Τα γεφύρια του Αλάμπεη, βρίσκονταν στο δυτικό άκρο της λίμνης Τριχωνίδας, στην ευθεία που ενώνει το Παναιτώλιο με το Κάτω Κεράσοβο.
Οι λίμνες Τριχωνίδας και Λυσιμαχείας ενώνονταν με βάλτους και ρέματα, των οποίων το στενότερο σημείο βρισκόταν από τον Άγιο Νικόλαο έως το Χάνι της Συκιάς. Για να αποφεύγεται ο δια ξηράς κύκλος της Λυσιμαχείας, η επικοινωνία παλιότερα γίνονταν και με πλοιάρια.
Τα γεφύρια αποκαθιστούσαν μια οδό επικοινωνίας του βόρειου τμήματος των λιμνών Τριχωνίδας-Λυσιμαχείας με τις νοτιότερες περιοχές Μακρυνείας και Μεσολογγίου.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο Δ. Βικέλας περιγράφει τα γεφύρια και το τοπίο ως εξής:
“….. Ἡμεῖς τὸ ἀπεχαιρετήσαμεν σήμερον πολύ πρωί, διὰ νὰ προφθάσωμεν τὰ τελευταῖα κελαδήματα τῶν ἀηδόνων εἰς τὰ γεφύρια του ‘Αλαημπέη. Τα λεγόμενα ταῦτα γεφύρια εἶναι μακρὰ λιθόκτιστος ὁδός, στηριζομένη ἐπὶ τριακοσίων καὶ ἐπέκεινα τόξων καὶ διασταυροῦσα τὸν πορθμόν, διὰ τοῦ ὁποίου συνέχονται ή λίμνη Τριχωνὶς καὶ ἡ λίμνη του Αγγελοκάστρου.
Λέγω πορθμὸν μὴ γνωρίζων πῶς ἄλλως νὰ ὀνομάσω το πράγμα. Ἕλος δὲν εἶναι, καθόσον τὰ ὕδατα δεν μένουν στάσιμα· τὰ βλέπει τις ῥέοντα ἡσύχως ὑπό τινα τῶν τόξων. Ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ λίμνη· ἐξαιρέσει τοῦ ὑπὸ τὰ τόξα ρεύματος, δὲν βλέπεις οὐδαμοῦ περὶ σὲ ὕδατα. Πλατύφυλλα φυτά καλύπτουν ὅλην ἐκεῖ τὴν ἐπιφάνειαν με τοὺς πρασίνους δίσκους των. Αναμέσον αὐτῶν ὑψοῦνται ἄλλων φυτών λεπτότερα στελέχη, τα δὲ ποικιλόχροα ἄνθη, ἀνοικτὰ κατὰ τὴν ὥραν ταύτην τοῦ ἔτους, μετατρέπουν εἰς ἀνθῶνα θεσπέσιον τὸν πλωτὸν τοῦτον κήπον, Υπερανω τοῦ ἐπιπλέοντος μυριχηθοῦς δαπέδου ὑψοῦνται οἱ εὐμήκεις κορμοί δένδρων ἀπείρων, διὰ δὲ τῶν διασταυρουμένων πυκνῶν κλώνων ἀκτῖνες τινὲς φωτός, διαπερώσαι μόλις τὸ φύλλωμα, καταβαίνουν μέχρι τῶν ἀνθῶν ἐπὶ τῶν ἡσύχων ἀοράτων υδάτων. Αλλὰ τὰ ὕδατα δὲν τὰ βλέπεις, καὶ θὰ ἐνόμιζες ὅτι εὑρίσκεσαι ἐντὸς δάσους σκιεροῦ, ἐὰν δὲν ἤκουες τοὺς βατράχους, οἵτινες τρομάζοντες καθόσον προχωρεῖς, βυθίζονται με πάταγον ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον διὰ μέσου των φύλων, ἐνῷ οἱ σύντροφοί των μακράν, ἐκεῖ ὅπου δὲν τοὺς διαταράσσει ὁ τρόμος τῆς παρουσίας του, πληροῦν τὸν δροσερὸν ἀέρα μὲ τὰ ἠχηρά των κοάξ. Ἐπὶ δὲ τῶν κλώνων ψάλλουν εναρμονίως τα πτηνά, περιφρονοῦντα τὴν βοὴν τῶν ἐνύδρων ἀντιζήλων των….”
Δ. Βικέλας
ΕΣΤΙΑ, ΤΟΜΟΣ 20ος , 1885
Επειδή τα γεφύρια σήμερα είναι εντελώς επιχωμένα και λόγω μη διατιθέμενων λεπτομερών μετρήσεων δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την γεωμετρία της κατασκευής.
Η περιγραφή τους είναι δυνατή μόνο μέσω των παλαιοτέρων κειμένων του αρχαιολόγου Ευθ. Μαστροκώστα και μέσω των ελάχιστων σωζόμενων φωτογραφιών στο Μουσείο Μπενάκη.
Ο αρχαιολόγος Ευθ. Μαστροκώστας σημειώνει ότι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 υπήρχε εμφανές τμήμα της γέφυρας μήκους 150-180 μ. και πλάτους 3,00 μ.
Το υλικό για την κατασκευή τους κατά πάσα πιθανότητα ήταν επιφανειακό υλικό από το χείμαρρο Παλιαβρύση ανατολικά του Κάτω Κεράσοβου.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ-ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Η παλιότερη μαρτυρία για την ύπαρξη των γεφυριών ανάγεται στις 15 Ιουνίου 1805, όταν ο Συνταγματάρχης Leake, περιηγήθηκε στην Αιτωλοακαρνανία.
«…. Αφήνοντας τις Παπαδάτες λίγα μίλια αριστερά μας, μπαίνουμε στην υπερυψωμένη οδογέφυρα στις 8,10 και πορευόμαστε έφιπποι μέσω μιας εξαιρετικά ευχάριστης σκιάς από βαλανιδιές, αγριελιές και πλατάνια, που μπλέκονται με γιρλάντες απ’ τ’ αγριοκλήματα, και μεγάλες καλαμιές στα πιο ελώδη σημεία. Η υπερυψωμένη οδογέφυρα, που στηρίζεται σε έναν μεγάλο αριθμό τόξων, λέγεται ότι είναι διακοσίων ετών, και ότι χτίστηκε από κάποιο μπέη του Βραχωριού, ο οποίος πιθανώς εκμεταλλεύθηκε τα θεμέλια ενός αρχαιότερου έργου. Ένα ήρεμο ρεύμα ρέει κάτω από τις κάμαρες από τα δεξιά προς τα αριστερά. Φθάνουμε στο τέλος της οδογέφυρας στις 8,30, διασχίζουμε την υπόλοιπη πεδιάδα, και, ανεβαίνοντας την τελευταία πλαγιά των υψωμάτων που την οριοθετούν από τον Βορρά, φθάνουμε στις 9,45 στο Βραχώρι.»
Ο περιηγητής Πουκεβίλ μερικά χρόνια αργότερα, γράφει ότι επρόκειτο για μια κατασκευή που αποτελούνταν από 370 τόξα συνολικού μήκους 600 οργιών. Κατά τον ίδιο οι Έλληνες τα αποδίδουν στους Νορμανδούς, ενώ οι Τούρκοι στον Σουλεϊμάν, ενώ ο ίδιος ο Πουκεβίλ δεν αποκλείει την πιθανότητα να επρόκειτο για Ρωμαϊκή κατασκευή.
Ο αρχαιολόγος Ευθ. Μαστροκώστας υποστηρίζει ότι η οδογέφυρα δεν κατασκευάστηκε επί Τουρκοκρατίας, αλλά ότι πιθανόν επισκευάστηκε από τον Αλάμπεη, που η κυρίαρχη παράδοση τον ήθελε ως κατασκευαστή των γεφυριών.
Ο Δ. Βικέλας κρατά πιο επιφυλακτική στάση ως προς την παλαιότητα τους, κλίνοντας μάλλον προς την άποψη περί τούρκικης κατασκευής.
Έτσι η διχογνωμία ως προς το χρόνο κατασκευής παρέμεινε.
“…Τις ήτο ο Αλάμπεης ούτος, του οποίου ή γέφυρα διαιωνίζει το όνομα: Εγνώριζεν άραγε ότι έκτισε διαμέσου των λιμνών την οδόν ταύτην, ότι εδημιούργει τον γοητευτικώτερον επί γης περίπατον: Δεν ηδυνήθην να συλλέξω ακριβείς περί αυτού ειδήσεις, ίσως ήτο ευλαβής τις μουσουλμάνος θέλων να δαπανήση τα πλούτη του έπ’ αγαθώ. Οι Τούρκοι αφήκαν τοσούτον ολίγα επί της Ελληνικής γης ίχνη αγαθά της διαβιώσεως των, ώστε αποβαίνει έτι μάλλον αξιέπαινο το έργον του Αλάμπεη. Ούτε την εποχή της οικοδομής της γέφυρας ταύτης ήδυνήθην να εξακριβώσω. O Λήκ, όστις επισκεφθείς το
Βραχώρι κατά το 1805 ηδύνατο να λάβη πληροφορίας ακριβεστέρας παρά των κρατούντων τότε ομοπίστων του Αλάμπεη, αναφέρει μόνον ότι κατά τους Βραχωρίτας τα γεφύρια ταύτα είχον κτισθή προ διακοσίων ετών, προσθέτει δε ότι κατά πάσαν πιθανότητα εκτίσθησαν επί θεμελίων αρχαιοτέρας έτι εποχής. Κατά τον Πουκεβίλ, οι Έλληνες του Βραχωρίου απέδιδον την οικοδομήν της
γέφυρας εις τους Νορμανδούς, αυτός δε εκφέρει την γνώμη ότι εκτίσθη υπό των Ρωμαίων. Εν τη αμφιβολία, ας είμεθα γενναιότεροι ημείς και ας αφήσωμεν αδιαφιλονίκητο εις τον Τούρκον Άλαήμπεη την δόξα ταύτη…”
Δ. Βικέλας, ΕΣΤΙΑ, ΤΟΜΟΣ 20ος , 1885
Κατά καιρούς εμφανίζονται ατεκμηρίωτες απόψεις και μαρτυρίες περί γεφυριών μήκους γύρω στα 3 χιλιόμετρα, περί ύπαρξης πασάλων θεμελίωσης και άλλων δομικών στοιχείων, σε μια προσπάθεια να αναχθεί η κατασκευή τους σε όσο το δυνατόν παλαιότερη εποχή.
Έτσι πιστεύεται σήμερα από πολλούς ιστορικούς και φιλόλογους, όχι όμως από αρχαιολόγους, ότι πρόκειται για αρχαία γεφύρωση μεταξύ των δυο λιμνών που συνέχισε να υπάρχει σε όλες τις εποχές ως τη βυζαντινή εποχή και στην Τουρκοκρατία, οπότε έγινε ανακατασκευή.
Η άλλη άποψη στηρίζεται στις τοπικές μαρτυρίες και είτε ανάγει την κατασκευή τους διακόσια χρόνια πριν το 1805 (όπως γράφει ο Leake), είτε θεωρεί, σύμφωνα με την ζωντανή παράδοση που διασώθηκε από τον Χαβέλλα ότι χτίστηκαν από τον πρώτο στο Αγρίνιο άρχοντα Αλάμπεη, δια των λεγομένων αγγαρειών.
Την άποψη της λαϊκής παράδοσης που εξηγεί πώς χτίστηκαν τα γεφύρια του Αλάμπεη, την δημοσίευσε ο Γεώργιος Δροσίνης στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» το 1885:
“…Ὅλοι εἶχον κοιμηθῇ τῇδε κἀκεῖθε κατεκέκλι μένοι ἐν τῇ σκιά. Απέμεινα μόνος μετά τον ἀγαθοῦ παπά Νικόλα, ὅστις υπεσχεθείς να μεί εἴπῃ πῶς ἐκτίσθησαν τοῦ ̓Αλάμπεη τὰ Γεφύρια ἐξεπλήρου ἤδη τὴν ὑπόσχεσίν του:
– Είνε μια μεριά πέρα ποῦ τὴ λένε Βουβαλοπέτσι, ξέρεις γιατὶ τὴ λένε ἔτσι ;
– Ὄχι!
-Ἄκουσε λοιπόν. Εδώ και διακόσια χρόνια ένας χωριανὸς ποὺ εἶχε χωράφι ἐκεῖ βλέπει ‘ς τὸν ὕπνο του μια νυχτιὰ πῶς μέσ’ στὴ γῆς ἐκεῖ εἶνε χωμένο ένα βουβαλοπέτσι γεμάτο φλουρί. Ο χωριανὸς ἀναγάλλιασε μέσ’ ἐς τὸν ὕπνο του κ’ ἐξύπνησε. Αἴ, εἶπε μὲ τὸν νοῦ του, αναστενάζοντας, ὄνειρο ήταν, ψέμμα ήταν μακάρι νάταν ἀλήθεια! Τη δεύτερη βραδειὰ τὸ ἴδιο όνειρο πάλι. Ο χωριανός ξύπνησε καὶ σταυροκοπήθηκε « Ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανά ! » εἶπε. Τρίτη νύχτα, πάλι τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ο χωριανὸς δὲν βάσταξε πλειά, πήγε νὰ τοῦ γυρίσῃ ὁ νοῦς σηκώνεται τἀποταχὺ καὶ ἴσια ‘ς τὸ χωράφι σκάφτει, σκάφτει, σκάφτει ἴσα μὲ τὸ μεσημέρι, κ΄ ἐκεῖ δά ποῦ ἀπόστασε πλειὰ καὶ πῆγε να παρατήσῃ τὸ ‘ξινάρι ἀπελπισμένος εννοιώθει κάτι σὰν σκληρότερο μέσ’ ἐς τὸ χῶμα· χτυπά, σχίζεται τὸ πετσὶ καὶ περιχέται φλουρί ἡ γῆς τριγύρω. Ο χωριανός μαζώνει πλειὰ ὅσῳ μπόρεσε καὶ τἄλλο τὸ σκεπάζει κ’ ἔτσι ἀπό λίγο καθε μέρα το κουβαλεῖ σπίτι του. Μὰ κάποιος κακός γείτονας τὸν πρόδωσε ΄ς τὸν ̓Αλάμπεη που ἦταν τότε ἄρχοντας του Βραχωρίοῦ, καὶ ὁ καλός σου Τούρκος χωρίς κρίσι τὸν κρεμάει το χωριανό σαν σταφύλι ἀπ’ τὸν πλάτανο, ποὺ ἦταν ὡς πρὸ δυό χρόνια ‘ς τὴν πλατεῖα καὶ τὸν ἔκοψ’ ὁ δήμαρχός μας γιὰ νὰ τὸν πουλήσῃ γιά φωτόξυλα. Ο Αλάμπεης ἔβανε ‘ς τὸ χέρι καὶ τὸ φλουρί του χωριανοῦ ὅλο, μὰ πῆγε ‘ς τα αὐτιὰ τοῦ Σουλτάνου τὸ πρᾶμμα, καὶ ὄχι πως τάχα τὸν ἔννοιασε γιὰ τὸ ἄδικο κρέμασμα του χριστιανοῦ, μόνον γιατί νὰ πάρῃ τὸ φλουρί ὁ Ἀλάιμπέης καὶ νὰ μὴν τὸ δώσῃ ἐς τὸ Δοβλέτι· στέλνει τὸ λοιπὸν φιρμάνι νὰ τοῦ πάρουν τὸ φλουρί καὶ τὸ κεφάλι. Μα κατεργάρης κι’ ο μπέης σὰν τὸ μυρίστηκε βάνει εργάταις και άρχισα να χτίζει τὰ γεφύρια, ποὺ ἦταν τόσῳ χρειαζούμενα ΄ς τὸν τόπο. Άμα τοῦ εἶπαν τὸ λοιπὸν τὴν κατηγορία πῶς ἐπῆρε τὰ χρήματα αὐτός, γιὰ τὸ Δοβλέτι τὰ πῆρα, ἀποκρίθηκε, καὶ καλὸ ΄ς τὸν τόπο κάνω ξοδεύοντας τα γιὰ νὰ χτίσω τὰ γεφύρια. Έτσι ὁ Σουλτάνος τὸν ἐσυχώρεσε καὶ τὰ γεφύρια γίνηκαν καὶ βρίσκονται ὡς τὰ σήμερ’ ἀκόμα….”
Γεώργιος Δροσίνης
ΕΣΤΙΑ, ΤΟΜΟΣ 19ος, 1885
Φαίνεται επίσης ότι ο Αλάμπεης, μετά την κατασκευήν των γεφυρών, επέβαλε άγρια φορολογία στους κατοίκους που εξυπηρετούνταν από τα γεφύρια, γιατί οι καλλιεργητές της περιοχής, μη μπορώντας να αντέξουν το βάρος της σκληρής φορολογίας, βρέθηκαν στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν από κοινού την κατάσταση, καθώς μαρτυρεί το παρακάτω έγγραφο:
“Εμπρι (απόφαση) των χωριανών του κάμπου στ’ Αλάμπεη τα γεφύρια.
Επειδή ο Αλάμπεης, ύστερα από τα γιοφύρια που έφκιασε να περάμε τη λίμνη, μας ζητάει υπερβολικό γήμορο ενώ πληρώναμε 10 τοις εκατόν, το οποίο ποτέ δεν πληρώσαμε, συναχθήκαμε οι υποφαινόμενοι καλλιεργητές και πήραμε έμπρι να μη πληρώσουμε παραπάνω από 10 τοις εκατό και να υπερασπιστούμε το δίκαιον μας και ότι μας βρει να το υποφέρωμεν και τη φυλακή ακόμα και κάθε
κατατρεγμένο να τον υποφέρομεν δια το δίκαιον μας.
Δώσαμε τον όρκο οποίος απαρνηθεί την απόφασί μας να είναι προδότης του Ιούδα και απαρνητής του Χριστού μας και προκοπή να μη κάνη ποτέ.’’
Βραχώρι 1789—15 Μαγίου
Κώστας Καστανής, Μήτρος Γεωργογιάννης, Λευτέρης Παπάς, Βασίλης Ψυχογυιός, Σπύρος της Βαγγέλενας, Αναγνώστης Στρεβενιώτης, Κωσταντής Χαλκιώτης, Χριστόδουλος Μέρος, Λάμπρος Μποτίνης, Λευτέρης Παπουτσής, Μάνθος Τσιλιμπώκος, Γεωργάκης Νάκος.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ
Τα γεφύρια του Αλάμπεη αποτελούσαν στρατηγικό σημείο στην περιοχή για αιώνες και συνδέονται με πολλά ιστορικά γεγονότα.
• 1821
«Κατά την απόφασιν δε ταύτην επλησίασαν την 26 και 27 (Μάιος) οι μέλλοντες να εφορμήσωσιν οπλαρχηγοί και ετοποθετήθησαν ο μεν Μακρής μετά 700 Μεσολογγιτών, Αιτωλικιωτών και Ζυγιωτιών παρά τα γεφύρια του Αλαή-μπεη προς την πόλιν, ο δε Σαδήμας, οπλαρχηγός του Αποκούρου, μετά 500 συνεπαρχιωτών του, και ο Γρίβας μετά 200, κατά το Δογρί, ο δε Βλαχόπουλος εν τω παλαιοφρουρίω άνωθεν της πόλεως μετά 500 εκ της επαρχίας του…»
• 1823
• 1824
• 1874
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
Από τις περιγραφές των κατοίκων σήμερα προκύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κατάσταση των γεφυριών πριν την καταστροφή τους τη δεκαετία του 1960.
“…Ήταν ωραία τα γεφύρια με 365 καμάρες, όσες οι μέρες του χρόνου κι από πάνω είχαν καλοφτιαγμένο καλντερίμι. Δεν είναι πολλά χρόνια που τα χάλασαν, άλλα χώθηκαν κι άλλα χάλασαν όταν έφτιαχναν τα κανάλια τα αρδευτικά. Όμως θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν να τα δουν κι οι νεότεροι. Ξεκινώντας από τη διασταύρωση προς Κάτω Κεράσοβο και κατεβαίνοντας προς τη λίμνη και τα χωράφια από το νέο ασφαλτοστρωμένο αγροτικό δρόμο, πριν το τέλος του, άρχιζαν οι καμάρες των γεφυριών.
Σκάβοντας οι αγρότες στις άκρες των χωραφιών βρίσκουν ίχνη από το παλιό καλντερίμι. Εγώ τα θυμάμαι γιατί τα πέρασα, μόνο που βρίσκονταν μέσα στο νερό κι υπήρχαν δυο σίδερα και τα ζώα περνούσαν μέσα στο νερό και πάνω σ’ αυτά τα σίδερα πέρναγες πέρα. Οι καμάρες φαίνονταν μέσα στο νερό. Πατάγαμε πάνω στα σίδερα και κρατιόμασταν από αυτά γιατί τα νερά ήταν σηκωμένα.”
Τα γεφύρια τ’ Αλάμπεη τελευταία φαίνονταν κοντά στο κτήμα του Κωνσταντίνου Κίτσου λίγο πριν την ενωτική τάφρο Τριχωνίδας –Λυσιμαχείας, κάτω από τον σημερινό αγροτικό δρόμο σε άλλα σημεία δεξιά και σε άλλα αριστερά από το σημερινό αποστραγγιστικό αυλάκι. Από ‘κει από την τάφρο προς το Παναιτώλιο, που είναι όμως περιφέρεια Μακρυνείας, τα γεφύρια ήταν πιο ψηλά και πιο πολλά και φαίνονταν μέχρι πρόσφατα, αλλά πήγαν και την πήραν την πέτρα για να φτιάξουν τοίχους στα χωράφια τους και αποθήκες.
Αν σκάψει σήμερα κάποιος κάτω από τον σημερινό αγροτικό δρόμο σίγουρα θα βρει κάποιες καμάρες γιατί όπου δεν έγινε τάφρος ακριβώς πάνω τους, δεν υπήρχε λόγος να τα καταστρέψουν. Τα μηχανήματα τα έκαναν άνω – κάτω αλλά μέχρι το 1955- 1960 υπήρχαν σε καλή κατάσταση τουλάχιστον στη δική μας περιοχή.
Ο επί 16 έτη πρόεδρος της τότε κοινότητας Παναιτωλίου κ. Παπούτσης Γεώργιος υποστηρίζει:
…Τα γεφύρια σε αρκετό μήκος δεν καταστράφηκαν αλλά είναι χωμένα. Μπορώ να σας δείξω το συγκεκριμένο σημείο…»
Η γιαγιά μου έλεγε πως πέρασε νύφη από τα γεφύρια αυτά με το συμπεθεριό καβάλα σε άλογα. Η γιαγιά μου ήταν από το Μουσταφούλι και ο γαμπρός από τη Ματαράγκα.
Εγώ θυμάμαι ακόμα όταν ήμουν μικρή με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο λόγγο (δάσος) για ξύλα. Ανάμέσα στα άγρια δέντρα και τα λιμνάζοντα νερά, είδα τα γεφύρια αυτά μισοκατεστραμμένα.
Τελευταία μαρτυρία για γεφύρια αναφέρεται στο 1964. Τα γεφύρια ήταν ψηλότερα από τα χωράφια. Η μοναδική φωτογραφία που βγήκε το 1960 και βρίσκεται στο μουσείο Μπενάκη, στην Αθήνα, απεικονίζει τα γεφύρια λίγο πιο πάνω από τον ενωτικό αύλακα προς το Παναιτώλιο.
Στα σημεία αυτά στην περιοχή Παναιτωλίου, δηλαδή και στις άκρες του αγροτικού δρόμου, υπάρχουν σήμερα σκόρπιες πέτρες, όσες απέμειναν από το καλντερίμι των γεφυριών και διάσπαρτες σε μεγάλο μήκος.
Τα γεφύρια του Αλάμπεη κηρύχτηκαν διατηρητέα το 1968 (ΦΕΚ 418/29-8-68), …σε χρόνο μεταγενέστερο της ολικής επίχωση και καταστροφής τους!!
~Αγρίνιο…Γλυκές Μνήμες~