο του κτήματος Κακατσίδη. Εκεί τους συνάντησαν οι σύνδεσμοι ΕΠΟΝίτες Καλυβιώτες Γεώργιος Π. Τσιρογιάννης και Χαρίλαος Σταβάρας που ενώθηκαν μαζί τους.
Η ομάδα των ανταρτών έγινε πια με τους δύο νέους Καλυβιώτες, 17μελής. Σε λίγο κατέφτασε και ο Γιώργης Αναστασιάδης, παιδί του παπά Μήτσου, καβάλα στο μούρτζο άλογο του Βασίλη Μαϊκαντή. Συνεννοήθηκε μαζί τους για να φύγει ύστερα από λίγα λεπτά.
Με τους συνδέσμους του ΕΛΑΣ στο χωριό οι αντάρτες έστειλαν μήνυμα στη Ζωίτσα συζ. Βασιλείου Αναγνωστόπουλου (Μάντζου) να ψήσει ψωμιά στο φούρνο της και να τους ετοιμάσει φαγητό. Η Ζωίτσα με γρήγορες κινήσεις και με τη βοήθεια των θυγατέρων της Γεωργίας, Ισαβέλλας και Αθηνάς ετοίμασε τη παραγγελιά.
Το φαγητό αποτελούμενο, από ένα καζάνι κρέας μαγειρεμένο με μακαρόνια, ένα κοφίνι τυρί, μια ζεστή σταρένια κουλούρα και μία προσκεφαλάδα ψωμιά, ανέλαβαν να το πάνε στους αντάρτες οι νεαροί Ιωάννης Ε. Ζαπαντιώτης, Γεώργιος (Γάκιας), Αθ. Καραγιώργος και Νικόλαος Γ. Κοντογιώργος.
Είχε πια νυχτώσει. Ακολουθώντας τις υποδείξεις των ανταρτών έμειναν και διανυκτέρευσαν μαζί τους εκεί κάτω από το πλατάνι του Κακατσίδη. Το πρωί της Κυριακής η ομάδα των ανταρτών ήταν σε πολεμική ετοιμότητα. Το ηθικό των αντρών της ομάδος ακμαιότατο. Τα 3 νεαρά Καλυβιωτάκια που είχαν μεταφέρει το φαγητό αφέθηκαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Αρχικά, γύρω στις 8 το πρωί, έφυγαν ο Γάκιας Καραγιώργος και ο Νίκος Κοντογιώργος. Ύστερα από 2 ώρες περίπου, περί ώρα 10η πρωινή, αφέθηκε να φύγει και ο 17χρονος Γιάννης Ζαπαντιώτης. Μαζί του έχει ένα σημείωμα που του έδωσε ο Ντούλας Κακαζιώτης για να το δώσει στα χέρια του αδελφού του Αλέξη Κακαζιώτη που του ‘γραφε ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί τις αμέσως επόμενες ώρες στο χωριό. Όμως δεν γνώριζε το ακριβές σχέδιο των ανταρτών.
Οι δύο σύνδεσμοι επονίτες Καλυβιώτες, νεαρά βλαστάρια, Γεώργιος Π. Τσιρογιάννης και Χαρίλαος Σταβάρας έλαβαν αυτόματα όπλα από τους ελασίτες αντάρτες της ομάδος. Με τη καθοδήγηση των συνδέσμων αυτών οι αντάρτες βρέθηκαν έγκαιρα στο τόπο της ενέδρας όπου πήραν επίκαιρες θέσεις. Ο Γιώργος Τσιρογιάννης κρύφτηκε στο παλιό φυλάκιο όπου πήρε θέση μάχης. Το σημείο ήταν ιδανικό για την εξολόθρευση κάθε κινούμενου στόχου. Από το μοναδικό παράθυρο της νότιας πλευράς του φυλακίου κατόπτευε την αμαξιτή οδό. Μια νέα ομάδα ανταρτών αποτελούμενη από επτά ΕΛΑΣίτες αντάρτες ήρθε να ενωθεί λίγο πριν το σχεδιασθέν κτύπημα με την αρχική ομάδα κρούσης των ανταρτών. Εντολή παρακολούθησης της περιοχής της ενέδρας είχαν λάβει και έφεραν με επιτυχία σε πέρας, έχοντας μάλιστα ως συνθηματικό «τα τρία σφυρίγματα», ο Αναστάσιος (Τασάκλας) Δημ. Αναστασιάδης, ο Γεώργιος Δημ. Αναστασιάδης που αντικατέστησε τον αδελφό του λίγο πριν το κτύπημα αλλά και ο εφεδρο-ΕΠΟΝίτης Χαρίλαος Σταβάρας.
Η ενέδρα στήθηκε 800 περίπου μέτρα νότια του χωριού μας στη θέση “Φυλάκιο” που πήρε την ονομασία αυτή εξαιτίας του φυλακίου των Σ.Β.Δ.Ε. το οποίο υπήρχε στο σημείο εκείνο, όπου διασταυρώνονταν η κύρια γραμμή του τραίνου Αγρινίου-Κρυονερίου με εκείνη που πήγαινε προς τη θέση “Ξυλεία”, του σημερινού οικισμού Αγίου Γεωργίου, για την φόρτωση των κορμών κυρίως ελάτης που έφταναν εκεί πλέοντας τον Αχελώο ποταμό.
Οι αντάρτες κρυμμένοι καλά κάτω από τις σαμακιές και τους άλλους θάμνους της περιοχής που τους πρόσφεραν την τέλεια απόκρυψη αλλά και στα μικρά αναχώματα των χωραφιών, περίμεναν να φανεί το γερμανικό όχημα το οποίο πλιατσικολογούσε στο καλυβιώτικο κάμπο για να εφαρμόσουν το καλά σχεδιασμένο «καταδρομικό» πλήγμα τους.
Ο ήλιος έκαιγε. Η ώρα έδειχνε 13.30 το μεσημέρι. Ένα γερμανικό όχημα, που έλεγχε καθημερινά το τμήμα της τηλεγραφικής γραμμής Σταθμού Αγγελοκάστρου – Αγρινίου, η οποία έβαινε παράλληλα με την γραμμή του τραίνου φάνηκε να έρχεται από το Αγγελόκαστρο. Δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Η μικρή ανωφέρεια του δρόμου, οι μεγάλες λακκούβες, από τις χειμωνιάτικες και ανοιξιάτικες βροχές, στο σημείο επαφής του χωμάτινου δρόμου με την γραμμή του τραίνου αλλά και η υποχρεωτική πορεία του οχήματος πάνω από τις γραμμές του τραίνου υποχρέωναν τον οδηγό να ελαττώσει την ταχύτητα του οχήματος. Οι ενεδρεύοντες αντάρτες, που είχαν ως αρχηγό τους τον Σπυρίδωνα Στεφανίτση του Γεωργολουκά από το Αργοστόλι Κεφαλονιάς, τον θρυλικό «καπετάν Λευτεριά», όπως θυμάται με βεβαιότητα ο Γιάννης Ζαπαντιώτης, αποφασίζουν να το κτυπήσουν. Μία εύστοχη βολή κατά ριπάς αυτομάτου όπλου από ενεδρεύοντα αντάρτη-«καταδρομέα» που είχε καίρια θέση στο σημείο της ενέδρας επιφέρει θανατηφόρο τραύμα στον οδηγό του οχήματος. Ο Γερμανός οδηγός έχει πλέον εξουδετερωθεί. Την ίδια τύχη είχε μαζί του και ο συνοδηγός του οχήματος. Σε κλάσματα δευτερολέπτου τα όπλα των υπολοίπων γενναίων αντρών της αντάρτικης ομάδας ξερνούν τον «θάνατο». Το γερμανικό όχημα κινούμενο πια ανέλεγκτο κατέληξε να «φύγει» εκτός δρόμου και να πέσει σε χαντάκι που υπήρχε στη δεξιά πλευρά του δρόμου.
Οι τέσσερις επιβαίνοντες στην καρότσα του οχήματος Γερμανοί (κατά μία εκδοχή ένας τουλάχιστον ήταν Πολωνός) στρατιώτες σάστισαν. Τα καταιγιστικά πυρά των ανταρτών τους επέφεραν θανατηφόρα πλήγματα. Η οργή, το μίσος και η απέχθεια των ανταρτών για τις αποκρουστικές θηριωδίες των ναζί κατακτητών σε βάρος του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού τους οδήγησαν ενστικτωδώς να περιχύσουν με τη βενζίνη του οχήματος τα έξι σώματα των Γερμανών στρατιωτών και να τους βάλουν φωτιά. Ο θάνατός τους αργός και βασανιστικός. Η ομάδα των ΕΛΑΣιτών ανταρτών εφαρμόζοντας το σχέδιο απαγκίστρωσης, από τον χώρο της ενέδρας, κινήθηκε δυτικά και έφτασε στη περαταριά, όπου πέρασε το ποτάμι με τη βάρκα του τότε περατάρη Νικολάου Γ. Καρύμπα που έφερε το όνομα «ΕΛΑΝ».
Το πλήρωμα της αποτελούσαν ο ΕΠΟΝίτης Πάνος Γ. Καρύμπας και ο Κωνσταντίνος (Ντούλας) Κακαζιώτης. Στη Γουριώτισσα (Κατσαρού) τα μέλη της ομάδος των ΕΛΑΣιτών ανταρτών μαζί με τους 2 συνδέσμους Καλυβιώτες μετρήθηκαν ξανά και βγήκαν συνολικά είκοσι τέσσερις. Καμιά απώλεια. Σε λίγο η ομάδα των ανταρτών θα πάρει το δρόμο επιστροφής στη προσωρινή βάση τους που βρίσκονταν στη περιοχή του Βούστρι Κατούνας, κάτω από τις απρόσιτες κορφές του όρους Περγαντή. Η ενέδρα των ανταρτών στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης είχε επιτευχθεί.
Το συμβάν της ενέδρας των ανταρτών του ΕΛΑΣ διαδόθηκε αμέσως στο χωριό με ταχύτητα αστραπής. Όσοι χωριανοί βρίσκονταν στην ύπαιθρο άφησαν με βιασύνη τα χωράφια. Ο πληθυσμός του χωριού φοβούμενος αντίποινα από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής της περιοχής – που είχαν άλλωστε ανακοινώσει, για να κάμψουν το πατριωτικό φρόνημα των Ελλήνων, πως για κάθε ένα σκοτωμένο γερμανό στρατιώτη θα εκτελούν δέκα Έλληνες – εγκατέλειψε το χωριό, κινήθηκε δυτικά, διήλθε το ποταμό Αχελώο και παρέμεινε προσωρινά στα χωριά του Ξηρομέρου και ιδιαίτερα στην Γουριώτισσα (Κατσαρού) και στα Όχθια.
Ο Αναστάσιος (Τασάκλας) Δημ. Αναστασιάδης εκτέλεσε χρέη βασικού οδηγού στο πέρασμα των Καλυβιωτών και κυρίως των γυναικόπαιδων από το ποτάμι, καθώς είχε άριστες γνώσεις, όσο αφορά τα περάσματά του.
Ο παπά-Ρισβάς αντιλαμβανόμενος από τους πρώτους τον κίνδυνο που διέτρεχε το χωριό ενήργησε αστραπιαία. Πηγαίνει αμέσως στο “Φυλάκιο”, στο τόπο της ενέδρας. Συνοδεύεται από τη κόρη του Γεωργία, τις θυγατέρες του γείτονα του Βασιλείου Αναγνωστόπουλου (Μάντζου), την Γεωργία και την Ισαβέλλα αλλά και την Πελαγία συζ. Γεωργίου Ψιλογιαννόπουλου (Τάγκαλου) το γένος Χρήστου Μάη που είχαν ετοιμάσει επιδέσμους.
Ομάδα Γερμανών στρατιωτών, από τη διμοιρία που είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί στη γέφυρα Αγγελοκάστρου για τον έλεγχο της γραμμής και της γέφυρας του Δίμικου και επέβαιναν σε όχημα προπομπό του τραίνου αλλά και στο τραίνο της γραμμής που σε λίγο διήλθε το σημείο της ενέδρας κατέφτασαν στο τόπο της ενέδρας των ανταρτών. Ο έκτος Γερμανός ή κατά άλλη, μάλλον πιθανότερη, εκδοχή, Πολωνός στρατιώτης καμένος ολόσωμα χαροπάλευε. Ψέλλισε στους συναδέλφους του ότι ο παπά-Ρισβάς όπως επίσης και οι Καλυβιώτισσες που παραβρίσκονταν δεν είχαν σχέση με το επεισόδιο. Τις Καλυβιώτισσες τις αναγνώρισε καθώς, προφανώς, τις θυμόνταν από τη παραμονή του στα επιταγμένα σπίτια του χωριού πριν οι Γερμανοί στρατιώτες εγκαταλείψουν το χωριό και εγκατασταθούν στο Αγρίνιο. Βρισκόμαστε άλλωστε 50 περίπου ημέρες πριν από οριστική εγκατάλειψη του ελλαδικού χώρου από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Σε λίγα λεπτά και ο έκτος στρατιώτης θα άφηνε την τελευταία του πνοή από τα θανατηφόρα τραύματα που του προξένησαν οι ριπές των αυτομάτων όπλων των ανταρτών αλλά και από τα καθολικά εγκαύματα του.
Ο Μιχαήλ Λ. Ψιλογιαννόπουλος (Τάγκαλος) που αναπληρούσε τον τελούντα σε εξορία, πρόεδρο του χωριού, Γρηγόρη Ι. Ψιλογιαννόπουλο (Τάγκαλο), πήγε αμέσως στο Φρουραρχείο-Διοίκηση των Γερμανών στο Αγρίνιο. Με την παρέμβαση της διερμηνέως Μαρίας Δημάδη παρουσιάστηκε στον Ντόλμαν, Φρούραρχο Αγρινίου των γερμανικών στρατευμάτων. Παρουσίασε τα αληθινά περιστατικά του συμβάντος της ενέδρας. Με πειστικότητα κατέστησε σαφές στη Γερμανική Διοίκηση, ότι στη ενέδρα των ανταρτών δεν συμμετείχαν Καλυβιώτες.
Η Μαρία Δημάδη, ως γνήσια πατριώτισσα, έπραξε, παρασκηνιακά, για μια ακόμη φορά το καθήκον της. Επιχείρησε να εμπεδώσει στην Γερμανική Διοίκηση την θέση του εκπροσώπου του χωριού. Ο αναπληρωτής πρόεδρος του χωριού Μιχάλης Ψιλογιαννόπουλος-Τάγκαλος, αγωνιώντας για την τύχη του χωριού, επέστρεψε το απόγευμα στο χωριό. O Διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, που έδρευαν στο Αγρίνιο, έφτασε στα Καλύβια, αργά το απόγευμα της Κυριακής, 30 Ιουλίου 1944. Ήθελε να διαμορφώσει προσωπική αντίληψη, για το συμβάν της ενέδρας, από τον τόπο, όπου διαδραματίστηκε. Ο αναπληρωτής πρόεδρος του χωριού Μιχάλης Ψιλογιαννόπουλος, μαζί με τον Θεόδωρο Λ. Περεπή, αντιπρόεδρο της Κοινότητας Καλυβίων, τον παπα-Ρισβά και το ζεύγος των δασκάλων του χωριού Σπύρο και Σοφία Χατζή τον υποδέχτηκαν στο χώρο του κοινοτικού πηγαδιού που ήταν στη στροφή του δρόμου προς το Αγγελόκαστρο.
Σε λίγο έφτασε στο χώρο η “Ντουντού” (το γένος Σένικ) αυστρογερμανικής καταγωγής, σύζυγος του Αθηναίου επιχειρηματία Στέλιου Παπαπάνου, που εκείνη την εποχή έβαζε πατάτες σε μεγάλες στρεμματικές εκτάσεις στο χωριό και έμεναν στο σπίτι του τότε προέδρου Γρηγόρη Τάγκαλου. Η παρουσία της «Ντουντούς» ήταν απαραίτητη. Ως γνώστρια της γερμανικής γλώσσας εκτέλεσε χρέη διερμηνέα στις διεξαχθείσες συνομιλίες μεταξύ της Γερμανικής Διοίκησης και των εκπροσώπων του χωριού. Η παρέμβασή της ήταν καίρια και καθοριστική. Η «Ντουντού», που αγαπούσε το χωριό, απευθυνόμενη στον Γερμανό Διοικητή χαρακτήρισε τους Καλυβιώτες ως «καπιταλιστές», που δεν έτρεφαν φιλικά αισθήματα στην τότε ανθούσα κομμουνιστική ιδεολογία που ασπάζονταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Ανέφερε, μάλιστα, επιχειρηματολογώντας, ότι από τους Καλυβιώτες κανείς δεν είχε ενταχθεί μέχρι τότε στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Οι πλήρεις απαντήσεις που έδωσε στον Γερμανό Διοικητή η δασκάλα Σοφία Χατζή, όταν ρωτήθηκε σχετικά με την γερμανική ιστορία (Κάιζερ, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος), σε μια στιγμή που η συζήτηση για το συμβάν «χαλάρωσε», ενθουσίασαν τον Γερμανό Διοικητή. Η οργή που έτρεφε για το χωριό άρχισε να καταλαγιάζει. Οι προαναφερόμενοι εκπρόσωποι του χωριού, επιδιώκοντας να σώσουν το χωριό από τα ανελέητα αντίποινα των ναζί-κατακτητών, κατάφεραν τελικά να πείσουν τον Διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων ότι στην ενέδρα κατά των Γερμανών στρατιωτών δεν είχαν εμπλοκή οι κάτοικοι του χωριού.
Ο Διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής που έδρευαν στο Αγρίνιο, αφού άκουσε τις πειστικές εξηγήσεις των ανωτέρω εκπροσώπων του χωριού, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι το χωριό προμήθευε, αναγκαστικά, με μεγάλες ποσότητες πατάτας τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, κατά τη διάρκεια της κατοχής, που είχαν μείνει και στα Καλύβια και μάλιστα σε επιταγμένα σπίτια (επισταθμία) ιδιοκτησίας Βασιλείου Κ. Δρακόπουλου, Κωνσταντίνου Π. Ρούβαλη, Παναγιώτου Ε. Λύγδα και Γεωργίου Ι. Ψιλογιαννόπουλου, αποφάσισε, ως αντίποινα, την εκτέλεση εξήντα πατριωτών, κάνοντας πράξη την απειλή που είχε ανακοινωθεί από τους Γερμανούς για τα αντίποινα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς κανένας Καλυβιώτης.
Οι εξήντα πατριώτες βρίσκονταν έγκλειστοι στις φυλακές Αγρινίου οι οποίες στεγάζονταν σε κτίριο που βρίσκονταν απέναντι από τον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδας Αγρινίου και στις καπναποθήκες «Παναγοπούλου». Στις φυλακές των καπναποθηκών του «Παναγόπουλου» είχαν εγκλειστεί επίσης οι Διονύσιος Θ. Φούκας, Ιωάννης Δ. Καραθάνος (α’ γραμματέας ΕΠΟΝ Καλυβίων) και ο Δοκιμιώτης Κωνσταντίνος Παπούτσης. Οι Γερμανοί στρατιώτες τους έβγαλαν από τα υπόγεια των φυλακών συμπεριλαμβάνοντας τους στους μελλοθάνατους πατριώτες.
Ο Λέων Ξυνός, υπαρχηγός των ταγμάτων ασφαλείας Αγρινίου με μια αστραπιαία κίνηση, τους έσπρωξε ξανά στα υπόγεια των φυλακών. Είχε προηγηθεί, χωρίς να το γνωρίζουν οι τρεις έγκλειστοι, η σωτήρια παρέμβαση – έκκληση της Καλυβιώτισσας Αγαθής συζ. Παναγιώτου Γαλανόπουλου προς τον Λέοντα Ξυνό. Στο σπίτι (οδός Παπαστράτου αρ.2) του Λέοντος Ξυνού, υπαρχηγού των ταγμάτων ασφαλείας Αγρινίου, η Αγαθή Γαλανοπούλου είχε δουλέψει για πολλά χρόνια.
Εκεί δίπλα λοιπόν στις γραμμές του τραίνου στη θέση “Φυλάκιο”, ακριβώς στο τόπο που κατέληξε το γερμανικό όχημα, εκτελέστηκαν από το γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα, κατά ομάδες των δέκα, των οκτώ ή των πέντε, όπως τους κατέβαζαν από τα 3-4 φορτηγά-καμιόνια, που τους είχαν φορτώσει, πενήντα (55) πατριώτες, ενώ κρεμάστηκαν, αφού χρησιμοποίησαν οι δήμιοι τραπέζι για να τους ανεβάσουν προκειμένου να τους περάσουν τις θηλιές, σε τηλεγραφόξυλα, που υπήρχαν κατά μήκος της γραμμής, τέσσερις λεβέντες πατριώτες, μεταξύ των οποίων, δύο καπεταναίοι του ΕΛΑΣ.
Οι κατακτητές κρέμασαν κατά σειρά τους:
~~ Παπαϊωάννου Αντώνη (καπετάν «Δίας», από τον Αβαρίκο Θέρμου).
Καπετάν-Δίας
Πολέμησε με το βαθμό του λοχία στη μικρασιατική εκστρατεία, όπου τιμήθηκε με το αργυρούν αριστείο ανδρείας, ενώ στο αλβανικό μέτωπο επέδειξε μοναδική γενναιότητα και για το λόγο αυτό τιμήθηκε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Είχε συλληφθεί μαζί με τον καπετάν Βάκχο στις 19 Ιουλίου 1944, ώρα 5.30 μ.μ. στο Λεσίνι Ξηρομέρου σε μια ατυχή επιχείρηση μεταφοράς, με το θρυλικό καΐκι «Αϊ-Δημήτρης», των στελεχών και αγωνιστών του διαλυθέντος τάγματος του ΕΛΑΣ Κεφαλονιάς στη περιοχή του Τρίκαρδου Κατοχής.
Ο θάνατος του καπετάν Δία δεν επήλθε αμέσως. Κάποιος ζώγκος ή ακίδα από το τηλεγραφόξυλο σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή ή ένα καρφί της κολώνας κατά δεύτερη εκδοχή εμπόδιζε το σώμα του να κατέλθει για να επέλθει το μοιραίο. Ο Καπετάν Δίας έπιασε με τα χέρια του το σχοινί της κρεμάλας και προσπαθούσε να τραβηχτεί προς τα πάνω. Οι ταγματασφαλίτες που συνόδευαν τους Γερμανούς δήμιους αντιλήφτηκαν το περιστατικό. Ειδοποίησαν τους Γερμανούς του εκτελεστικού αποσπάσματος που είχαν επιβιβαστεί στα οχήματά τους για να αποχωρήσουν από τον τόπο της εκτέλεσης. Ένας Γερμανός αξιωματικός πετάχτηκε από το όχημα και με μία ξιφολόγχη όπλου του έδωσε τη χαριστική βολή δείχνοντας για μια φορά ακόμη τη κτηνώδη συμπεριφορά των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής.
~~Τσιαπούρη Απόστολο (καπετάν «Βάκχο», από το Καρπενήσι). Στο αλβανικό μέτωπο είχε λάβει μέρος με το 42ο Σύνταγμα Ευζώνων.
~~ τον 19χρονο ΕΠΟΝίτη Πάνο Πάσχο (από το Αγρίνιο) που δεν δέχτηκε να του περάσει τη θηλιά ο Γερμανός δήμιος και δίνοντάς του μια κλοτσιά στο πρόσωπο ταυτόχρονα φώναξε «Ζήτω η ΕΠΟΝ» και
~~ τον Ιωάννη Μαυρέλη (από την Λεπενού Βάλτου) τον κρέμασαν στο τηλεγραφόξυλο που υπήρχε εντός του κτήματος Κωνστανίνου Π. Ρούβαλη. Είχε συλληφθεί μαζί με τον Πάνο Πάσχο στο «μύλο του Τσέλου».
Οι πατριώτες δείχνοντας ψυχικό μεγαλείο και μεγάλη φιλοπατρία φώναξαν στις τελευταίες στιγμές λίγο πριν από την εκτέλεσή τους: «Ζήτω η πατρίδα μας η Ελλάδα», «Ζήτω το ΕΑΜ», «Ζήτω ο ΕΛΑΣ», «Τα παιδιά και οι αδελφοί μας θα ζήσουν λεύτερα…» για να αποδείξουν με τίμημα την ίδια τους την ζωή πως «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Όμως ο θάνατος ντυμένος με ναζιστική στολή «πλησίαζε».
Πάνος Πάσχος
Κάποιοι λύγισαν. Οι στιγμές απόλυτα ανθρώπινες. Τα γοερά κλάματα των μελλοθάνατων πατριωτών έφταναν να ακούγονται μέχρι τα «Χαμολεύκια», περιοχή της κτηματικής περιφέρειας Καλυβίων, όπου κρύφτηκαν πρόχειρα πολλοί Καλυβιώτες, 1,5 χιλιόμετρο μακριά από το «Φυλάκιο», τον τόπο Θυσίας.
Από τους εξήντα πατριώτες που μεταφέρθηκαν στο τόπο της εκτέλεσης, ένας δεν εκτελέστηκε (Μήτσος Ζωγράφος) καθώς ταγματασφαλίτες που παραβρίσκονταν τον έντυσαν ανάλογα παρουσιάζοντάς τον στους Γερμανούς, δήθεν, ως «ταγματασφαλίτη-γερμανόφιλο». Σε λίγα δευτερόλεπτα οι κροταλισμοί των μυδραλίων που ξερνούσαν μάλλον εμπρηστικά βλήματα έφεραν θανατερή σιωπή. Οι ηλιαχτίδες του ήλιου έκαναν φανερό από μακριά το αποτρόπαιο έγκλημα των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής.
Ο σταθμάρχης του σταθμού Καλυβίων Γεώργιος Ξύδης παρακολουθούσε από μακριά το αποτρόπαιο συμβάν της εκτέλεσης των πατριωτών. Το νέο μεταδόθηκε στο χωριό με ταχύτητα αστραπής.
Οι Καλυβιώτες επέστρεψαν στο χωριό μετά από δύο μέρες. Η σήψη των σωμάτων των εκτελεσθέντων πατριωτών εξαιτίας και του αυγουστιάτικου λιοπυριού έφερνε στο χωριό μία ανυπόφορη δυσοσμία. Ζητήθηκε από τη Γερμανική Διοίκηση άδεια ταφής των νεκρών.
Στις 2 Αυγούστου 1941 προχώρησαν με φροντίδα του προέδρου του χωριού και του παπά-Ρισβά στη ταφή των εκτελεσθέντων με τις αρμόζουσες τιμές εκεί δίπλα από τον τόπο της εκτέλεσής τους, όπου ανεγέρθηκε επί προεδρίας Ευθυμίου Ευστ. Χρυσικού στα 1983-1984 μνημείο για να θυμούνται οι παλιοί και να γνωρίζουν οι νέοι αυτή την μεγαλειώδη αντιστασιακή πράξη.
Η εκτέλεση και ο απαγχονισμός των πατριωτών έγιναν το πρωί ώρα 7 π.μ. της Δευτέρας 31ης Ιουλίου 1944.
Η άποψη, πως λίγο πριν από τις εκτελέσεις οι μελλοθάνατοι υποχρεώθηκαν να σκάψουν τους τάφους τους, που διατυπώθηκε από τον αγρινιώτη συγγραφέα Θ. Μ. Πολίτη στο περιοδικό «Ρίζα των Αγρινιωτών» (Τ. 24-25) δεν έγινε εφικτό να διασταυρωθεί.