Aνατολικά και νότια του Βραχωριού απλώνεται η ακραία συνοικία, που όλοι την ονομάζουν Ντούτσαγα.
Ο παππούς μου, ο μπάρμπα-Ζάχος ο Κάππας, που έφτασε τα εκατό και μας αποχαιρέτησε όρθιος μια Μεγάλη Παρασκευή του 1961, έλεγε πως, καθώς θυμόταν από τους παλιότερους που το κουβέντιαζαν, όταν αυτός ήταν παιδί – δηλαδή εκεί γύρω στα 1880 – όλοι ήξεραν για τον Ντουτς – αγά.
Αυτός ο Τούρκος αγάς εξουσίαζε την περιοχή μας ως την ώρα που επαναστάτησαν οι Βραχωρίτες – μια άλλη ηρωική ιστορία αυτή – δηλαδή ως τις 11 Ιουνίου 1821.
Ήταν ο Ντουτς αγάς γαμπρός του Μουσταφά – πασά, που είχε στην κατοχή του όλη την παραλίμνια περιοχή και μέχρι τον Αϊ Γιάννη τον Ριγανά. Αυτό το μεγάλο και πλούσιο προάστιο του Αγρινίου, το Παναιτώλιο σήμερα, οι παλιότεροι το ξέρουν το μισό σαν “Μουσταφούλη” και το άλλο μισό σαν “Χαλίκι”.
Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι κι εγώ πως κάθε Σαββατοκύριακο ερχόταν το νερό από το ποτάμι της Ερημίτσας και ποτιζόταν η Ρουπακιά. Ήταν, έλεγαν, μέσα στη συμφωνία της προίκας που έδωσε ο Μουσταφά – πασάς στον Ντουτς – αγά. Τουρκικό εθιμικό δίκαιο που έμεινε ως σήμερα ισχυρό και παντοδύναμο, πάνω από οποιαδήποτε νεότερη ρύθμιση.
Η Ντούτσαγα, έτσι βαφτίστηκε, έτσι έμεινε από στόμα σε στόμα και από εποχή σε εποχή.
Χαμένος κόπος βέβαια!!!
Το τοπωνύμιο και η συνήθεια αποδείχτηκαν ισχυρότερα από τα φιρμάνια και τις αποφάσεις των αρχών. Κανένας δεν την έμαθε ποτέ την Καλλιθέα. Όλοι την έλεγαν Ντούτσαγα και μάλιστα με την απλοϊκή ντοπιολαλιά «Ντούτσακα».
Μικρότερα «σημεία αναφοράς» έδιναν το ιδιαίτερο ύφος και νοημάτιζαν τις μεγάλες και τις μικρές ώρες της συνοικίας που γεννήθηκα.
Το τελευταίο ήταν στην άκρη, σύνορο και πέρασμα για τα λιοστάσια και τα καπνοτόπια της Ρουπακιάς και του Αϊ-Γιάννη του Ριγανά.
Στην Κάτω Ντούτσαγα, ο νερόμυλος του Ραμμόπουλου, το ταμπακαριό των Σκεπαρναίων, τα κρασιά του Φύλαχτου, οι καπναποθήκες του Ηλιού και ο «μεγαλόδρομος».
Όπως θα διηγηθούμε παρακάτω σε όσους δεν θέλουν να λησμονήσουν το παρελθόν, γιατί, κακά τα ψέματα, δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν, πολλά χώριζαν την Πάνω και την Κάτω Ντούτσαγα.
Εποχή δηλαδή που η «μπομπότα» (η κουλούρα από καλαμποκίσιο αλεύρι, για σας παιδιά που σκύβετε με συμπάθεια και αγάπη για να μάθετε τα μικρά ιστορικά τωv γονιών σας), το τρύπιο παντελόνι και το μπαλωμένο φόρεμα, τα ξύλινα τσόκαρα στα πόδια από τους Αρμένηδες τσαγκάρηδες της γειτονιάς μας, τα κάστανα και το «μαλλί της γριάς», ήταν κοινά και γνώριμα στοιχεία όλων μας. Μοναδική εξαίρεση, που μόνιμα ένωνε στη νότια περασιά τα δύο μέρη της συνοικίας, ήταν το νερό στο αυλάκι. Όπως ερχόταν από την Ερημίτσα φιδοσερνόταν δίπλα στο δρόμο και κάτω από τις ελιές, περνούσε μπροστά από το Γηροκομείο και τερμάτιζε στο μύλο του Ραμμόπουλου. Ήρεμο, καθαρό νερό, χαριζόταν σε όλους, αναζωογονούσε τα καπνοχώραφα, πότιζε τις γλάστρες στις αυλές, γινόταν απόλαυση για τις πάπιες και σκορπιόταν στα χωματένια κατώφλια των σπιτιών μετά το μεσημεριανό ύπνο, το κατακαλόκαιρο, με σαράντα βαθμούς να βράζει η γης και να πλημμυρίζουμε στον ιδρώτα, όταν ερχόταν η ώρα του καφέ.
Τότε που, παρέες – παρέες, άλλοι χάζευαν αυτούς που περνούσαν στο δρόμο αποχαυνωμένοι από την ανυπόφορη ζέστη και άλλοι περιλάβαιναν κάποιον ή κάποια, τον περνούσαν από χίλια κόσκινα, τον έρραβαν και τον ξύλωναν, τον άπλωναν και τον μάζευαν και, τελικά, έτσι για να περνάει η ώρα, τον «έθαβαν».
Μας έβγαλε και μας έστησε μπροστά σ’ όλους. Μάς έδειξε και είπε: «Τους βλέπετε αυτούς τους λεβέντες από το Βραχώρι; Μεγάλωσαν στη Ντούτσαγα. Έχουν όλοι ξουράφι μυαλό… γιατί έχουν πιει νερό από το αυλάκι…».
Μπροστά σε καλοντυμένους και «τροπικούς» Αθηναίους ένιωσα το φορτίο και το μέγεθος της καταγωγής μου. Εκείνο το άσημο και ανώνυμο αυλάκι έδινε αξία στην ύπαρξή μου. Κάποτε τα ασήμαντα του θεού είναι που μας καταξιώνουν…
Από τότε γυρνούσα πάντα και ξαναγυρνώ στη γειτονιά μου. Κάθε φορά που ανέβαινα τις ανηφοριές ή περνούσα από τα στενά δρομάκια με τα απλά και χαμηλά σπίτια της Ντούτσαγας, θυμόμουνα το λόγο του γερο-Καψιμάλλη. Τι κι αν περπάτησα, ύστερα, όλο τον κόσμο; Ο τόπος όπου πρωτοείδα το φως αυτού του κόσμου παραμένει ασύγκριτα μοναδικός και ξέχωρος.
Θα πεθάνει τότε μόνο, όταν αναχωρήσω από τούτον τον απατηλό κόσμο.