“Θέλω την παλιά μου γειτονιά”

Περπατώ ανέμελη στους δρόμους της γειτονιάς που μεγάλωσα. Σ΄αυτούς τους δρόμους που είναι οι αυλές όλων μας. Περπατώ “κουτσαίνοντας”, με το ένα πόδι πάνω στο πεζοδρόμιο και το άλλο κάτω στο δρόμο. Βλέπω τις πόρτες των χαμηλών σπιτιών  να χάσκουν ορθάνοιχτες. Ίσως οι κλειδαριές τους δεν χάρηκαν ποτέ τα κλειδιά τους. Τα παράθυρα κι αυτά ολάνοιχτα με τα πλεχτά κουρτινάκια να ανεμίζουν και οι μυρωδιές από την σπιτική ραβανί και τον χαλβά μου σπάει την μύτη.
Η κυρα-Ρήνη σκουπίζει την αυλή της με ριγμένο όπως πάντα το άδετο μαντήλι της στο κεφάλι.
Να και η κυρα-Μαρία, με ένα μεγάλο ταψί με γεμιστά. Το πάει στον φούρνο για ψήσιμο.
Από γύρω-γύρω ακούγονται οι ευχές της “καλημέρας”, με ζεστή φωνή, όπως πάντα.
-Καλημέρα, κυρά-Μαρία!
-Καλημέρα, κυρα-Ρήνη! Όλα καλά;
-Καλημέρα παιδί μου! Ας λέμε καλά!
Στέκομαι στο μπακάλικο του κυρ-Κώστα και κοιτάζω μέσα βλέποντας στην θέση τους τα μεγάλα σακιά με τα φασόλια, την ζάχαρη, το ρύζι, τα ρεβύθια, το αλεύρι, τα τρία τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες που γέμιζαν το μεσημέρι από οικοδόμους για ένα κρασάκι μετά την δουλειά, τα μεγάλα βαρέλια με κρασί στον τοίχο και τα προϊόντα προς πώληση στα ξύλινα ράφια που φτάνουν μέχρι το ταβάνι και που έχουν λυγίσει στην μέση από τον καιρό.
 
Ο παστός μπακαλιάρος που βρίσκεται μέσα στο ξύλινο τελάρο έχει απλώσει την μυρωδιά του σ’ όλο τον χώρο. Κι ο μεγάλος μακρύς ξύλινος πάγκος στην θέση του. Και τα κουτιά με τα λουκούμια  και η ζυγαριά με τα ζύγια δίπλα της και πιο πέρα τα μεγάλα κονσερβοκούτια με τα παστά, όλα στην θέση τους.
Κι από πίσω στον τοίχο το μεγάλο κάδρο με τις δύο κλασσικές φιγούρες, τον ρακένδυτο κι απελπισμένο έμπορο “πωλών επί πιστώσει” και τον ευτυχή, καλοντυμένο “πωλών τοις μετρητοίς” απολαμβάνοντας τον πλούτο του χαμογελώντας. Παρ’ ‘ολα αυτά ο κυρ-Κώστας δουλεύει με το τεφτέρι. Όλοι είμαστε εκεί γραμμένοι!
Δίπλα ο φούρνος της γειτονιάς και ο φούρναρης ο κυρ-Χρήστος με τον σκούφο του και το τεράστιο ξύλινο φτυάρι ξεφουρνίζει καυτό ψωμί. Με σίγουρες και γρήγορες κινήσεις πιάνει το καυτό καρβέλι και το απιθώνει στο ράφι.
-Καλημέρα, κυρ-Χρήστο!
-Καλημέρα, παιδί μου!
Πιό πέρα ρίχνω μια ματιά στο κουρείο του κυρ-Μένιου και τον βλέπω επί τω έργω, να κουρεύει με την ψιλή τον Θανασάκη της κυρά-Μέλπως, αφήνοντάς του μια φούντα στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού.
Κι ο τσαγκάρης, ο μπάρμα-Στράτος, καθισμένος πίσω από τον χοντρό πάγκο του και κρατώντας στο στέρνο του ένα παπούτσι και με το άλλο χέρι ένα λεπίδι, ανασηκώνει το κεφάλι του και με καλημερίζει.
Διασχίζω όλο τον χωμάτινο δρόμο και στα δεξιά μου σ’ένα σιδερόφραχτο χώρο στέκεται επιβλητικό το διώροφο πέτρινο σχολείο μου. Ο στύλος της σημαίας στο υπερυψωμένο τσιμεντένιο διάζωμα με τους δασκάλους γύρω του και από κάτω στην αυλή παραταγμένοι οι μαθητές με τις μπλε ποδιές τους με το άσπρο γιακαδάκι, λευκό σοσόνι και τις μαθήτριες με άσπρη πάνινη κορδέλα στο κεφάλι.
Υποστολή σημαίας με τους μαθητές να τραγουδούν τον Εθνικό Ύμνο και ασυναίσθητα στέκομαι σε στάση προσοχής, ακίνητη στην μέση του δρόμου.
 
Η κόρνα ενός αυτοκινήτου ξαφνικά τα εξαφάνισε όλα! Στ’ αλήθεια χάθηκαν όλα! Το σχολείο κλειστό, τα χαμηλά σπίτια μετατράπηκαν σε πολυκατοικίες, οι αυλές εξαφανίστηκαν, όλοι οι άνθρωποι γύρω μου άγνωστοι και θόρυβος, πολύς θόρυβος!
Όχι! θέλω ξανά την γειτονιά μου! Θέλω ξανά την γειτονιά που μεγάλωσα!
Μελισσάνθη
Visited 1 times, 1 visit(s) today