Ο μπάρμπα-Γιάννης, ο γαλατάς, ήταν ένας μεροκαματιάρης, κοντόσωμος άντρας, με ελαφριά καραφλίτσα, απροσδιορίστου ηλικίας με ψιλή φωνή. Όργωνε κάθε απόγευμα τα σοκάκια και τους δρόμους της Αγια-Τριάδας, με το γαϊδουράκι του φορτωμένο δύο βαρέλες γεμάτες γάλα.
Έξω από τις πόρτες των σπιτιών οι νοικοκυρές άφηναν τα φρεσκοπλυμένα μπουκάλια ή κατσαρολάκια και ο μπαρμπα-Γιάννης τα γέμιζε με γάλα. Μισή οκά, μία οκά, ανάλογα με τα παιδικά στόματα που υπήρχαν σε κάθε οικογένεια.
Θυμάμαι την μητέρα μου να σουρώνει το γάλα και μετά να το βράζει για να είναι έτοιμο για το πρωινό, πριν φύγουμε για το σχολείο.
Θυμάμαι την μητέρα μου να σουρώνει το γάλα και μετά να το βράζει για να είναι έτοιμο για το πρωινό, πριν φύγουμε για το σχολείο.
Η συμφωνία με την μητέρα μου ήταν να πληρώνεται κάθε Σάββατο. Τότε μόνο χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού μας.
Πόσα Σάββατα θυμάμαι την μητέρα μου να μας κλείνει από νωρίς μέσα στο σπίτι και όταν ακούγαμε από μακριά τον θόρυβο από τις οπλές του γαϊδουράκου, έκλεινε τα φώτα και κάναμε απόλυτη ησυχία! Νεκρική σιγή! Περιμέναμε με κομμένη την ανάσα να απομακρυνθεί ο μπάρμπα-Γιάννης, αφού πρώτα γέμιζε τα άδεια μπουκάλια.
Ήταν τα Σάββατα που δεν είχε πληρωθεί ο πατέρας από την δουλειά του.
Κι ο μπάρμπα-Γιάννης δεν ξαναχτυπούσε την πόρτα του σπιτιού μας μέχρι το επόμενο Σάββατο!!
Και το επόμενο Σάββατο:
-Μπάρμπα-Γιάννη, έχουμε δύο βδομάδες, το προηγούμενο Σαββάτο λείπαμε.
-Δεν πειράζει κυρ-Αγγελική. Από σένα δεν πρόκειται να τα χάσω!
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
Visited 7 times, 1 visit(s) today