γράφει ο Φώτης Μπερίκος.
Ο Μελέαγρος, γιος του Οινέα και της Αλθαίας, συγκαταλέγεται στους πιο τρανούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας.
Η συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία, στην πρώτη κοινή των Ελλήνων περιπέτεια, είναι αναμφίβολα η καλύτερη απάντηση για τη συμμετοχή ή μη των πανάρχαιων κατοίκων της περιοχής στα των Ελλήνων πράγματα. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τον νεαρό Μελέαγρο συνόδευε ο αδελφός του Οινέα Λαοκόον, ως στρατηγός – προστάτης του.
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος όμως στα «Αργοναυτικά» του το λέει καθαρά: «Έτσι, νέος ακόμη, έμπαινε μεσ’ την ομάδα τη θαρραλέα των αντρειωμένων. Απ’ αυτόν νομίζω πως κανένας άλλος πιο σημαντικός, μ’ εξαίρεση τον Ηρακλή, δεν πήγε…»!
Ο Μελέαγρος όμως, ο οποίος συμμετείχε και στους επιτάφιους αγώνες για τον Πελία (άθλω επί Πελία), οργανώνοντας το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, δημιούργησε τον προσωπικό του μύθο… ή έγραψε τη δική του ιστορία, αφού οι πηγές μαρτυρούν ότι οι χαυλιόδοντες του Καλυδώνιου Κάπρου μέχρι την εποχή του Αυγούστου φυλάσσονταν στο ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα!
Ο μύθος πάντως έχει ως εξής:
Όταν ο Μελέαγρος βρισκόταν στην Αργοναυτική εκστρατεία, ο πατέρας του βασιλιάς Οινεύς πρόσφερε θυσίες σε όλους τους θεούς, αλλά παράλειψε την Άρτεμη. Αυτή θύμωσε και εξαπόλυσε έναν τεράστιο κάπρο στο δάσος της Καλυδώνος, τον Καλυδώνιο Κάπρο. Ο κάπρος κατέστρεφε τα προϊόντα των αγρών και έτρωγε τα ζώα. Όταν ο Μελέαγρος γύρισε στην Καλυδώνα, αποφάσισε να εξοντώσει τον φοβερό κάπρο. Για το κυνήγι αυτό κάλεσε τους πιο φημισμένους ήρωες της εποχής.
Τον βασιλιά των Φερών Άδμητο, τον μάντη του Άργους Αμφιάραο, τον Ιάσονα από την Ιωλκό, τους γιους του βασιλιά της Μεσσηνίας Ίδα και Λυγκέα, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη, τον Νέστορα, τον πατέρα της ιατρικής Ασκληπιό, τον Λαέρτη, πατέρα του Οδυσσέως, την περίφημη κυνηγό και δρομέα, Αταλάντη, κόρη του Ιασίου και της Κλυμένης, και άλλους.
Πολλοί απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους ως τη στιγμή που ο Μελέαγρος σκότωσε το τέρας, που προηγουμένως είναι πληγώσει η Αταλάντη. Γι’ αυτό και ο Μελέαγρος της έδωσε το έπαθλο, το κεφάλι και το δέρμα του κάπρου δηλαδή. Η κίνηση αυτή του Μελεάγρου δεν άρεσε καθόλου όμως στους υπολοίπους, οι οποίοι αντέδρασαν, μη ανεχόμενοι να προτιμηθεί σε αναγνώριση ηρωικής πράξης μια γυναίκα ανάμεσα σε τόσους περίφημους ήρωες.
Έτσι οι θείοι του Μελεάγρου, οι αδελφοί της μητέρας του Αλθαίας, οι επονομαζόμενοι και «Θεστίδαι», οι Ίφικλος, Εύιππος, Πλήξιππος και Ευρύπωλος αφαίρεσαν με τη βία το έπαθλο απ’ την Αταλάντη.
Ο Μελέαγρος τότε τους σκότωσε όλους και έδωσε πίσω το έπαθλο στην Αταλάντη, που την είχε ερωτευτεί, γεγονός που τόνιζε ιδιαίτερα ο Ευρυπίδης στον «Μελέαγρό» του. Αυτή το μετέφερε στην πατρίδα της την Τεγέα. Κατ’ άλλην εκδοχή ο Μελέαγρος σκότωσε έναν μόνο θείο του.
Ήταν ωστόσο η Άρτεμις που είχε προκαλέσει τη φιλονικία για το έπαθλο. Και επήλθε φοβερή ρήξη ανάμεσα στους Αιτωλούς της Καλυδώνος και τους Κουρήτες της γειτονικής Πλευρώνος. Οι Καλυδώνιοι νικούσαν όσο ο Μελέαγρος πολεμούσε επικεφαλής τους. Αλλά όταν σκότωσε τον αδελφό της μητέρας του, εκείνη τον καταράστηκε κι αποτραβήχθηκε από τη μάχη.
Οι Πλευρώνιοι ανάγκασαν τότε αμέσως τους Καλυδωνίους να υποχωρήσουν και είχαν ήδη αρχίσει να σκαρφαλώνουν τα τείχη της Καλυδώνος, όταν ο Μελέαγρος υποχώρησε στις παρακλήσεις της συζύγου του, έλαβε μέρος στη μάχη και απομάκρυνε τον κίνδυνο από την πόλη. Αλλά δεν γύρισε ζωντανός, γιατί οι Ερινύες είχαν εκπληρώσει την κατάρα της μητέρας του.
Στην επική παραλλαγή του μύθου, τον Μελέαγρο σκότωσε στη μάχη ο Απόλλωνας, που είχε συμμαχήσει με τους Κουρήτες, ίσως γιατί του το είχε ζητήσει η αδελφή του η Άρτεμις.
Σύμφωνα μ’ ένα νεότερο μύθο, οι Μοίρες είχαν παρουσιαστεί στη μητέρα του επτά μέρες μετά την γέννησή του και της ανήγγειλαν πως ο γιος της θα πέθαινε όταν το ξύλο που θα έκαιγε εκείνη τη στιγμή στην οικιακή του εστία θα καιγόταν ολόκληρο. Κατ’ άλλη εκδοχή η Αλθαία παραφύλαξε τις Μοίρες τη νύχτα που θα ερχόταν για να «μοιράνουν» το παιδί.
Και άκουσε την Κλωθώ να λέει ότι θα γίνει όμορφο, τη Λάχεση ότι θα γίνει γενναίο παλικάρι. Η Άτροπος όμως έδειξε το δαυλί που καιγόταν στο τζάκι και είπε πως με το που θα καεί το κούτσουρο, θα σβήσει και η ζωή του παιδιού. Αμέσως η Αλθαία πήρε το ξύλο από τη φωτιά και το έκρυψε. Στο κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου, ο Μελέαγρος είχε ερωτευθεί την Αταλάντη και της έδωσε για βραβείο το δέρμα του ζώου, παρ’ όλο που εκείνη το χτύπησε πρώτα στα νώτα, αλλά δεύτερος ο Αμφιάραος στο μάτι. Αυτό δυσαρέστησε όλους τους ήρωες όπως προαναφέρθηκε, και ιδίως τους αδελφούς της μητέρας του, τους γιους του Θεστίου, που αφαίρεσαν το δέρμα δια της βίας από την Αταλάντη.
Ο Μελέαγρος θύμωσε πολύ και τους σκότωσε. Όταν έμαθε το θάνατο των αδελφών της, η Αλθαία λυπήθηκε τόσο πολύ, ώστε χτυπώντας με τα χέρια της τη γη, γονατιστή παρακαλούσε τον Άδη και την Περσεφόνη να πάρουν το γιο της. Και ήταν τέτοιος ο οδυρμός που την άκουσαν από το Έρεβος οι Ερινύες. Όταν σηκώθηκε έριξε στη φωτιά το κρυμμένο ξύλο και ο Μελέαγρος βρήκε ξαφνικό θάνατο. Δεν άντεξε όμως και κρεμάστηκε. Η γυναίκα του Κλεοπάτρα (αναφέρεται και ως Αλκυώνη) πέθανε από τη λύπη της και οι αδελφές του έκλαιγαν τόσο πολύ, που η Άρτεμις τις λυπήθηκε και τις μεταμόρφωσε όλες – εκτός από τη Δηιάνειρα και τη Γόργη – σε πουλιά, που ονομάστηκαν μελεαγρίδες (από τα δάκρυά τους πίστευαν ότι παράγεται το ήλεκτρον= κεχριμπάρι).
Ο μύθος λέει πως ο Μελέαγρος διατήρησε τη γενναιότητά του ακόμη και στον κάτω κόσμο, γιατί όταν ο Ηρακλής κατέβηκε εκεί, όλοι οι κάτοικοι του Άδου έφυγαν εκτός από τον Μελέαγρο και τη Μέδουσα. Για το μύθο του Μελεάγρου έχουν γραφεί πολλά.
Ο Ευριπίδης, ο Φρύνιχος και ο Σοφοκλής πήραν από κει υλικό για τις τραγωδίες τους.
Σε αγγεία του 6ου αιώνα συναντά κανείς παραστάσεις του Μελεάγρου και του Καλυδωνίου Κάπρου. Τα πιο περίφημα αγγεία είναι εκείνα που βρίσκονται στα μουσεία της Βιέννης και της Φλωρεντίας. Τον Μελέαγρο απαθανάτισε πρώτος ο Σκόπας, που λάξευσε επάνω σε μάρμαρο, στο αέτωμα του ναού της Αλέας Αθηνάς, στην Τεγέα, τον Μελέαγρο με τον Καλυδώνιο Κάπρο.
Ο μύθος του Μελεάγρου τροφοδότησε αμέτρητους θρύλους και παραμύθια. Λαϊκές δοξασίες για τον «μαγικό δαυλό», τις Μοίρες και την «κατάρα της μάνας», που έφτασαν σχεδόν μέχρι τις μέρες μας και τις συναντάμε στις τοπικές παραδόσεις πολλών περιοχών.
Είναι ωστόσο εμφανές ότι στον μύθο αυτό ενυπάρχουν οι πανάρχαιες μητριαρχικές αντιλήψεις:
Η Αλθαία συνδέεται περισσότερο με τον αδελφό της, που έχει το ίδιο αίμα, παρά με το γιο της…, η Αταλάντη διακρίνεται ανάμεσα στους μεγάλους ήρωες… Ο Μελέαγρος πάντως θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως άλλος ή ως ο πρώτος Αχιλεύς.
Οι ομοιότητες είναι επίσης προφανείς: Η Ιλιάδα δεν είναι παρά η μήνη του Πλειάδου Αχιλλέως η ολεθρία. Ο ήρωας ήταν ικανός μόνος του να εκπορθήσει την Τροία, θύμωσε όμως με τον Αγαμέμνονα και σταμάτησε να βγαίνει στη μάχη, επιτρέποντας στους Τρώες να φτάσουν μέχρι τα πλοία των Αχαιών.
Όταν αργότερα ξαναβρήκε στο πεδίο της μάχης, οι εχθροί υπέστησαν πανωλεθρία και κλείστηκαν στα τείχη. Το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και με τον Μελέαγρο. Και είναι τέτοια η ομοιότητα που ο ίδιος ο Όμηρος κάνει τον παραλληλισμό και βάζει τον διοτρεφή γέροντα Φοίνικα να παρακαλέσει τον Αχιλλέα να πολεμήσει, θυμίζοντάς του την παλιά ιστορία του Μελεάγρου (Ραψωδία I).
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα όπου ο Φοίνιξ εξιστορεί την Μελεάγρου μήνην:
Κουρήτες μάχοντο και Αιτωλοί ανδρείοι
γύρω από την πόλι Καλυδώνα και αλληλοσκοτώνονταν,
οι Αιτωλοί αμυνόμενοι της όμορφης Καλυδώνος,
κι οι Κουρήτες να την διαπορθήσουν με πολεμικό μένος.
Γιατί σε κείνους κακόν η χρυσόθρονη Άρτεμις ώρθωσε
χολωθείσα, επειδή θυσία στο βουνό με τ’ αλώνια
ο Οινεύς δεν έπραξε γι’ αυτήν . άλλοι θεοί χαίρονταν εκατόμβες
και μόνο σε κείνη δεν ιεροπράκτησε, του Διός την κόρη του μεγάλου.
Ή το λησμόνησε ή δεν το ενόησεν . αλλ’ έπαθε μεγάλη βλάβη των φρενών.
Κι εκείνη χολωθείσα διογενής τοξοχέρα
του ώρθωσεν αφρίζοντα χοίρον άγριον ασπροδόντη,
που κακά πολλά έφερε στου Οινέως τους αγρούς .
πολλά συθέμελα έβαλε χάμω δένδρα μακρά
με τις ρίζες τους και αυτούς τους ανθούς των καρπών.
Αυτόν ο γιος του Οινέως απέκτεινεν ο Μελέαγρος,
από πολλές πόλεις θηρευτές άνδρες συναγείροντας
και κύνας . γιατί δεν θα δαμαζόταν από λίγους θνητούς .
τόσος ήταν, που πολλούς ανέβασε στην αλγεινή πυρά.
Μα η θεά σήκωσε γύρω του πολλή βοή κι αμάχη,
γύρω από του κάπρου την κεφαλή και το τριχωτό δέρμα,
μεταξύ Κουρήτων και μεγαθύμων Αιτωλών.
Κι όσον ο γενναίος Μελέαγρος πολέμιζε,
τόσον οι Κουρήτες κακοπαθούσαν κι ούτε δύναντο
εκτός του τείχους να μείνουν κι ας ήσαν πολλοί .
αλλ’ όταν τον Μελέαγρο χόλος έπιασε, που και άλλων
φουσκώνει στα στήθη τον νου κι όσων πυκνές οι φρένες,
εκείνος με την φίλη μητέρ’ Αλθαία χολωμένος κατάκαρδα
κοίτονταν με την νόμιμη σύγκοιτη, την καλή Κλεοπάτρα,
κόρη της Μάρπισσας με τα καλά σφυρά από τον Εύηνο
και του Ίδα, που ο κράτιστος των επιχθονίων γένηκεν άνδρας
των τότε – γιατί το τόξο σήκωσε εναντίον του άνακτος
Φοίβου Απόλλωνος για χάρι της νύμφης με τα καλά σφυρά .
αυτήν τότε στα μέγαρα ο πατέρας και η σεβαστή μητέρα
την καλούσαν με το επώνυμο Αλκυόνη, επειδή αυτής
η μητέρα με την πολύπενθη αλκυόνα ίδια μοίραν έχουσα
έκλαιγε, σαν ο μακροσαϊτευτής την άρπαξεν ο Φοίβος ο Απόλλων –
κοντά της ξαπλωμένος χόλον αλγεινό χωνεύοντας,
από τις κατάρες της μητέρας χολωμένος, που στους θεούς
με πολύ άγχος καταριόταν για του αδελφού τον φόνο,
και όλο την πολυτρόφο γη κτυπούσε με τα χέρια της
καλώντας τον Άδη και την τρομερή Περσεφόνη
στα γόνατα πεσμένη, κι αρδεύοντο με δάκρυα οι κόρφοι της,
στο παιδί της να δώσουν θάνατο . η φοιτούσα στα σκότη Ερινύς
την άκουσεν από τα Ερέβη, αμείλικτη καρδιάν έχουσα.
Και ταχειά από τις πύλες θόρυβος και γδούπος ορθώνεται
καθώς οι πύργοι εβάλοντο . τον εκλιπαρούσαν οι γέροντες
των Αιτωλών, πέμπτοντες των θεών ιερείς αρίστους,
να εξέλθη και ν’ αμύνεται, υποσχόμενοι μέγα δώρον .
όπου το πιο εύφορο πεδίο της όμορφης Καλυδώνος,
εκεί τον παρώτρυναν τέμενος περικαλλές να διαλέξη
πενήντα στρεμμάτων, το ήμισυ οινόφυτο
και τ’ άλλο καλλιεργήσιμη γη να το χωρίση.
Πολύ τον παρακαλούσεν κι ο γέρων ιππηλάτης Οινεύς
στο κατώφλι μπαίνοντας του υψηρεφούς θαλάμου,
σείοντας τις κολλητές σανίδες, γονυπετής στον γιο .
και πολλά οι αδελφές και η σεβαστή μητέρα
τον παρακαλούσαν . αυτός πιο πολύ αρνιόταν . και πολλά οι εταίροι,
που πιστότατοι και φίλτατοι του ήσαν απάντων (τον ικέτευαν) .
όμως εκείνου τον θυμό στα στήθη δεν έπειθαν,
ώσπου ο θάλαμός του πυκνά εβάλλετο, και στους πύργους
επέβαιναν οι Κουρήτες εμπρήσαντες το μέγ’ άστυ.
Και τότε τον Μελέαγρον η καλλίζωνη παράκοιτις
παρακαλούσεν οδυρομένη, και του κατέλεξεν άπαντα
τα παθήματα, όσα παθαίνουν οι άνθρωποι των οποίων το άστυ κυριεύεται .
τους άνδρες αποκτείνουν και την πόλι με το πυρ στάχτη,
τα δε τέκνα άλλοι σύρουν και τις βαθύζωνες γυναίκες.
Τότε ταράχθηκεν η καρδιά του ακούγοντας έργα κακά,
κι έβη να πάη αφού όπλα ντύθηκε παμφαινόμενα.
Έτσι εκείνος των Αιτωλών έδιωξε την κακήν ημέρα
υπείκοντας στον θυμικό του . όμως τα δώρα δεν του έδωσαν
τα πολλά και χαρίεντα, σαν το κακό τους έδιωξεν.
Στην Αργώ
Εκτός απ’ τον Λαοκόοντα, μαζί με τον Μελέαγρο στην Αργοναυτική εκστρατεία πήγε ο Ίφικλος, θείος του κι αυτός αλλά απ’ την μητέρα του και ο αδελφός του ή κατ’ άλλους επίσης θείος του Κλύμενος. Κατά μια μαρτυρία Αργοναύτης ήταν και ο Τυδεύς. Στην Αργώ ο Μελέαγρος γνώρισε την Αταλάντη, τη μόνη γυναίκα που συμμετείχε στην εκστρατεία και που σημάδευσε αργότερα τη ζωή του. Στην Αργώ ήταν επίσης οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης, οι γιοι της Λήδας, αλλά οι Αργοναύτες που αργότερα συνέδεσαν το όνομά τους με την Αιτωλία, όπως λ.χ. ο Ίδας που απήγαγε την κόρη του Ευήνου ή ο Αμφιάραος. Βεβαίως στην Αργώ ήταν και ο ίδιος ο Ηρακλής. Αργοναύτης ήταν και ο Αιτωλός ήρωας Παλαίμων, ο οποίος ήταν γιος του Ηφαίστου. Ο Παλαίμων ήταν, όπως και ο πατέρας του, κουτσός.
Στο κυνήγι του Κάπρου
Οι «άριστοι των Ελλήνων», οι πιο ονομαστοί μυθικοί ήρωες έλαβαν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου. Ο κατάλογος των ονομάτων διαφοροποιείται ανάλογα με τους συγγραφείς. Αναφέρονται όμως οι: Αγέλαος (του Οινέως), Αγκαίος, Άδμητος, Άκαστος, Άλκων, Αμφιάραος, Ασκληπιός, Αταλάντη, Δευκαλίων, Κάστωρ και Πολυδεύκης (της Λήδας), Δρύας, Ευαίσιμος, Έποχος, Ευρύπυλος, Ευρυτίων, Εύρυτος, Εύφημος, Εχίων, Θησεύς, Ιάσων, Ίδας, Ιόλαος, Ίππασος, Ιππόθους, Ιφικλής, Ίφικλος (του Θεστίου), Καινέας, Κηφέας, Κομήτης (του Θεστίου), Λαέρτης, Λέλεγας, Λεύκιππος, Λυγκεύς, Μελέαγρος, Μόψος, Νέστωρ, Πανοπαιός, Πειρίθους, Πηλεύς, Πλέξιππος (του Θεστίου), Πρόθους (του Θεστίου), Τελαμών, Τοξεύς (του Οινέως), Υλεύς, Φοίνιξ και Φυλεύς.
Φώτης Μπερίκος
Από το βιβλίο “Αιτωλία και Ακαρνανία: Εν αρχή ην ο Μύθος”
ΠΗΓΗ: