Ο Μελέαγρος, Ο Καλυδώνιος Κάπρος και οι Μελεαγρίδες Όρνιθες.
Μελανόμορφο αγγείο,μέσα 6ου αι.π.Χ., Αρχαιολογικό μουσείο Φλωρεντίας |
Στον καιρό των μύθων και των ηρώων, στην Καλυδώνα, πόλη της Αιτωλίας, ζούσε ο βασιλιάς Οινέας με την γυναίκα του την Αλθαία. Δυο από τα παιδιά τους ήταν ο Μελέαγρος και η Δηιάνειρα. Όταν γεννήθηκε ο γιος τους, ο Μελέαγρος, στις εφτά ημέρες οι Μοίρες ήρθαν να το μοιράνουν. Οι δυο πρώτες, η Κλωθώ και η Λάχεση, καλοτύχισαν το μωρό και είπαν ότι θα γινόταν όμορφο, ανδρείο και δυνατό. Η τρίτη όμως, η Άτροπος, προέβλεψε ότι η ζωή του θα τελειώσει, όταν το ξύλο, που έκαιγε στην εστία, θα καιγόταν. Η Αλθαία ακούγοντας την πρόβλεψη αυτή, έντρομη, έτρεξε κι άρπαξε το κούτσουρο απ’ την εστία, το έσβησε και το έκρυψε βαθιά στον πάτο ενός σεντουκιού, ώστε ποτέ κανένας να μην το βρει.
Οι τρείς μοίρες: Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος
|
Τα χρόνια πέρασαν και όταν κάποιο καλοκαίρι ο βασιλιάς Οινέας προσφέροντας θυσίες στους θεούς ξέχασε την θεά Άρτεµη, την προστάτιδα της χώρας, η θεά θύµωσε και για να τον εκδικηθεί έστειλε εναντίον των Καλυδωνίων έναν πελώριο αγριογούρουνο, τον Καλυδώνιο Κάπρο, να καταστρέψει τα βασιλικά κτήµατα, να αφανίσει τα ζώα και να τροµοκρατήσει τους ανθρώπους. Το βασιλόπουλο, ο Μελέαγρος, ζήτησε βοήθεια απ’ τις άλλες πολιτείες.
Σύμφωνα με την παράδοση για το κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου μαζεύτηκαν στην Καλυδώνα πολλοί γενναίοι άντρες, όπως ο Πηλέας- ο πατέρας του Αχιλλέα-, ο Άκαστος, ο Άδμητος, ο Ιάσονας, ο Μόψος, ο Πειρίθους, ο Κάστορας, ο Πολυδεύκης, ο Ιφικλής, ο γιος του Ιόλαος, ο Θησέας, ο Τελαμώνας και οι αδερφοί της µάνας του, Αλθαίας, Τοξέας και Πλέξιππος, γιοί τον βασιλιά Θέστιου απ’ τη γειτονική Πλευρώνα, όπου ζούσαν οι Κουρήτες. Επίσης πήγε και µια γυναίκα, η Αταλάντη, την οποία ο πατέρας της όταν γεννήθηκε την είχε εγκαταλείψει στο βουνό, γιατί δεν ήταν αρσενικό παιδί. Εκείνη µεγάλωσε µε το γάλα µιας αρκούδας, ώσπου τη βρήκαν κάποιοι κυνηγοί και την ανέλαβαν. Η κοπέλα λοιπόν, που μεγάλωσε στα βουνά, έγινε άφταστη στο τρέξιμο, την πάλη και το σημάδι. Παρουσίαζε πολλές οµοιότητες µε την θεά του κυνηγιού, την Άρτεµη. Ο μύθος αυτός της θήρας του Καλυδωνίου Κάπρου, που συγκέντρωσε πολλούς ήρωες συμμετέχοντας στον άθλο, είχε πανελλήνια απήχηση, έγινε μάλιστα θέμα των επικών και τραγικών ποιητών (ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης συνέθεσαν τραγωδίες με τίτλο «Μελέαγρος»).
Πολλοί ήρωες από αυτούς έπεσαν νεκροί από τον κάπρο µέχρι που η Αταλάντη χτύπησε µε επιτυχία το άγριο ζώο στην πλάτη και το πλήγωσε. Τότε ο Μελέαγρος κατόρθωσε να το σκοτώσει. Νιώθοντας δυνατή αγάπη για την Αταλάντη της χάρισε το δέρµα και το κεφάλι του κάπρου και αυτή τα αφιέρωσε στο ναό της Αθηνάς. Οι άλλοι ήρωες αγανάκτησαν και θύµωσαν που το έπαθλο το πήρε µια γυναίκα. Πολύ αντέδρασαν οι θείοι του Μελέαγρου µε τους οποίους µάλωσε ο Μελέαγρος. Αιτία αυτού του τσακωµού ήταν οι Καλυδώνιοι – Αιτωλοί και οι Πλευρώνιοι – Κουρήτες να φανατιστούν και να αρχίσουν να χτυπιούνται µεταξύ τους. Σ’ αυτή την σύγκρουση ο Μελέαγρος σκότωσε τους Τοξέα και Πλέξιππο, αδέλφια της μάνας του.
Μόλις η Αλθαία, η μητέρα του Μελέαγρου, έµαθε το φόνο των αδερφών της απ’ το χέρι του γιου της, έπεσε στα γόνατα και µε µάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα άρχισε γοερά να χτυπά τη γη µε τις παλάµες της και να επικαλείται τους θεούς του Κάτω Κόσµου, τον Άδη και την Περσεφόνη, να δώσουν θάνατο στον γιο της, τον Μελέαγρο. Τρέχει και βγάζει οργισμένη το κρυμμένο κούτσουρο απ’ το σεντούκι και το πετάει στη φωτιά!
Ο Μελέαγρος, φοβούμενος το αποτέλεσμα της μητρικής κατάρας, αποσύρθηκε από τη μάχη. Μάταια ικέτευαν τον Μελέαγρο να πολεμήσει για να σώσει την πόλη του. Ο ήρωας δεν άκουγε τις παρακλήσεις των γερόντων, των ιερέων, του πατέρα του και της μητέρας του (που είχε, εν τω μεταξύ, μετανοήσει). Τελικώς, ο εχθρός κυρίευσε και πυρπόλησε την Καλυδώνα και οι Κουρήτες ετοιμάζονταν να λεηλατήσουν το μέγαρο του Μελεάγρου. Τότε μόνο ο Μελέαγρος μεταπείσθηκε από τις ικεσίες της συζύγου του Κλεοπάτρας, πήρε τα όπλα του και έσωσε την πόλη, αλλά σκοτώθηκε στην μάχη, αφού η κατάρα της Αλθαίας είχε είχε ακουστεί στα βάθη του Άδη η αµείλικτη και το κούτσουρο είχε καεί τελείως.
Μελέαγρος και Καλυδώνιος κάπρος, πίνακας του Ρούμπενς, Μουσείο Getty |
Η µητέρα του Μελέαγρου Αλθαία και η γυναίκα του Κλεοπάτρα µετά το θάνατο του γιου και συζύγου απ’ τη λύπη τους κρεµάστηκαν, ενώ οι αδερφές του απαρηγόρητες θρηνούσαν και µοιρολογούσαν πάνω στον τάφο το θάνατο του. Συµπονώντας τις αδερφές του, η Άρτεµις τις µεταµόρφωσε στα οµώνυµα µυθολογικά πουλιά, τις µελεαγρίδες όρνιθες και τις οδήγησε στο νησί της, τη Λέρο.