Πάνος Καπώνης

O Πάνος Καπώνης είναι ένας από τους πρώτους ποιητές της Γενιάς του ’70. 
Γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1947 στο Αγρίνιο.
Σπούδασε οικονομικά και νομικά στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών, καθώς και σκηνοθεσία θεάτρου και κινηματογράφου.
Γράφει και δημοσιεύει ποίηση από το 1966. 
Ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και άλλα έντυπα (“Λωτός”, “Σήμα”, “Κούρος”, “Τραμ”, “Τομές”, “Ποίηση ’80”, “Το Δέντρο”, “Παρουσία”, “(δε)κατα”, “poetix”, “Οροπέδιο” κ.α.). 
Γράφει επίσης τακτικά βιβλιοκριτική στο περιοδικό “(δε)κατα”.
Μαζί με τον ποιητή Ντίνο Σιώτη, ίδρυσαν το λογοτεχνικό Σωματείο «Κοινωνία των Δεκάτων», του οποίου είναι Γεν. Γραμματέας. 
Διατέλεσε και Γ. Γραμματέας της «Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών», από το Δ. Σ. της οποίας πρόσφατα παραιτήθηκε. 
Στοιχεία του έργου του βρίσκονται στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2007). 
Είναι έμμισθος δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και ΣτΕ. Διδάσκει στο Φαρμακευτικό Τμήμα του Πανεπιστήμιου Πατρών φαρμακευτικό δίκαιο. Επιμελήθηκε μαζί με τον Γ. Π. Αναγνωστόπουλο τον συλλογικό τόμο της ΕΑΛ, «Αφετηρίες μνήμης», με διηγήματα και αφηγήματα 37 Αιτωλών και Ακαρνάνων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων και το διήγημα του οδός Δωριμάχου.
Εργογραφία :
  • «Κοκτέιλ» (έκδοση εκτός εμπορίου Αθήνα 1972),
  • «Μεταμορφώσεις του Ιερεμία» (εκδόσεις The Wire Press, S. Francisco 1977),
  • «Αρχιπέλαγος Αϋπνίας» συγκεντρωτική έκδοση (εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 1993),
  • «Αφετηρίες Μνήμης», (εκδόσεις ΕΑΛ, Αθήνα 2008),
  • «Κοκτέιλ Β» ποιήματα 1966-1972, 2η έκδοση (εκδόσεις Γκόνη, Αθήνα 2008),
  • «Τα ποιήματα του 2007″ (εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2008),
  • «Σπινθήρες Καλωδίου» ποιήματα 1994-2004 (εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα 2009),
  • «Τα ποιήματα του 2008″ (εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2009),
  • «Ναρκωτικά Σύννεφα» ποιήματα 1979-1989 (εκδόσεις Γκόνη, Αθήνα 2010),
  • «Τα ποιήματα του 2009″ (Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2010).
Επιστημονικά έργα :
«Συστήματα Οργάνωσης Συνεταιρισμών», έκδοση ΠΑΝΚΟ, Αθήνα 1999, 
«Επίτομος Φαρμακευτική Νομοθεσία» , τόμοι Ι και ΙΙ, (εκδόσεις Φαρμακευτικός Κόσμος), Αθήνα 2003, 2005, 2006, 
«Φαρμακευτικό Δίκαιο» τόμος Α’, Αθήνα 2007 και «Φαρμακευτικό Δίκαιο» τόμος Β’, Αθήνα 2010 (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα).
Ιστολόγιο του Πάνου Καπώνη:

 

ΟΔΟΣ ΔΩΡΙΜΑΧΟΥ

 

Διήγημα του Πάνου Καπώνη.

 Ήταν απλό. Θα κατέβαζε την πινακίδα. Τώρα, μετά από 135 χρόνια, που το σπίτι, όπως βρίσκονταν τα παλιά χρόνια στη γωνία του δρόμου, θα έπαιρνε μια άλλη μορφή, θα γύριζε πίσω στο χρόνο, σαν μετενσάρκωση της πέτρας.

Ο δρόμος είχε αλλάξει πολλές φορές πινακίδες, πότε με λάθος ορθογραφία, όπως «ΔΟΡΥΜΑΧΟΥ», πότε με νέες τσίγκινες πινακίδες με τη σωστή του ονομασία, αλλά στη γωνιά του παλιού σπιτιού, η παλιά εμαγιέ πινακίδα, σε πείσμα του χρόνου και των αλλαγών που έγιναν, παρέμεινε εκεί, ξεχασμένη από όλους, εκτός απ’ αυτόν.

Ποιος θα έδινε σημασία σε μια παλιά πινακίδα δρόμου !!
Όμως αυτός, κάθε φορά που επέστρεφε σπίτι, πάνω από 25 χρόνια, έστεκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και κοίταζε για πολύ ώρα την παλιά χτυπημένη από σφαίρες ανάγλυφη πινακίδα. Ίσως να ήταν η μόνη εμαγιέ παλιά πινακίδα που είχε μείνει στη θέση της σ’ όλη την πόλη. Ίσως να είχε μείνει εκεί απ’ τη δεκαετία του ’20 μια και κανείς δεν την έβλεπε, αφού το σπίτι δεν ήταν πια στην γωνιά του δρόμου. Ίσως να είχαν ξεχάσει οι άνθρωποι και το ίδιο το σπίτι.

Ήταν Κυριακή. 
Οι στρατιωτικές μοτοσικλέτες που περνούσαν σήκωναν σύννεφα σκόνης και σταματούσαν πίσω από το μεγάλο πέτρινο σπίτι της άλλης γωνίας του δρόμου. Το Σταθακοπουλαίικο είχε επιταχθεί απ΄ τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Έγινε η «κομαντατούρ» της πόλης. Η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό κυμάτιζε μπροστά στο μοναδικό μπαλκόνι. Αξιωματικοί του στρατού και γκεσταπίτες ανεβοκατέβαιναν τη μεγάλη σκάλα.
Κι ήταν άνοιξη. 
Κι οι φρουροί με τα αυτόματα πίσω απ΄ τα ριγέ ασπρόμαυρα φυλάκια κοίταζαν σκυθρωποί τους λίγους περαστικούς που ξεμύτιζαν φοβισμένοι στη διασταύρωση των οδών Δωριμάχου και Ελεούσης. Οι περαστικοί, ένας – ένας, δύο – δύο, προσπερνούσαν το κτίριο της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης και έμπαιναν στην αυλόπορτα του αριθμού 12 του δρόμου. Άλλοι έρχονταν προσεκτικά απ’ την αντίθετη κατεύθυνση κι έμπαιναν στο ίδιο σπίτι. 
Πέρασε έτσι αρκετή ώρα.
Ο Νώντας ο τραπεζίτης με τ΄ όνομα, ένας απ΄ τους δοσίλογους και καταδότες, δεξί χέρι των κατακτητών, κοίταζε με περιέργεια απ΄ το νότιο παράθυρο της διοίκησης τον Παπαποστόλη ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα της οδού Ελεούσης και να κατευθύνεται κι αυτός στον αριθμό 12.
Έξυσε το κεφάλι του, σημάδι ότι κάτι τον βασάνιζε.

«Τι είναι αυτοί. Γιατί μαζεύονται στο σπίτι του εμπόρου. Τι σκαρώνουν» αναρωτιόταν και η περιέργεια του έφτανε στο κατακόρυφο. 

Τους περισσότερους τους γνώριζε. Δεν υπήρχαν υποψίες γι΄ αυτούς. Δεν μπορούσε να τους συνδέσει με αντάρτες ή με την αντίσταση.
Κι ο παπάς ; Τι ήθελε ο παπάς ;
Κι ο Ευστάθιος ; Λυγερόκορμος και ευδιάθετος, με το καλό του κουστούμι να βαδίζει σταθερά προς το σπίτι ; 
Με αυτά τα ερωτηματικά έφυγε από το παράθυρο και πήγε να πάρει τα κιάλια του από το διπλανό δωμάτιο – γραφείο. 
 …………………………………
Συνάντηση είχε κανονιστεί για τις 3 το μεσημέρι, μια και η κυκλοφορία απαγορευόταν μετά τη δύση του ηλίου. Στο σπίτι του Μηνασούλα, απέναντι απ΄ την Αγία Τριάδα. Εκεί είχαν δώσει το ραντεβού τους όλοι. Θα είχαν την πρώτη τους συνάντηση. Φαγητό (κατοχικό) και την σχετική κουβέντα, Κι αν άρεσε ο ένα στον άλλο, θα τελείωνε η υπόθεση. Την μεσημεριανή αυτή συνάντηση την είχε μεθοδεύσει ο Χριστόφορος, πρόσωπο σοβαρό και με κύρος. Άνθρωπος μετρημένος, απλός και σοφός. Είχε έρθει στη πόλη την ίδια μέρα, αφού το προηγούμενο βράδυ ένα καΐκι τον είχε αφήσει σε μια απομακρυσμένη παραλία του Αστακού.Μετά τα συνηθισμένα σερβιρίσματα, ο Χριστόφορος πήρε τον λόγο :

«Ξέρετε όλοι» είπε «τον σκοπό της συνάντησης. Εγώ έκανα αυτό που πρέπει. Τώρα εσείς οι δυο αποφασίζετε». 

Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Βλέμματα ειλικρινή, αποφασισμένα για ζωή, αλλά και μια σπίθα φωτιάς που άρχισε να σιγοκαίει, τους έκανε να πούνε το «ναι» ! 
Πάνω στη ώρα μπήκε στη σάλα κι ο Ευστάθιος. Είχε αργήσει γιατί οι Γερμανοί είχαν εισβάλει στο μικρό εργαστήρι με τις γκαζόζες και είχαν επιτάξει τα πάντα. Φυσικά ο Ευστάθιος το περίμενε κάτι τέτοιο να συμβεί και ήταν προετοιμασμένος. Απλά έπρεπε να υπογράψει τα χαρτιά τους.
 …………………………………
Μάιος ανήμερα της γιορτής του Αγίου Χριστόφορου, του Πολιούχου. Η άνοιξη με μια μυρουδιά βενζίνας και o κόκκινος καταβρεχτήρας του Δήμου να ρίχνει νερό στους χωμάτινους δρόμους της πόλης.
Στο «σιντριβάνι» μαζεύονταν οι μανάδες και τα παιδιά πλατσούριζαν στα νερά. 
Απ΄ την οδό Δημαρχείου κατέβαιναν γερμανικά καμιόνια και μοτοσικλέτες. 
Τα παιδιά που έπαιζαν στα νερά του σιντριβανιού, τρόμαξαν κι έτρεξαν στις αγκαλιές των μανάδων τους.
Στην ανατολική πλευρά της πόλης, ο κόσμος έβγαινε από την εκκλησία του πολιούχου, μαζί τους και το ζευγάρι που είχε αρραβωνιασθεί. 
Το κήρυγμα του Παπαποστόλη, με αφορμή τον βίο του Αγίου Χριστοφόρου, είχε κάνει αίσθηση στο ποίμνιο του, αλλά και στον πολύ κόσμο που είχε μαζευτεί απ΄ όλη την πόλη και τους γύρω συνοικισμούς. Είχε μιλήσει για το καθήκον του καλού χριστιανού και την ειρήνη που κηρύσσει ο Θεός. Είχε βασανισθεί μέρες για αυτό το κήρυγμα. Απ΄ τη μια η «ουδέτερη» σιωπή της επίσημης εκκλησίας με το δόγμα της «μη βίας», ως χριστιανικής αρετής, που δεν την συμμερίζονταν όλοι οι ιερείς όταν «η μη βία» είχε να κάνει στους καιρούς της σκλαβιάς με τον συμβιβασμό και την παθητικότητα απέναντι στον όποιο κατακτητή και στην όποια ολοκληρωτική ιδεολογία, κι απ΄ την άλλη η ερμηνεία της χριστιανικής ειρήνης.
Έμμεσα λοιπόν και χωρίς να προκαλεί, μια και απέξω υπήρχαν γερμανοί στρατιώτες και μέσα στην εκκλησία οι δοσίλογοι, είπε ότι «η ειρήνη του Θεού βασίζεται στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη, στη μετάνοια και την αγάπη» και αυτό σημαίνει ότι «οι χριστιανοί έχουν ηθικό χρέος να αντιστέκονται στην καταπίεση» (κι εκεί έκανε μια παύση για να συνεχίσει) «της αμαρτίας. Το τι είναι αμαρτία το ξέρουμε όλοι μας. Αμαρτία είναι οι δυνάμεις του Κακού. Και οι χριστιανοί πρέπει να πολεμάνε το Κακό. Ας προσευχηθούμε» είπε τελειώνοντας «να μας δώσει δύναμη ο Θεός για να προστατεύσουμε τα αγαθά που μας έδωσε».
Όλα έπαιρναν πια τον δρόμο τους.
Βάδισαν προς το σπίτι της οδού Δωριμάχου. 
Στη λόντζα σερβιρίστηκε ένα υποκατάστατο ελληνικού «καφέ» από ρεβίθι, και πάνω απ΄ όλα, κρύο νερό απ΄ τον «μπότη», το πήλινο ψυκτικό δοχείο της εποχής. Το νερό ήταν το μόνο που άφησαν άθικτο οι κατακτητές.
Δεν είπαν πολλά. Δεν μίλησαν πολύ. Άλλωστε, δεν υπήρχαν και πολλά περιθώρια για να τηρούνται οι παραδόσεις, ούτε για συζητήσεις, μια και όλα «τα πλάκωνε η σκλαβιά και τα ΄σκιαζε η φοβέρα». Το μόνο που είχε σημασία σ΄ αυτή τη συνάντηση μετά τη κυριακάτικη λειτουργία, ήταν να συνεννοηθούν και καθορίσουν το σχέδιο για την οργάνωση της τελετής. Η ημερομηνία είχε ορισθεί. Κυριακή στις 10,00΄ το πρωί.
Όλοι ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησιά, ούτε να χτυπήσουν χαρούμενα οι καμπάνες, όπως συνήθιζαν να σηματοδοτούν τα χαρμόσυνα γεγονότα. Και τα νέα που έφταναν ήταν διφορούμενα. Πότε έπαιρναν πάνω τους οι Γερμανοί, πότε οι Σύμμαχοι.
Μια αίσθηση υπήρχε στον κόσμο ότι πλησίαζε το τέλος. Πότε όμως, κανείς δεν γνώριζε. Δεν μπορούσαν όμως να αναβάλουν την τελετή. 
Για τον Δημήτριο ήταν μια μεγάλη χαρά, ολοκλήρωση ζωής, μετά μάλιστα κι απ΄ τον τραυματισμό του στο Αλβανικό Μέτωπο, το ΄40.
Για την Άννα, μια πληρότητα και μια ανείπωτη ευτυχία που μέσα στους δύσκολους εκείνους καιρούς, ερχόταν ως ελπίδα ζωής.
Έτσι στις ζοφερές ημέρες της κατοχής, οι άνθρωποι έμαθαν να ονειρεύονται περισσότερο από τους καιρούς της ειρήνης. Κι αυτό το όνειρο ήταν που έδινε μεγαλύτερη αξία στη κάθε κίνηση, στο κάθε γεγονός, στη κάθε σκέψη, στον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. 
Την Κυριακή λοιπόν που ορίσανε, θα γινόταν μια πράξη ελευθερίας μέσα στην παρένθεση της γερμανικής κατοχής. Μια πράξη όμως προσεχτικά οργανωμένη, που δεν θα κινούσε υποψίες στους κατακτητές και τους σπιούνους τους. Και από μια άποψη, αυτό που θα γινόταν την Κυριακή θα ήταν μια πράξη «αντίστασης». Αντίσταση της ψυχής στη σκιά του θανάτου, στην απελπισία, στη πείνα, στο δίλημμα, στη σκλαβιά, στον ολοκληρωτισμό.                                                                

Το σπίτι της οδού Δωριμάχου ήταν ένα πέτρινο κτίσμα του 1868, δίπατο. Ήταν κι αυτό, όπως τα περισσότερα σπίτια της πόλης από γκρίζα πέτρα, με τοίχους ογδόντα με ενενήντα πόντους φάρδος και ξύλινα παραθυρόφυλλα, με μαντεμένια κάγκελα.
Στο εσωτερικό του, τα δρύινα πατώματα έλαμπαν και οι κεντητές στο χέρι κουρτίνες στόλιζαν τα παραθύρια.
Στο πάτωμα πάνω απ΄ το καθιστικό με το τζάκι, υπήρχαν δύο κάμαρες, όπου στη μια υπήρχε ένα δεύτερο τζάκι. Τα πιο πρόσφατα όμως αποκτήματα του σπιτιού ήταν τα γαλλικά έπιπλα, που είχε χαρίσει η θεία Μαρί, ως προίκα, στην Άννα.
Η θεία Μαρί, δηλαδή η Μαρία πρώτη ξαδέρφη της μητέρας της Άννας, παντρεύτηκε και ζούσε στη Ντιζόν της Γαλλίας. 
Μετά τον Σεπτέμβρη του 1939 που Γαλλία και Αγγλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά του Χίτλερ και λίγο πριν εισβάλουν τα γερμανικά στρατεύματα στη Γαλλία, η Μαρί, που ήταν άκληρη, πήρε το βιός και τον άντρα της και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, στην πόλη της, πιστεύοντας ότι θα γλίτωναν απ΄ τις κακουχίες του πολέμου.
Έτσι λοιπόν η Άννα, η αγαπημένη της ανιψιά, προικίσθηκε με το μπορντό βελούδινο σαλόνι, ένα τραπέζι ροτόντα από λουστραρισμένο ξύλο κυπαρισσιού κι ένα μπρούντζινο κρεβάτι που χρύσιζε όταν το γυάλιζαν, όλα κατασκευασμένα στη Γαλλία το 1920.
Έτσι το σπίτι, είχε μπολιαστεί, πέρα απ΄ τα υπάρχοντα και με γαλλική φινέτσα, γεγονός που έκανε περήφανη την Άννα.
Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα για τη μεγάλη Κυριακή.Ο Νώντας ο δοσίλογος, εκείνη την Κυριακή παρακολουθούσε απ΄ το παράθυρο της γερμανικής διοίκησης τον κόσμο να κατευθύνεται στο σπίτι.
Αφού πέρασε κάποια ώρα, απ΄ τη μεριά της οδού Βλαχοπούλου ακούστηκε θόρυβος από οχήματα. Ήταν ένα στρατιωτικό καμιόνι και δυο μοτοσικλέτες. Σταμάτησαν απότομα μπροστά στον αριθμό 12. Γερμανοί στρατιώτες κατέβηκαν με ταχύτητα απ΄ το καμιόνι και με παρατεταμένα τα αυτόματα, περικύκλωσαν το σπίτι κι άρχισαν να πυροβολούν στα παράθυρα.
Μερικές σφαίρες εξοστρακίστηκαν και χτύπησαν την εμαγιέ πινακίδα «ΟΔΟΣ ΔΩΡΙΜΑΧΟΥ».
Ο Νώντας κατέβηκε απ΄ το διοικητήριο και προχώρησε στο σπίτι. Ανέβηκε τα ξύλινα σκαλιά μαζί με δυο οπλισμένους στρατιώτες. Κλώτσησε τη δίφυλλη πόρτα και μπαίνοντας απότομα μέσα στην κάμαρη φώναξε «συλλαμβάνεστε», χωρίς καλά-καλά να δει τι γινόταν. Μπροστά στη ροτόντα στέκονταν η Άννα μ΄ ένα βυσσινί φόρεμα αντί για λευκό νυφικό, ο Δημήτριος με μαύρο κουστούμι και λευκό πουκάμισο, παραδίπλα ο Ευστάθιος και ο Παπαποστόλης φορώντας το πετραχήλι του.

«Τι γίνεται εδώ ;» ρώτησε αγριεμένος ο δοσίλογος.

«Γάμος» του απάντησε ήρεμα ο Χριστόφορος. 

Ο δοσίλογος γέλασε ελαφρά και το μετάφρασε στους γερμανούς.

«Είπα κι εγώ» μουρμούρισε «και νόμισα πως ήταν αντάρτες».

Έπειτα από λίγο τα γερμανικά οχήματα έφευγαν, η τελετή συνεχίσθηκε, αλλά τα σημάδια απ΄ τις σφαίρες των γερμανικών πολυβόλων έμειναν ανεξίτηλα στην εμαγιέ πινακίδα. 
Μετά από 135 χρόνια, η εμαγιέ πινακίδα που χτυπήθηκε απ΄ τις σφαίρες, μεταφέρθηκε και αναρτήθηκε πάνω απ΄ το γραφείο του.
Κάτι σαν μνημείο, κάτι σαν ασήμαντη αφορμή αντίστασης στη λησμονιά μας.

 Στην ιερή μνήμη των Γονέων μου και του Νονού μου Στράτου Πιστιόλα. 

Το διήγημα είναι βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά.

Δημοσιεύτηκε στον τόμο διηγημάτων «ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ ΜΝΗΜΗΣ» της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών, Αθήνα 2008

Visited 5 times, 1 visit(s) today