Το ζύμωμα

της Αικατερίνης Λιβιτσάνου-Ντάνου (φιλόλογος)

. – Χαρά, αύριο το πρωί θα με βοηθήσεις να ζυμώσουμε και μετά θα πας σχολείο.

  • – Ωχ βρε μάνα, δεν μπορώ, δεν προλαβαίνω, έχω πολύ διάβασμα, αλλά κυρίως έχω να λύσω ασκήσεις Φυσική, γιατί αν ο καθηγητής με πιάσει άγραφη, κάηκα.
  • – Τι θέλεις κοπέλα μου εγώ να κάνω, που δεν μπορώ μόνη μου να φέρω γύρα τόσο ψωμί; Ύστερα έχουμε και τις ελιές. Πρέπει να πάω και στο χωράφι το κολατσό, μόλις φουρνίσω.
  • – Καλά, βάλε το ρολόι και φώναξέ με.
  • – Στις πέντε, έτσι;
  • – Όπως το ‘πες άσε με τώρα να συνεχίσω το διάβασμά μου.
Η θεια-Αθηνά, η μάνα της Χαράς, έκλεισε την πόρτα και πήγε στην κουζίνα. Το κορίτσι συνέχισε το διάβασμα, κάτω απ’ το φως του λυχναριού.
 Ήταν χειμώνας του 196… Δύσκολος καιρός. Βροχές, κρύα. Η οικογένεια φέτος είχε σοδειά στα λιοστάσια. Έπρεπε να μαζέψουν τις ελιές, να πάρουν χρήματα, να σπουδάσουν τα παιδιά. Η θεια – Αθηνά ήταν προκομμένη. Έπρεπε να ζυμώσει, να πλύνει, να μαγειρέψει, να πάει στο χωράφι, να υφάνει ή να κεντήσει τα βράδια, γιατί ήθελε προίκα η Χαρά κι όλα έπρεπε να γίνουν απ’ τα χεράκια της. Είχε και την πεθερά που μουρμούριζε και δεν την άφηνε να σταθεί ούτε λεπτό.
Τα βράδια μαζεύονταν όλοι γύρω απ’ τη γωνιά, που ζεματούσε το πρόσωπο, αλλά η πλάτη ήταν κρύα, γιατί ο χειμώνας ήταν βαρύς και το κρύο έμπαινε απ’ το ταβάνι. Όμως τα παιδιά δεν μπορούσαν να διαβάσουν εκεί και να ακούνε τη μουρμούρα της γιαγιάς, που μάλωνε με τον παππού ή έδινε συμβουλές στο γιο της, τον πατέρα τους.
Η μάνα, η θεια-Αθηνά, πού να τολμήσει να πει κουβέντα. Μαγείρευε στη φωτιά για την άλλη μέρα και έκανε εργόχειρα. Τσιμουδιά στις παρατηρήσεις της γιαγιάς.
Αυτό βέβαια ενοχλούσε τα παιδιά και πολλές φορές η Χαρά που ήταν και μεγαλύτερη της αντιμιλούσε. Τότε γινόταν θηρίο εκείνη και την έστελνε στην κάμαρα να διαβάσει.
Έλα όμως που εκεί έκανε κρύο. Η Χαρά αναγκαζόταν να τυλίξει το κορμί της στο σάγιασμα, ένα υφαντό από μαλλιά κατσίκας, που ήταν ζεστό και της έδινε δυνάμεις. Μόλις η ώρα πήγαινε έξι, σούρουπο πια, άναβε το λυχνάρι και κάτω απ’ το τρεμάμενο φως του προετοίμαζε όλα τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Χωρίς φροντιστήριο, χωρίς βοηθήματα, αφού αυτά τότε ήταν είδος πολυτελείας.
Εκείνη τη χρονιά η Χαρά πήγαινε Πρώτη Λυκείου ή Τετάρτη Γυμνασίου, όπως έλεγαν τότε.
Κατέβηκε απ’ το Γυμνάσιο της κωμόπολης στη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού. Κάθε πρωί έπαιρνε το λεωφορείο απ’ την πλατεία του χωριού και μαζί με άλλα παιδιά πήγαιναν στην πόλη. Για καλύτερα.
Η γιαγιά επέμενε να μείνει στο σπίτι η Χαρά, γιατί γίνονταν ανήθικα τα κορίτσια του Γυμνασίου και γιατί έπρεπε να βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού.
Όμως η θεια – Αθηνά επέμενε πως πρέπει να σπουδάσει, να ξεφύγει απ’ τη δική της μοίρα, να βρει μια καλύτερη ζωή.
Έτσι η Χαρά διάβαζε, αγωνιζόταν, ήταν η καλύτερη ή απ’ τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης της. Το σχολείο ήταν τότε Θηλέων, αφού τα αγόρια ήταν σ’ άλλο, χωριστά.
Ο φυσικός, ο κ. Αριστείδης, την έλεγε «βραβείο Νόμπελ», γιατί έλυνε δύσκολες ασκήσεις, είχε κρίση, ήταν καλύτερη από άλλες που πήγαιναν στη Χώρα φροντιστήριο. Εκείνη γινόταν σαν την παπαρούνα, όταν το άκουγε, μα δεν τολμούσε ν’ αντιδράσει. Έπρεπε να σέβεται τους καθηγητές της, σύμφωνα με τις συμβουλές των γονιών της · άλλωστε εκείνη την εποχή τιμωρούνταν αυστηρά όσες τολμούσαν να πουν μια κουβέντα παραπάνω.
Εκείνο το βράδυ η Χαρά προσπάθησε να λύσει όλες τις ασκήσεις Φυσικής, μα το ισχνό φως του λυχναριού και το ζεστό σάγιασμα που κάλυπτε το κορμί της, της έφεραν ύπνο κι έτσι έσβησε το λυχνάρι κι αποκοιμήθηκε. «Αύριο, μετά το ζύμωμα, ώσπου να ‘ρθει η ώρα για το λεωφορείο θα προλάβω», σκέφτηκε.
Η νύχτα πέρασε γρήγορα, άκουσε το ρολόι να χτυπά, μα δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τα μάτια της.
Τερακότα της Βοιωτίας-“Γυναίκα που ζυμώνει”
Τον τελευταίο καιρό η θεια – Αθηνά ένιωθε αδύναμη. Στο γιατρό δεν πήγαινε, είχε και τη γιαγιά που αρρωστιάρα την ανέβαζε, αργόσχολη την κατέβαζε. Δεν ήθελε η Χαρά να υποφέρει η μάνα της. Είχε μεγαλώσει πια.
Ντύθηκε γρήγορα και πήγε στην κουζίνα. Πήραν τη σκάφη. Το προζύμι είχε φουσκώσει. Άρχισε το ζύμωμα. Έξω ο αέρας βογκούσε και τρύπαγε τη στέγη.
  • – Μακάρι να το γυρίσει σε βροχή, να μην πάω σήμερα στις ελιές. Μετά το φούρνο θα με πονέσει το κεφάλι μου πάλι. Τι κακό κι αυτό με τους πονοκεφάλους.
  • – Παίρνε βρε μάνα και καμιά ασπιρίνη.
  • – Τι να σου κάνουν κι αυτές, αν δεν έχεις ηρεμία. Ανασκουμπώσου, γύρνα το, βάζε τη γροθιά βαθιά, να ζυμώνεται, να γίνει.
  • – Ό,τι μπορώ κάνω, είπε η Χαρά και πλατς – πλουτς ακουγόταν τα χέρια που με δύναμη δούλευαν το ζυμάρι.
  • – Τώρα που θυμήθηκα, έτοιμος ο γιακάς;
  • – Ωχ, έκανε η θεια – Αθηνά, τον έπλυνα μα δε σιδερώθηκε.
  • – Δεν πειράζει, βάλτον στην ποδιά, γιατί χωρίς αυτόν έχει αποβολή.
  • – Λίγο ακόμα και τελειώνουμε.
  • – Άντε να λύσω και τη Φυσική, που μου ‘μεινε.
Το σταύρωσαν το ζυμάρι, το σκέπασαν να ‘ναι ζεστό, να φουσκώσει, φίλησε τη Χαρά η θεια – Αθηνά και πήγε να ράψει τον άσπρο γιακά στη μπλε ποδιά.
  • – Να ‘σαι καλή, να σπουδάσεις, να αγοράζεις το ψωμί, να ‘χεις ηλεκτρικό, να γίνονται όλα με τα μηχανήματα και να μη βασανίζεσαι όπως εγώ πάντως σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες, γιατί ποιος άκουγε πάλι τη γιαγιά σου να ψέλνει το γιο της, που παντρεύτηκε αδύναμη γυναίκα.
Η Χαρά θόλωσε. Πήρε να λύσει την άσκηση μα της τρύπαγε το μυαλό η δυστυχία της μάνας. Πέταξε πέρα το τετράδιο, ύστερα το έβαλε στην τσάντα, φόρεσε την ποδιά, πήρε τη δραχμή για το εισιτήριο, την ευχή της μάνας κι έφυγε για τη στάση του λεωφορείου, τουρτουρίζοντας απ’ το κρύο.
– Πρέπει να γίνει κάτι για τη μάνα μου, είπε στη Ρήνη, τη φίλη της, σαν την καλημέρισε.
– Τι θες να γίνει; της απάντησε εκείνη. Τη δική μου απόψε ο πατέρας τη χτύπησε, γιατί δε μαγείρεψε αυτό που ήθελε.
Η Χαρά της έπιασε το χέρι. Αναζητούσαν οι δυο τους μια καλύτερη μοίρα.
Το λεωφορείο σφύριξε. Ανέβηκαν για τη Χώρα.
Όλα καλά ως την τρίτη ώρα, που είχαν Φυσική. Η Χαρά είχε μια προαίσθηση πως δε θα γλιτώσει.
Ο κ. Αριστείδης μπήκε στην τάξη. Σηκώθηκαν όλες όρθιες, τον καλημέρισαν. Εκείνος τις κοίταξε άγρια κάτω απ’ τα χοντρά γυαλιά του. Φορούσε πάλι το ίδιο σακάκι, τα ίδια παπούτσια. Ήταν ανύπαντρος, αλλά πολύ αυστηρός.
Ανέβηκε στην έδρα. Έβγαλε το μπλοκάκι. Φώναξε το πρώτο επίθετο.
  • – Έλα παιδί μου στον πίνακα να λύσουμε την πρώτη άσκηση.
Η Χαρά χάρηκε, γιατί το δικό της όνομα το είχε προσπεράσει. Όμως η άσκηση δε λύθηκε σωστά. Ύστερα σηκώθηκαν η δεύτερη, η τρίτη συμμαθήτριά της, αλλά τίποτα. Η Χαρά άρχισε να κρυώνει. Όμως είχε μια ελπίδα, μπας και τη λύσει η επόμενη, αλλά τίποτα. Ο καθηγητής έκανε μια βόλτα στη μικρή αίθουσα, γεμάτος θυμό, που τα λόγια του πήγαν χαμένα και η άσκηση δε λυνόταν.
    – Να έρθουν αύριο οι γονείς σας εδώ, είπε με αυστηρό τόνο στις συμμαθήτριές της.
Ύστερα ανέβηκε πάλι στην έδρα. Ξανακοίταξε κάτω απ’ τα γυαλιά του τα κορίτσια της τάξης.
  • – Χαρά παιδί μου, σου τσαλακώσανε το γιακά τα ποντίκια;
  • – Όχι κύριε…
  • – Οχιές, μην ξανάρθεις έτσι σχολείο, να φροντίζεις καλύτερα την εμφάνισή σου.
Κατακοκκίνισε η Χαρά, της ήρθε να κλάψει, αλλά συγκρατήθηκε. Πού να εξηγεί τώρα και ποιος θα την πιστέψει… Γελάσανε οι περισσότερες, αλλά να μην τις δει ο κ. Αριστείδης.
  • – Αλήθεια… «Βραβείο Νόμπελ», σήκω στον πίνακα, εσύ δεν μπορεί να με απογοητεύσεις, η άσκηση θα λυθεί…
  • – Μα κύριε…
  • – Δεν έχει μα, διαφορετικά ο βαθμός… Α, φέρε και το τετράδιο.
Η Χαρά δεν είχε άλλη επιλογή. Πήγε το τετράδιο με άλυτη την άσκηση. Φυσικά στον πίνακα δεν έγραψε τίποτα. Άρχισε να κλαίει. Την επόμενη μέρα έπρεπε και ο πατέρας της να πάει στο σχολείο.
Τώρα το πρόβλημά της δεν ήταν ο βαθμός, αλλά πώς θα του έλεγε τι έγινε στη Φυσική, και πώς θα αντιδρούσαν στο σπίτι, που η καλή τους μαθήτρια ξέπεσε έτσι στα μάτια των συμμαθητριών της.
Τις επόμενες δύο μέρες προσποιήθηκε την άρρωστη. Έμεινε σπίτι, στα σκεπάσματά της. Μόνο στη θεια-Αθηνά είπε την αλήθεια. Την μητέρα της τη λάτρευε. Δεν ήθελε να υποφέρει, νομίζοντας πως είναι άρρωστη.
Κάτω απ’ τα σκεπάσματα έβαλε στη ζωή της ένα στόχο: να σπουδάσει, όχι για να ξεφύγει απ’ το χωριό, όπως της έλεγαν οι γονείς της, αλλά για ν’ αποκτήσει προσωπικότητα, για να ‘χει άποψη στην οικογένειά της, αυτή που η μητέρα της δεν είχε…
Visited 5 times, 1 visit(s) today