Το Μεγάλο Όπλο

 

Σαν τον αέρα μανιασμένος, απότομος, δυνατός, γοργός και ανάλαφρος διάβηκε ο Παπαποστόλης από το «Κομάντο Πρεζίντιο», ανέβηκε στο «Ουφίτσιο Περσονάλε» και φωνάζοντας μονάχα: «Θέλω τον στρατηγό, θέλω τον στρατηγό», χύθηκε στο διάδρομο κατά το γραφείο του Διοικητού της Μεραρχίας «Καζάλε».
Ήταν τον καιρό της κατοχής κι εγώ υπηρετούσα ως διερμηνέας στο Ιταλικό στρατηγείο, που ήταν εγκατεστημένο στο διώροφο κτίριο, που δέσποζε στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της πόλεως.
Από τα βαριά και γρήγορα βήματα, τις φωνές και το θόρυβο – όλα ασυνήθιστα εκεί μέσα – ξαφνιάστηκαν οι αξιωματικοί και βγήκαν στο διάδρομο.
Ο ιδρώτας του κατάκοπου από την τρεχάλα, τ’ ανεβάσματα και τη θλίψη, του γηραιού αρχιμανδρίτη, ανακατώθηκε με το λεπτό άρωμα των παρφουμαρισμένων Ιταλών του «Ντούτσε» που σαστισμένοι κι αμίλητοι επλεύριζαν κάνοντας τόπο στον υψηλό, σοβαρό και συνοφρυωμένο πρωτοπρεσβύτερο, που τώρα όρθιος, θαρρετός και ακαταμάχητος στεκόταν στην ανοιγμένη διάπλατα είσοδο του γραφείου του στρατηγού της Μεραρχίας των «κιτρίνων».
Δύο άντρες, δύο κόσμοι!
Δύο κόσμοι διάφοροι και αντιμέτωποι. Ο διοικητής της Μεραρχίας της Τοσκάνης κι ο αρχιμανδρίτης της πόλεως Αγρινίου. Ο εκπρόσωπος της εχθρικής εξουσίας της κατοχής κι ο αντιπρόσωπος της Ορθοδοξίας. Ο υπερήφανος στρατηγός με τα καινουργή γκριζοπράσινα κι ο ταπεινός κληρικός με τα εφθαρμένα μαύρα.
Η απορία κι η πίκρα, το ξίφος κι ο σταυρός…
Μα δεν ξέρω αν ήταν σχεδιασμένο εκ των προτέρων ή αν ήταν μεταστροφή και μεταμόρφωση της στιγμής, πάντως, απότομα, το μίσος, η θλίψη, ο θυμός και η απόγνωση που ήταν ζωηρά ζωγραφισμένα στο αλλοιωμένο πρόσωπο του Παπαποστόλη, εξαφανίστηκαν και μονομιάς στη θέση τους απλώθηκε η γαλήνη, η ηρεμία, η γλυκύτης, η ομορφιά και το χαμόγελο.
Μόνος, άοπλος, με θώρακα πίστεως και αγάπης προχωρεί λίγα βήματα, πλησιάζει τον γιγαντόσωμο στρατηγό και πριν εκείνος προλάβει να πει έστω κι ένα λόγο φιλοφρονήσεως τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται σταυρωτά. Ο Ιταλός τα ‘χει χαμένα. Κεραυνοβολείται κι από την έκπληξη αδυνατεί να αντιδράσει, μοναχά ακούει αυτά που βρίσκει την ευκαιρία να του πει ο αθάνατος Παπαποστόλης:
– Στρατηγέ μου, επιτάξατε τα σπίτια και τα μαγαζιά μας, επιτάξατε τα σχολεία και τα παιδάκια κάνουν μάθημα στις εκκλησιές, στις αποθήκες και στο ύπαιθρο. Επιτάξατε τα ζώα μας και το ανεχθήκαμε, το υπομείναμε…Τώρα έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο,  που λέμε εμείς οι γραικοί…Κόψατε τα πεύκα για καυσόξυλα στα μαγειρεία σας…Πειράξατε το δασύλλιο του Αγίου Χριστοφόρου, που είναι η χαρά, η ψυχή και η καρδιά της πόλεως, που είναι το καμάρι μας, η ίδια η ανάσα που αναπνέουμε, που αναπνέεται και σεις…Αν δεν διατάξετε να σταματήσει το κακό, δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να γίνει αύριο με το εκκλησίασμα, με το λαό της πόλεως ολόκληρο. Από σας, το μεγάλο έθνος, περιμέναμε δείγματα πολιτισμού κι όχι πράξεις βιαιότητας και καταστροφής…Στρατηγέ μου, έρχομαι σαν φίλος, σαν αδελφός, σαν πατέρας. Εύχομαι με την βοήθεια και την ευχή του Αγίου να ξαναπάτε στα σπίτια σας, στις γυναίκες σας και στα παιδιά σας…

Από το αρχείο της Βαρβάρας Καπώνη

 Τα είπε όλα απανωτά, κοφτά, απλά, μ’ εκείνη την αλησμόνητη προφορά, που ‘μοιαζε σαν δέηση, σαν προσευχή. Το στόμα του σταμάτησε να μιλάει μα απ’ τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν ασταμάτητα δάκρυα. Δάκρυα θαυματουργά, που συγκλόνιζαν, που παρέσυραν. Δάκρυσε ο αοίδιμος Παπαποστόλης, δάκρυσε κι ο στρατηγός, δάκρυσε κι ο επιτελάρχης, δάκρυσε κι ο προσωπάρχης Σιμέ Σαλβατόρε, εκείνος ο αλύγιστος, με το στρογγυλό κόκκινο πρόσωπο, το πελώριο σώμα και το μακρύ ανάρριχτο μαύρο μανδύα. Κι εγώ δάκρυσα. Μονάχα οι σημαιούλες, οι μπιγμένες πάνω στους  μεγάλους χάρτες, στο βάθος του γραφείου που έδειχναν την πορεία των στρατευμάτων του άξονος Ρώμης-Βερολίνου στο ρωσικό και αφρικανικό μέτωπο, έμειναν ασάλευτες, ακίνητες, σαν για να αποτυπώσουν στο έπακρο την αιωνιότητα των στιγμών.
Ο γιγαντόσωμος στρατηγός ήταν πια ένα ερείπιο, ένα συντρίμμι. Ωστόσο, ύστερα από λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής, στιγμές γεμάτες κατανόηση, δίνει μια διαταγή κι ως έβγαινε ο επιτελάρχης δια τα περαιτέρω, αυτός καλεί στο τηλέφωνο προσωπικώς τον διοικητή της Ταξιαρχίας των μελανοχιτώνων και τον παρακαλεί όπως ευαρεστηθεί και διατάξει τους άντρες να μην πλησιάσου του λοιπού το δασύλλιο του Αγίου Χριστοφόρου.
Όταν τελείωνε με τον Ταξίαρχο φασιστών, άκουε τον επανελθόντα στο μεταξύ επιτελάρχη, που τον ενημέρωνε, ότι διετάχθησαν ήδη όλα τα τμήματα σχετικά, μάλιστα δε επιφορτίσθη ειδικό συνεργείο του μηχανικού, όπως κατασκευάσει πινακίδες με την απαγορευτική διαταγή του στρατηγού και τις τοποθετήσει εις τα πιο εμφανή σημεία του δάσους και εις όλας τας προσβάσεις.
Ήρεμος πια, γαλήνιος μα και χαρούμενος, ο μέχρι προ ολίγου οργίλος πρωτοπρεσβύτερος, ξαναφιλούσε σταυρωτά τον στρατηγό Μάριο Ματζιάνι, που γεμάτος υποκλίσεις και τσιριμόνιες κατευόδωνε τον αθάνατο Παπαποστόλη, που τώρα πετούσε κατά την έξοδο, ενώ πίσω του υψωνόταν μια βοή πολύστομη θαυμασμού, εκπλήξεως και σεβασμού.

Αρχείο Νούλη Καρβούνη

Ο Παπαποστόλης είχε θριαμβεύσει. Με την αγάπη σκέτη αφόπλισε τον αμαρτωλό στρατηγό. Με τον εγκάρδιο ασπασμό, το μεγάλο του όπλο, ενίκησε. Ο σκλάβος εδάμασε τον κατακτητή. Κι έτσι εγλύτωσε από την κακή ώρα και για πάντα το ζωογόνο και πανέμορφο δάσος που εκείνος εφύτεψε και που με πόνους και δάκρυα συγκράτησε κι άθικτο το άφησε σε μας και στις απώτερες γενεές. Το κράτησε δίκαια, ίδιο στεφάνι αμάραντο, έπαθλο στην άνιση μα νικηφόρα του αναμέτρηση.
Δύο μέρες αργότερα – βράδυ με συσκότιση – όπως καθόμουνα ακουμπισμένος στη γωνιά του στρατηγείου, ένιωσα ξάφνου ένα ελαφρό χτύπημα στον ώμο από μαστίγιο.  Γυρίζω και βλέπω το πρόσωπο του πάντα χαμογελαστού μικρόσωμου Μάτσα, του επιτελάρχη της Μεραρχίας, που μόλις διακρινόταν στο φως του αναμμένου τσιγάρου του.
– Ξέρεις, σινιόρ Σώκρατε, ο στρατηγός μας άλλαξε. Έγινε ένας άλλος άνθρωπος. Από προχθές δεν μπορεί να ησυχάσει. Τον συντροφεύει παντού η γλυκιά μορφή του αγαθού λευίτη, του πρωθιερέα σας Παπαποστόλη. Ο στρατηγός έχει την αίσθηση πια, ότι μίλησε μ’ έναν αληθινό άγιο κι είναι γι αυτό πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος. Σχεδόν όλοι αλλάξαμε εδώ πάνω. Το πιστεύεις;
Δεν πρόλαβα να του αποκριθώ, γιατί σαν τελείωσε τα παραπάνω λόγια, χάθηκε κιόλας μέσα στο σκοτάδι, μέσα στη νύχτα.   
Ομιλία του Σωκράτη Παπακωνσταντίνου,
 στα Αποκαλυπτήρια της προτομής του Παπαποστόλη, στο Αγρίνιο.

Loading

Visited 13 times, 1 visit(s) today