“Μια άνοιξη δίχως πατέρα”

 
Διήγημα του Δημήτρη Γιάκου.
Στο σπίτι ήτανε μόνες τους οι δυο γυναίκες. Κι ήτανε νύχτα, η κατάμαυρη νύχτα της σκλαβιάς, ο χειμώνας.
Με κρυφή λαχτάρα φευγατίζανε τις ημέρες. Τις μετρούσανε κάθε βράδυ, μία μία. Χαιρόντουσαν που πέρασε πια κι αυτή. Αύριο θα ’ρχόταν η άλλη, θα περνούσε κι εκείνη και θα ’φευγε γρήγορα. Ώσπου θα ’φτανε, δε μπορεί, θα ’φτανε κάποτε κι η μεγάλη ημέρα: Θα ξαστέρωνε ο ουρανός· και στον κάμπο θα λουλούδιζε η άνοιξη. Θα ξανάβλεπαν τους δικούς των, θα χορταίναν ψωμί.
Μα η άνοιξη δεν έλεγε να φτάσει. Μάταια την επρόσμεναν οι τυραννισμένες τούτες ζωές. Και τα βάσανά τους, να τα. Ξετυλίγονταν ταπεινά κι ήρεμα, ξεδιπλώνονταν εκεί, κολλητά στους ατάραχους τοίχους του διπλανού σπιτιού, όμως, ναι, ποιος θα καθότανε τώρα να νοιαστεί για τα ξένα τα βάσανα; Μήτε ρωτούσε μήτε τα νοιάζονταν κανείς… Σε τούτην εδωπέρα τη γειτονιά, ο καθένας τους ήταν σφιχταμπαρωμένος στο δικό τους το δράμα, κι ούτε μπορούσε, μήτε κι ήθελε να ξέρει του διπλανού του.
Μόνο καμιά βραδιά, καθώς σουρούπωνε κι οι σκιές κυκλοφορούσανε με προφύλαξη στους δρόμους, κάποια κοπέλα ανέβαινε βιαστικά στην ξύλινη σκάλα, χτυπούσε διακριτικά την πόρτα, καλησπέριζε σιγανά, απίθωνε στο τραπεζάκι κάποιο πρόχειρο δέμα. Κι έφευγε βιαστικά πάλι μουρμουρίζοντας:
– Θάρρος, κυρά Μαρία. Θάρρος, Σοφία… Ο κάμπος γέμισε παπαρούνες. Κι οι παπαρούνες, το ξέρετε δα, προμηνάνε την άνοιξη.
Και γελούσε. Τους γελούσε καλόκαρδα. Ύστερα, έκλεινε με προφύλαξη την πόρτα, κατρακυλούσε τα σκαλιά, χανόταν στο σκοτάδι.
Ήταν η κόρη του Πρεκατέ, του γείτονα. Τη γνώριζαν από πολύ μικρή· τήνε συνήθισαν τώρα.
Τους ερχότανε κάθε Σαββατόβραδο, την ίδια σχεδόν ώρα. Σαν αργούσε λίγο να φανεί, ανησυχούσανε. Όχι βέβαια γι’ αυτές, μα για κείνην.
-Τι να’ γινε τάχα κι άργησε; Αναρωτιόντουσαν. Μήπως…
-Θεέ μου!
Έδιωχναν την ιδέα. Και παρακαλούσαν το Θεό, τον ικέτευαν θερμά, να μην της στείλει κανένα κακό. Ήτανε τόσο μικρή, τόσο αγνή και σιωπηλή – κι είχε τόσο καλή καρδούλα, που δεν της άξιζε, θεέ μου, δεν της άξιζε κανένα κακό…
Ώσπου φαινότανε κάποτε η μικρή.
– Να με συμπαθάτε, μουρμούριζε. Άργησα λίγο απόψε. Μα κει, στο δρόμο, αντάμωσα κάποιον. Και δεν ήθελα να με ιδεί…
Ύστερα, απίθωνε βιαστική το δέμα στο τραπεζάκι, μουρμούριζε κάτι για παπαρούνες, χαμογελούσε, καληνύχτιζε – κι έφευγε…
 Για τις δυο γυναίκες ήταν ο παραστάτης άγγελος, το τρυφερό χέρι που τις εστήριζε στη ζωή. Και του χαμογελούσανε παραξενεμένες, το καληνύχτιζαν από καρδιάς, το ευχαριστούσανε. Και το σταύρωναν καθώς έφευγε, να το φυλάει το στοργικό βλέμμα του Θεού.
Σαν έφευγε το κορίτσι, οι δυο γυναίκες έπιαναν με κατάνυξη και ξετύλιγαν το δέμα: ένας μικρός σωρός από πράματα ξεφύτρωνε τότε: ψωμί, λίγη φέτα τυρί, κάποιο φρούτο, ξερή, μαύρη σταφίδα…
Κι ανάμεσά τους, χωμένο εκεί στην ακρούλα, ένα τυπωμένο χαρτί, τόσο δα… Οι γυναίκες, τ’ άρπαζαν με λαχτάρα, διπλάρωναν αμέσως το λυχναράκι και το διάβαζαν, το κολλούσαν μες στα μάτια κοντά – και το διάβαζαν, το ροφούσαν. Μια γλυκιά, τρυφερή παρηγοριά ξεχυνόταν τότε σα μπάλσαμο μες στην καρδιά τους, την ξαλάφρωνε. Κι η ελπίδα φυσούσε σα δροσερό αγεράκι. Ανάδευε τα ξεραμένα φύλλα της, τ’ ανασήκωνε μαλακά και τα χάιδευε, σαν πνοή θεϊκή.
 – Μα γιατί; Πώς; Αναρωτιότανε η γριά. Πώς τα καταφέρνει ο Πρεκατές και τα στέλνει αυτά; Πού τα βρίσκει;
– Μήπως…

Μα τον ήξερε, τον ήξεραν όλοι καλά. Ήτανε βέβαια φτωχός, πιο φτωχός απ’ αυτούς. Μα τον ξέρανε τίμιο, νοικοκύρη. Κι ήσυχο, Θεέ μου, τι ήσυχον… Ποτέ του δεν είχε ακουστεί στη γειτονιά. Ο κακός του ο λόγος τους ήτανε άγνωστος.

Μα ναι. Δε φαινόταν, μήτε ακουγόταν ποτέ. Κι ήτανε, λένε, τόσο γλυκομίλητος! – τόσο καλός! Πού τα ’βρισκε λοιπόν και τους τα ’στελνε :
– Έ, τι λες και συ, Σοφία; ρωτούσε η μάνα.
– Χμ, τι να λέω; απαντούσε αυτή σιγανά.
Κι ανασήκωνε τους ώμους.
– Εγώ λέω να τη ρωτήσουμε, είπε τότε η γριά.
– Όχι, όχι μητέρα, φώναξε τότε η Σοφία. Δε θα ’ταν σωστό.
Μα κείνη δε βάσταξε.
Και κάποιο Σαββατόβραδο, σαν ήρθε το κορίτσι κι έφερε το δέμα, η γριά τη ρώτησε με την ψιλή, ραγισμένη φωνή της:
– Δε μου λες, Ρηνούλα μου – και να με συμπαθάς κιόλας, παιδί μου, γιατί ο πατέρας σου, γιατί μάτια μου να κόβει απ’ τη μπουκιά, που λέει ο λόγος, της φαμελιάς του και να μας τα στέλνει εμάς; Δεν είναι κρίμα, παιδί μου ; Ε, τι λες και σύ; Και να με συμπαθάς κιόλας… Σάμπως περισσεύουνε σήμερα κανενός;
            Η μικρή την άκουγε γελαστή. Πήγε να σταθεί λίγο, μα βιαζόταν.
            – Μην ανησυχείς, κυρά Μαρία, της είπε τότε, ζυγώνοντας προς την πόρτα, καληνυχτίζοντας. Δεν είναι μόνο ο μπαμπάς. Είναι κι άλλοι, είναι πολλοί… Είπαν όλοι, τους άκουσα εγώ, είπαν όλοι, πως δε θα ’ταν σωστό να πεθάνουμε… Έτσι είπαν. Άλλοι πολεμάνε αλλιώς – και αλλού… Και μεις τότε, θα τους πολεμήσουμε δω, έτσι είπανε, τους άκουσα εγώ… Καληνύχτα τώρα. Και – τσιμουδιά.
            Τους έκανε νόημα, φέρνοντας στο στόμα το δάχτυλο. Ύστερα έφυγε γρήγορα- έκλεισε βιαστική την πόρτα, κατρακύλησε τα σκαλιά.
            Κι η νύχτα ξεχείλιζε, είχε μαζευτεί πολλή- πολλή. Το πηχτό της σκοτάδι τύλιξε την πολιτεία σα σάβανο, μπούκωσε σφιχτά τους δρόμους, τη λίμνη πέρα, το βουνό.
            Οι γυναίκες είχανε γείρει να κοιμηθούν· κι ήτανε χορτασμένες – κι ευλογούσαν τον ουρανό. Μα, Θεέ μου – τι ήταν εκείνο το ξαφνικό; Πώς ήρθεν έτσι, πώς έγινε;
            Δε είχε γλυκοχαράξει ακόμα κι έμοιαζε σα ν’ ανοίξανε διάπλατα οι ουρανοί και σα να ’σταζαν δάκρυα, που πέφταν πηχτά, σαν καφτό, αναλυτό σίδερο προς την κουρασμένη γης…
            Κι έξω στους δρόμους, μυριάδες σάλπιγγες σα να προμηνούσανε τη Δεύτερη Παρουσία.
-«Σηκωθείτε, σηκωθείτε, νεκροί…», φώναζαν οι άγγελοι.
Κι ανέμιζαν τις ρομφαίες.
Μα κείνοι δεν έλεγαν να υπακούσουν. Σφιχταγκάλιαζαν τα μνημούρια τους, στέκαν ακούνητοι, πεισματικά, κι απαντούσαν με τα σκελετωμένα τους στόματα.
-«Η σειρά των ζωντανών, απαντούσαν. Ας σηκωθούνε πρώτα οι ζωντανοί».
Κι οι άγγελοι θύμωναν, αγριεύαν. Κι ήταν σα να ’σκιζαν τη νύχτα οι αστραπές, σα να τη γέμιζαν ρομφαίες…
-Θεέ μου, όνειρο θα ’ναι πετάχτηκε η Σοφία και φώναξε. Μάνα, μάνα, δε βλέπεις; Δεν ακούς τι γίνεται έξω;
Και σκουντούσε ξέφρενη τη γριά.
Εκείνη σαν κάτι να ’νιωθε, σαν κάτι ν’ άκουγε μέσ’ απ’ τον ύπνο της. Μα ήτανε, Θεέ μου τόσο κουρασμένη, κι ήτανε τόσο βαριά η καρδιά της…
…Δε μπορούσε να κουνηθεί, να ξυπνήσει. Δεν καταλάβαινε…
-Μάνα, σήκω. Σήκω απάνου, δεν ακούς; Χαλασμός κόσμου έξω, ξαναφώναξε η Σοφία.
Η γριά ανασηκώθηκε λίγο, τέντωσε τ’ αφτί.
            Κι οι δυο γυναίκες τότε μόνο ακούσανε αυτό που γινότανε έξω, το ’βλεπαν και το ζούσανε κρυμμένες πίσω από το σκοτεινό παράθυρο.
            Στην αρχή ήταν οι τουφεκιές. Έπεφταν αραιές απ’ τις τέσσερεις άκρες της πολιτείας, έσπαζαν την ησυχία της νύχτας, τήνε κομμάτιαζαν… Ύστερα, ξυπνούσε ανήσυχη τρομαγμένη η φτωχογειτονιά, αναμετριότανε θαρρείς με το Χάρο. Μέσα στο σύθαμπο της αυγής, είχαν ορμήσει με βία οι ξένες κουβέντες, το βάρβαρο μήνυμα:
            «Μπλόκο. Μπλόκο…», ακουγότανε από δω.
            «Μπλόκο. Μπλόκο…», αντιβούιζε από κει.
            Κι έπαιρνε τη λέξη ο νυχτερινός άνεμος, τη σκόρπαε με χιλιάδες στόματα πέρα, στα μισοσκόταδα, και μέσα στις φοβισμένες καρδιές, που έτρεμαν. Κ’ η ταραχή τις επάγωνε. Ο τρόμος αλλοιθώριζε τα μάτια, έφτανε σα φριχτός αντίλαλος στο σκοτεινό απάνου παράθυρο, τρυπούσε σα βέλος τ’ αφτί. Κι ήτανε δίπλα κάποιο παιδάκι· κι έκλαιγε γοερά κι ασταμάτητα. Η μάνα ήταν κοντά. Οι κατάρες μισοάνοιγαν το στόμα της· το γέμιζαν χοχλακιστό μίσος κι ανάμεσα – ανασηκώνονταν ίσαμε τον πρωινόν ουρανό…
            Οι δρόμοι και τα στενά, οι αυλές των σπιτιών κι η πλατεία πλημμύριζαν πράσινες κάμπιες και όπλα. Είχανε θαρρείς μαντρωθεί από ροδαλά κτήνη, που τα ξέρασαν τα σκοτάδια.
            Κι οι άντρες, μουδιασμένες κι αναριγούσες σκιές, έστεκαν βουβοί στα πρώτα φέγγη της μοιραίας αυγής, πρόσμεναν μ’ αγωνία να φτάσει ο πρωινός θάνατος.
            Οι δυο γυναίκες αγκαλιάζοντας το περβάζι, κοίταζαν, κοίταζαν- και δεν έβγαζαν τσιμουδιά. Στ’ αγριοβόρι κάτου πλανιόταν ο Χάρος κ’ η Τυραννία. Έμοιαζαν λαγωνικά, που οσμίστηκαν αγρίμια κ’ είχανε σκαρφαλώσει απάνου στο θαμπό κοντινό λόφο, κι ούρλιαζαν, αλυχτούσαν.
-Πρό-οσοχή… Πρό-οσοχή!… Όποιος κρυφτεί τον περιμένει ο θάνατος, με το σκυλίσιο ετούτο στόμα που μιλεί…
Κι η φτωχογειτονιά, κι οι δουλευτάδες κι οι φαμίλιες, που είχανε λαχταρίσει τον ήρεμο και χορτασμένον ύπνο, σηκώνονταν σα φαντάσματα αγουροξύπνητα, και μαζεύονταν εκεί, στην πλατεία. Πλούτιζαν τη φάλαγγα των μελλοθάνατων…
Στου Πρεκατέ την κάμαρα ανάδευε τις νυσταγμένες του φλόγες κάποιο μισοαναμμένο φως. Όλο τ’ ασκέρι βρίσκονταν σ’ αναστάτωση. Η μισόκοπη μάνα, τα κουτσούβελα, η Ρηνούλα. Έτρεχαν δώθε και κείθε μεσ’ τη φτωχική κάμαρα – και κοιτάζονταν αναμαλλιασμένες, αμίλητες. Η απόμακρη, σατανική φωνή είχε καλέσει όλους τους άντρες. Ό λ ο υ ς… Το λοιπόν, έπρεπε να πάει κι αυτός. Όποιος κρυφτεί τον περιμένει ο θάνατος. Δεν το ‘χε πει καθαρά, ντόμπρα και τίμια το χωνί;
Ο Πρεκατές στεκόταν ακόμα δίβουλος στην άκρη της μισοσκότεινης κάμαρας, την είχε μισοανοίξει κ’ έστεκε εκεί, τρέμοντας. Κοίταζε με απλανή, ξεθωριασμένα βλέμματα προς την πλατεία. Στ’ αφτιά του έφτανε κάτι σαν υπόκωφος στεναγμός. Μα δεν έλεγε, μήτε να ξεκινήσει μήτε να μείνει.
Ύστερα, γύριζε κ’ έβλεπε τα παιδιά, τη γυναίκα του. Κι η φωνή ξανακαλούσε, τραχιά, βάρβαρη. Νά τηνε! Ξέσκιζε τη θαμπωμένην ακόμη πρωινήν ατμόσφαιρα κ’ έφτανε ίσια στ’ αφτιά του, περούνιαζε την καρδιά, την κομμάτιαζε…
– «Αθώος εσύ, κι αγνός… Γιατί να πας;
Μουρμούριζε μέσα του κάποια φωνή – την άκουγε κιόλας, που χάιδευε τώρα τ’ αφτιά του, τα ζύγωνε και του τα πλημμύριζε με ήχους.
Και παραξενευότανε, ποιός, μα ποιος να ‘ταν αυτός που του τά’λεγε; (Αν πας εκεί – βρωμάει ψοφίμι κι αίμα στάζει… Κ’ είναι τα δάκρυα του μπλόκου, για ιδές, νεκρομάντηλα είναι, στον ατέλειωτο κι ανήλιαγο δρόμο των κατέργων… Εκεί συνάχτηκαν δάσος οι νεκρικοί σταυροί. Ξεφύτρωσαν μυριάδες τ’ αλουλούδιαστα τα μνημούρια… Δε βλέπεις… Δε βλέπεις)».
 – Πού θα πας, χριστιανέ μου; Πού θέλεις να πας; του μουρμούριζε η γυναίκα του, καθώς είχε ξεπροβάλει λίγο πιο έξω στην πόρτα, για να κοιτάξει καλύτερα. Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτουνούς;
Γύρισε και την είδε μ’ ένα μάτι βαθύ, σκοτεινό.
– Σάμπως οι άλλοι; Τι έχουν οι άλλοι; Ψιθύρισε.
Και το μάτι του έσταζε δάκρυ…
– Εγώ λέω, να κάτσεις εδώ… είπε αυταρχικά η γυναίκα. Να μην πας πουθενά! Και ν’ αφήσεις τις κουβέντες. Νά, κοίτα! Γαντζώσου κάπου εκεί – και κρύψου!…
            Και του ’δειχνε με κομμένη φωνή τη ντουλάπα, το κρεββάτι από κάτου – ψηλά, το ταβάνι…
– Ποιος θα σε ιδεί; Ποιος θα ’ρθει; Εσένα θα κοιτάζουνε τώρα;
– Κι αν έρθουν; τη ρώτησε απότομα αυτός. Θα ’θελες να μου τη φυτέψουν εδώ, μπροστά στα παιδιά; Τι φταίνε αυτά, τι χρωστάνε για μια τέτοια σκηνή; Δε θα ’ταν καλύτερο να … Σάμπως όλοι που θα πάνε, θα…
            – Καλύτερο θα ’ταν… Καλύτερο θα ’ταν το άλλο – να λείπαν αυτά, ξανά ’πε εκείνη, σαστισμένη. Δεν ξέρω, δεν ξέρω!… είπε ύστερα. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Ό,τι σε φωτίσει ο Θεός!
            Και μπήκε μέσα, μάζεψε τα παιδιά.
            Ο Πρεκατές έστεκε ακόμη στην πόρτα. Τριβέλιζαν το μυαλό του οι σκέψεις: Θεέ μου, μουρμούριζε, γιατί να μπαίνω σε μια τέτοια δοκιμασία; Εγώ δεν έχω πειράξει ποτέ άνθρωπο. Κανέναν άνθρωπο. Ξέρεις εσύ· μήτε το φίλο, μήτε τον οχτρό μου. Καλό να μπορούσα, τους έκανα. Κακό, σε κανέναν, ποτέ… Έφυγα ποτέ απ’ το δρόμο Σου, πες μου, έ φ υ γ α; Κι αν τα χέρια μου είναι ροζιασμένα, κι αν συνήθισαν να δουλεύουνε, χρόνια τώρα, μόνο το σκαρπέλο, έτσι που να μη μπορούνε σήμερα ν’ αδράξουνε το όπλο, αν τα στέρνα μου είναι κρύα και στέκουν στενά, φοβισμένα, μήτε και μπορούνε να χωρέσουν τον φλογερό, τον πανανθρώπινο παλμό των σκλάβων, δε φταίω εγώ… Δεν το μπορώ, Θεέ μου, δεν το μπορώ, κι ας το θέλω!… Σε τούτη τη μεγάλη αντάρτισσα, τη Γης, πολύ που πιάνω τόσον τόπο, τόσον τόπο!…
            Η φωνή ξανακούστηκε τελευταία φορά. Ύστερα έσβησε. Ο σκοτεινός της αντίλαλος τρύπωσε στ’ αφτιά του Πρεκατέ, βούιζε. Στριφογύριζε και μέσα του, σαν ηχώ δαιμονισμένη – δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Τον έκανε κι ανατρίχιαζε…
            Μπήκε μέσα στην κάμαρα, άρπαξε το παμπάλαιο λεκιασμένο παλτό του, το ’ριξε απάνω του βιαστικά. Του ’ρχότανε λίγο κοντό. Τα μανίκια κρεμούσαν, μα δεν πρόσεχε, δεν έβλεπε τίποτα.
            Και ξεκίνησε, κάνοντας το σταυρό του.
            Η γυναίκα τον έβλεπε να φεύγει σαν ίσκιος, να χάνεται μέσ’ στο θαμπόφωτο της αυγής. Μιαν αστραπή πέρασε μέσα της, ένα ρίγος που την κλόνισε σύγκορμα: Μη, μη!… έμπηξε μια φωνή. Σύρθηκε ξωπίσω του. Τον αγκάλιασε, τον ικέτευε. Κι έστεκε μπροστά του, του ’φραζε το δρόμο…
            Τα παιδιά έτρεξαν κοντά. Δεν ένιωθαν αυτά, δεν καταλάβαιναν. Μα βλέποντας τη μάνα τους τόσο ταραγμένη, έμπηξαν τα κλάματα, μπερδεύονταν, περδικλώνονταν στα πόδια του πατέρα και φώναζαν, όλο φώναζαν κι αυτά:
-«Μη, μπαμπά, μη…».
Ήταν σα να τον ξεπροβόδαγαν για μακρινό, φουρτουνιασμένο ταξίδι απ’ όπου μπορεί και να μη γυρνούσε ποτέ…
– Έχ, βρε γυναίκα, τι μου κάνεις! μουρμούρισε αυτός με σπασμένη φωνή.
Δε μ’ άφηνες, χριστιανή μου, να πάω στο καλό του Θεού; Προτιμάς να ’ρθουνε να με μακελέψουν εδώ, μπροστά στα παιδιά;
Η γυναίκα τον άφησε τότε.
            Και κείνος τράβηξε να ’βρει τη μοίρα του εκεί. Εκεί όπου είχανε συναχτεί πια οι δραπέτες της Κόλασης, οι μαύροι οι μασκοφόροι – και ξεδιαλέγαν τα σφαχτά. Ανάμεσά τους αλώνιζε και ο Κοσμετάτος, ο κακός πάντα γείτονας, με την ολοκαίνουργια πέτσινη στολή του – και τ’ αλλοίθωρο μάτι του.
Οι γυναίκες τον κοίταζαν από το παράθυρο – κι αναριγούσαν.
            Όλο κρύβονταν να μη λάχει και τις πιάσει η ματιά του…
Στο καλό. Και με τη βοήθεια του Θεού! μουρμούριζε τώρα η γυναίκα του Πρεκατέ.
            Και τον σταύρωνε από πίσω, καθώς χάνονταν στο μισοσκόταδο.
            Η Ρηνούλα μάζεψε τα παιδιά. Μπήκαν όλοι μέσα. Μα πού να ξαναξαπλώσει κανείς στο κρεββάτι; Έστεκαν όλοι στο πόδι, προσμένοντας, προσμένοντας με λαχτάρα, καρτερώντας με σφιγμένη καρδιά.
            Κι ο Πρεκατές βρέθηκε σε λίγο ανάμεσα στο τσούρμο των σκλάβων. Οι ευχές της γυναίκας, οι σταυροί της, έφεγγαν μέσ’ στην ψυχή του σα φάρος, που φώτιζε τη σκοτεινή, θαλασσοδαρμένη, πορεία του.
            – Θεούλη μου, έλεγε, Θεούλη μου, παρακαλούσε, καθώς τρέμοντας τριγυρνούσε στην αναταραγμένη πλατεία, ανάμεσα σε γνωστούς και άγνωστους.
Μικρό σκουλήκι καθώς είμαι, ταπεινό και φρόνιμο, ένα απ’ τα εκατομμύρια τα σερπετά σου, που ασήμαντα περπατάνε και αναστενάζουν πάνου στη γης, βόηθα οι μπότες των εχτρών να μη με στίψουν…
            Και τριγυρνούσε αμήχανος, φοβισμένος. Έπιασε μιαν απόμερη γωνιά. Και κει, Θεέ μου! Τι παράξενη, τι ξαφνική ιδέα ήταν αυτή; Είχε ζυγώσει τον κορμό ενός δέντρου. Το φύλλωμά του, σα να τον σκέπαζε προστατευτικά. « – Αν ανέβαινε απάνου;» πέρασε απ’ το μυαλό του η ξαφνική ιδέα, τον φώτισε σαν αστραπή; « – Ποιος θα μ’ έβλεπε, ποιος; Μπορεί και να γλύτωνα…» ξανά ’πε μέσα του. Και ψευτογέλασε θλιβερά.
            Χωρίς να χάνει καιρό, σκαρφαλώνει σαν αίλουρος στο δεντρί, θωρεί από πάνου απ’ τα κλωνάρια του το συρφετό, που αναδεύει από κάτου, που αναστενάζει πιο πέρα, που ετοιμάζεται για τα κάτεργα, για το θάνατο… Νιώθει μια σιγουριά μέσα του. Η ελπίδα της σωτηρίας του χαμογελά.
            – Θεούλη μου, ξαναλέει. Δώσε ως το τέλος, δώσε να σωθώ… Για τη γυναίκα μου, Θεέ μου, για τα παιδιά…
            Μα δεν προλαβαίνει να χαρεί άλλο την ευτυχία του. Νάτος! Ζυγώνει ο ροδαλός κανίβαλος, η πράσινη κάμπια.
            – Nieder, du! Schell nieder, του φωνάζει καθώς απλώνει τη μούρη του προς τα πάνου και τον θωρεί παραξενεμένος, αγριωπός.
            – Ρε πατριώτη, πετιέται ο Πρεκατές από πάνου από το δέντρο – και τρέμει, χάνει τα λόγια του. Άσε με μένα. Πού να πάω; Έχω παιδιά…
            Δεν ξέρει τι λέει, δεν ξέρει πια τι να κάμει. Και παρακαλεί, γαντζώνει γερά στο κλαδί, δε λέει να κατεβεί – το αγκάλιασε σαν τραγικός παλιάτσος. Φτωχοκούρελα και κλαδί γενήκαν ένα. Σα να σφιχτάδραξε ο φουκαράς ο Πρεκατές το κλαδί της Ζωής – και να μη τού ’κανε καρδιά να ξεκολλήσει…
            Ο άλλος δεν καταλαβαίνει:
            -Gesagt, ούρλιαζε. Ich sagte trette aus!
            Και τεντώνει απάνω του την κάννη του όπλλου.
            – Μη μη!… κάνει ο Πρεκατές. Έχω παιδιά… Αν είσαι Χριστιανός, άσε με, καλά είμαι εδώ… Ποιος μπορεί να με ιδεί; Άσε με, να χαρείς, άσε με…
            Και παζαρεύει, ζητιανεύει τη ζωή του.
Nieder, Maül! Ξελαρυγγιάζεται ο άλλος.
Ο Πρεκατές, τίποτα! Σα να μην ακούει πια, σα να μην καταλαβαίνει τίποτα. Μυξοκλαίει μόνο, παρακαλεί πάντα.
Κι η ντουφεκιά – πώς την είδε ν’ αστράφτει μπροστά στα μάτια του ο Πρεκατές, πώς τέντωσε το χέρι την ύστατη στιγμή, σα να ’θελε να την προλάβει.
Κι η ντουφεκιά του σταμάτησε τα παρακάλια και τα μυξοκλάματα. Θαρρετή, πέρασε απάνω του, τίναξε λίγα φύλλα, τα σκόρπισε πέρα και ξεγάντζωσε το κορμί του Πρεκατέ. Το ’φερε χάμου βαρύ, μολυβένινο.
Κι ύστερα υψώθηκε γρήγορα προς τον ουρανό, τον ζύγωσε κατάσαρκα και τον καταξέσκισε. Κι έλαβε την τιμή ν’ αναφέρει πως ο νόμος είχε τηρηθεί κατά γράμμα – το καθήκον είχε εκτελεσθεί.
            – Dura lex, sed lex, ακούστηκε να μουρμουρίζει αυτός, με το γκριζογάλανο στόμα του.
Είχε αρχίσει πια να ξημερώνει. Ο κατακόκκινος φλογάτος ήλιος ξεμύτιζε δω ψηλά, στο βουνό, κι ήταν αμέριμνος, μαχμουρλής. Παιχνίδιζε κιόλας απάνου στις στέγες της πολιτείας και στις δενδροστοιχίες.
            Μέσα στην αναταραχή, οι άλλοι της πολιτείας πού να προσέξουν πού να γυρίσουν να ιδούν το πληγωμένο πουλί, που ξεψυχούσε κει κάτου, στα χώματα, χωρίς καν να προλάβει ν’ αναστενάξει…
            Μόνο η Σοφία το είδε πάνου απ’ το παράθυρο, το πρόσεχε από ώρα.
            Έτρεξε και κατέβηκε τα σκαλιά, αψηφώντας τον Κοσμετάτο, ξεχνώντας τον ολότελα, ζύγωσε στην πλατεία.
            Εκεί στην ακρούλα έστεκε η Ρηνούλα. Και, τι παράξενο, Θεέ μου, αυτό το κορίτσι, τι σιωπηλό. Δεν έκλαιγε. Δε φαινόταν καθόλου να κλαίει. Μόνο έσφιγγε γερά τις γροθιές του…
            Και στεκόταν εκεί, κοκκαλωμένο κι απόμερο, κοίταζε απέναντι, στον αντικρινόν ορίζοντα, πού ήτανε τώρα βαμμένος στο αίμα του ήλιου.
            Ο κάμπος γέμισε παπαρούνες και αίμα, σκεφτόταν. Κ’ οι παπαρούνες καλά το λένε, προμηνάνε την άνοιξη.
            Μια άνοιξη δίχως πατέρα.

 

 
Visited 4 times, 1 visit(s) today