με τα μάτια των περιηγητών*
Ο Leon Heuzey, Γάλλος αρχαιολόγος, περιηγήθηκε στην Ελλάδα από το 1856 έως το 1858.
Περιγράφει το Ξηρόμερο σαν περιοχή όλο οροπέδια και βουνά.
«… έχει λευκό ή γκριζωπό πέτρωμα που οι ντόπιοι το λένε «βελαώρα». Οι χείμαρροι που σχηματίζονται αμέσως μετά την βροχή δημιουργούν βυθίσματα, «γρούσπες». Κρατιέται νερό στις «λούτσες», στις γούρνες…»
Ο Heuzey πίστευε πως κοντά στην Κατούνα Ξηρομέρου υπήρχε ίσως κοίτασμα γαιάνθρακα ή ανθρακίτη. Οι κάτοικοι του Αετού έδειχναν ένα βάλτο του οποίου η λάσπη είχε την μοναδική ικανότητα να βάφει μαύρα τα μάλλινα υφάσματα.
Ο Heuzey αναφέρει ότι «… οι κάτοικοι του Ξηρομέρου θεωρούν τους εαυτούς τους πολιτισμένους. Έχουν και ένα τραγούδι που λέει:
Η Άρτα πέτρα να γενεί κι ο Βάλτος να βουλιάξει,
Το δόλιο το Ξηρόμερο Θεός να το φυλάξει.
Aπόχει τα γλυκά κρασιά και όμορφα κορίτσια.
Οι Ξηρομερίτες αποκαλούν τους Βαλτινούς λύκους, αρπαχτικά ζώα, μονομάτηδες, δηλαδή μονόφθαλμα τέρατα. Έχουν μάλιστα και μία παροιμία που λέει: «Βαλτινός και καλός γίνεται;»…»
Ο Heuzey παρατήρησε με προσοχή τα ήθη των Ξηρομεριτών και διαπίστωσε ότι ουσιαστικά δεν διέφεραν καθόλου από αυτά των Βαλτινών. Στις αναφορές του διαβάζουμε ότι οι Ξηρομερίτες τότε,
είχαν τον ίδιο χαρακτήρα με τους Βαλτινούς, αλλά μ’ έναν αέρα πιο ατίθασο. Είχαν τα ίδια ελαττώματα και τις ίδιες αρετές. Ήταν περήφανοι, ανήσυχοι, φιλοπόλεμοι, λιγότερο φίλοι της δουλειάς απ’ ότι της κίνησης. Διέθεταν πηγαίο χιούμορ, ήταν γενναιόδωροι και τους διέκρινε μία ζωηρή φιλαυτία.
Ήταν ψηλοί με κομψό παρουσιαστικό, πρόσωπα με όμορφα χαρακτηριστικά, ήταν φιλότιμοι και περιποιητικοί.
Κατοικούσαν σε μεγάλα χωριά και τα σπίτια τους ήταν δίπατα και χτισμένα με την άσπρη πέτρα του τόπου. Είχαν όλοι μεγάλα μερίδια γης, αλλά δεν ήταν οι άνθρωποι που θα δούλευαν τα χωράφια τους. Κάθε χρόνο τα χωράφια τους τα δούλευαν Επτανήσιοι.
Σε όλο το Ξηρόμερο δεν συνάντησε κανένα χωριό χωρίς σχολείο.
Κατά την εκτίμησή του, απ’ όλες τις επαρχίες της χώρας, το Ξηρόμερο, είχε διατηρήσει τα ήθη της αρχαίας Ελλάδας, όπως η φιλοξενία, οι προσκλήσεις μεταξύ τους για φαγητό στο σπίτι καθώς και ο τρόπος που έτρωγαν. Κάθονταν οκλαδόν γύρω από ένα μικρό, χαμηλό τραπέζι. Όλοι είχαν την θέση τους και μετά το φαγητό άρχιζαν τις διηγήσεις.
Το 1780, οι Γάλλοι Foucherot και Fauvel διέσχισαν το Ξηρόμερο, το οποίο αναφέρουν ότι κατοικούνταν από Αλβανούς με άγρια όψη. Για αυτό και κατά την διαδρομή τους στην Κατούνα, Μαχαλά και Πρόδρομο, είχαν για συνοδεία είκοσι με τριάντα αρματωμένους. Στον Μαχαλά θα είχαν άσχημη υποδοχή αν δεν φρόντιζε ένας ισχυρός της επαρχίας Ξηρομέρου, ο Κώστας Μαυρομμάτης, ο οποίος έμενε στην Κατούνα.
Στους δύο Γάλλους περιηγητές, εντύπωση έκανε τα σπίτια των εύπορων κατοίκων του Ξηρομέρου. Αναφέρουν χαρακτηριστικά:
«…είναι πύργοι, διάτρητοι από πολεμίστρες όπου μπαίνει κανείς με κινητές γέφυρες. Η σκάλα της καμάρας του πύργου κλείνει με βαριά καταπακτή. Έχει κανείς την εντύπωση ότι ζουν μόνιμα σε κατάσταση πολέμου και ότι δεν αφήνουν ποτέ από τα χέρια τους τα άρματα…»
Ο Άγγλος Martin Leake, περιηγήθηκε στην Ελλάδα για έξι ολόκληρα χρόνια, από το 1804 έως το 1809.
Το 1806 επισκέφθηκε την Κατούνα. Εκεί κατέλυσε στο σπίτι του Γιώργου Μαυρομμάτη. Από τις αναφορές του μαθαίνουμε ότι από τα 100 σπίτια του χωριού, τα 70 είχαν εγκαταλειφθεί γιατί οι κάτοικοι δεν άντεχαν να τρέφουν τους διερχόμενους Αλβανούς.
Στην Κατούνα, αναφέρει ότι εκτρέφονταν πολλά πρόβατα και γελάδια και στις λάκες παράγονταν σιτάρι και κριθάρι.
Στις 18 Μαρτίου του 1806, ο Martin Leake, φεύγει από την Κατούνα κι αφού περάσει από τα μικρά χωριά Κονωπίνα, Άννινο, Παπαδάτες ή Παπαλάτες, θα φτάσει στον Μαχαλά. Για τον Μαχαλά αναφέρει ότι έχει περίπου 50 σπίτια και έχει τη φήμη ότι είναι το υγιεινότερο μέρος του Κάρλελι.
Από τον Μαχαλά πηγαίνει στον Πρόδρομο.
Για το χωριό Πρόδρομος, ο Leake αναφέρει ότι: «… οι Προδρομίτες καλλιεργούν σιτάρι και κριθάρι και μαζεύουν βελανίδι, «κηκίδι» κι ένα σπόρο ή «μαύρο», που το μεταχειρίζονται στην βαφή και το λένε «μερζόσπορο».
«…Το σιτάρι «γκρινιάς» το σπέρνουν από τον Νοέμβριο ως τον Ιανουάριο. Το «διμήνι» από τις 10 Φεβρουαρίου έως τις 25 Μαρτίου. Το κριθάρι το σπέρνουν την ίδια εποχή με το «γκρινιά» και ο θερισμός γίνεται στα μέσα Ιουλίου. Για τον καιρό που δίνει πλούσια σοδειά λένε το γνωμικό:
Χαρά Χριστούγεννα στεγνά,
τα Φώτα χιονισμένα
με την Λαμπρή βρεχούμενη
τ’ αμπάρια γιομισμένα….»
Το 1860 ο Άγγλος D.E. Colnaghi, διέσχισε το Ξηρόμερο και αναφέρει για την Ζαβέρδα:
«…το χωριό Ζαβέρδα είναι τοποθετημένο όμορφα πάνω σ’ ένα λοφίσκο…και έχει 1200 κατοίκους. Εμπορεύεται κυρίως βόδια τα οποία εξάγει στα Ιόνια νησιά».
*Οι περιηγητές έκαναν ταξίδια σε ξένες συνήθως χώρες για διαφόρους λόγους. Κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους, ότι έβλεπαν, άκουγαν, παρατηρούσαν.
Από την Ελλάδα πέρασαν πολλοί και οι αναφορές τους για τις περιοχές της χώρας μας πολλές και σημαντικές.
ΠΗΓΗ: “Η Αιτωλοακαρνανία με τα μάτια των περιηγητών”
του Ευθύμιου Πριόβολου
Visited 9 times, 1 visit(s) today