Ἡ επανάστασις στην Δυτική Στερεά Ἑλλάδα καθυστέρησε νὰ ξεκινήσῃ κάπως, διότι ὁ Γεώργιος Βαρνακιώτης, ὁπλαρχηγὸς τοῦ Ξηρομέρου, γενικὸς ἀρχηγός, κατὰ μίαν ἔννοιαν, τῶν ὁπλαρχηγῶν τῆς Ἀκαρνανίας, διατηροῦσε δυνατοὺς φιλικοὺς δεσμοὺς μὲ τοπικοὺς καὶ κεντρικοὺς ἄρχοντες τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἐπίθεσις ὅμως τοῦ Δημητρίου Μακρῆ στὴν χρηματαποστολὴ τῶν Τούρκων, στὶς 5 Μαρτίου τοῦ 1821, τὸν ἔφερε σὲ δύσκολη θέσι, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑποχρεωθῇ πλέον ἀπὸ τὶς συνθῆκες νὰ λάβῃ μέριμνα ὑπὲρ τῆς ἐπαναστάσεως.
Στὶς 25 Μαΐου τοῦ 1821 μάλλιστα ὑπέγραφε ἐπιστολή-διακήρυξιν, μὲ τὴν ὁποίαν καλοῦσε ὅλους τοὺς Ἕλληνες νὰ συμπράξουν καὶ νὰ συντρέξουν γιὰ τὸν κοινὸν ἀγώνα. «Παράκλησις διὰ τοῦ γένους τὴν ἐλευθερίαν καὶ τῶν τυράννων μας καταστροφή», ἔγραφε.
Μὲ αὐτὴν τὴν φράσιν ἔκλεινε τὴν ἐπιστολή του τότε.
Στὶς 26 Μαΐου καὶ στὶς 27 Μαΐου ξεκίνησαν νὰ συγκεντρώνονται ἔξω ἀπὸ τὸ Βραχώριον,ἤ Ἀγρίνιον, ὅπως τὸ ξέρουμε ἐμεῖς σήμερα, ἀρκετοὶ ὁπλαρχηγοὶ τῆς Δυτικῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος.
Ὁ Ἀλέξανδρος Βλαχόπουλος, ὁ Ἀθανάσιος Ῥαζηκότσικας, ὁ Δημήτριος Μακρῆς, ὁ Κωνσταντῖνος Σαδήμας (ἤ Σιαδήμας), ὁ Γεώργιος Τσιόγκας, ὁ Ἀνδρέας Ἴσκος, ὁ Γεώργιος Βαρνακιώτης, ὁ Γιώτης Βαρνακιώτης καὶ ὁ Θοδωράκης Γρίβας, ποὺ τυχαίως ἦταν στὴν περιοχή, ἦσαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς ποὺ ξεκίνησαν νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ μεγάλον ἔργον τῆς πολιορκίας τοῦ Βραχωρίου.
Οἱ τοῦρκοι τοῦ Βραχωρίου, ἰδιαιτέρως βίαιοι καὶ σκληροί, κατὰ πῶς μᾶς περιγράφουν ὁ Κόκκινος καὶ ὁ Φιλήμων, ἐφήρμοζαν τρομοκρατία στὴν περιοχή, ἀσκῶντας κάθε μορφὴ βίας καὶ ἐνισχύοντας μὲ κάθε δυνατὸν τρόπο τὴν δύναμιν τους. Οἱ οἰκίες τους, μικρὰ φρούρια, μὲ τρεῖς εἰσόδους στὸ πανύψηλον περιτείχισμαά τους καὶ μὲ δυνατότητες αὐτονομίας γιὰ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα. Μοναδικὸν φαινόμενον σὲ ὅλην τὴν Ἑλλάδα. Ἕνας λαβύρινθος ἀπὸ μικρὰ φρούρια.
Στὸ Βραχώρι εἶχαν ἤδη καταφύγῃ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Αἰτωλικοῦ (Ἀνατολικοῦ) καὶ τοῦ Μεσολογγίου, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσίν του στὶς 24 Μαΐου τοῦ 1821.
Ἐκείνην τὴν περίοδον τὸ Βραχώριον, «μεταξὺ Ἀσπροποτάμου καὶ Εὐήνου, παρὰ τὴν λίμνην Ἀγγελοκάστρου», ἦτο πραγματικὴ τουρκικὴ ἑστία, ἀποτελουμένη ἀπὸ τριάντα ἑπτὰ χωριά. Ἐντὸς τῆς πόλεως οἱ Ἕλληνες ἦτο ἐκμηδενισμένοι, ἄν καὶ στὴν περιοχὴ διαβιοῦσαν περὶ τὶς χίλιες ἐξακόσιες οἰκογένειες σχεδόν. (1590 ἀναφέρει ὁ Κόκκινος.)
Ἡ περιοχὴ τοῦ Βλοχοῦ, κατ’ ἐξοχὴν Ἑλληνικῆς συνειδήσεως ἑστία, ἐλεγχομένη ἐκ τοῦ Βραχωρίου, μὲ κυριότερον ἀρχηγὸν ἐκείνην τὴν περίοδον, τὸν Βλαχόπουλον, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἀντιδροῦσε στὴν τρομερὴ καταπίεσιν τῶν Τούρκων. Ὁμοίως καὶ τὸ Κάρλελι. Τὰ συναισθήματα ὀργῆς, κατὰ τῶν δυναστῶν ἔντονα καὶ οἱ Τοῦρκοι τὰ γνώριζαν.
Τὸ Βραχώριον ἦτο κέντρο τῆς ἐπαρχίας καὶ ἰδιαιτέρως ἐνισχυμένον. Τὴν φύλαξίν του εἶχε ἀναλάβῃ ἕνας ἰδιαιτέρως σκληρὸς Ἀλβανός, ὁ Νούρκας Σέρβανης, μὲ ἰσχυροτάτην φρουράν. Ἀπροσπέλαστον κυριολεκτικῶς. Ἐκείνην μάλλιστα τὴν περίοδον εἶχε καταφύγῃ στὸ Βραχώριον, λόγῳ τῶν τελευταίων γεγονότων κι ὁ Ταχὴρ Παπούλιας, δερβέναγας τῶν Κραβάρων καὶ τοῦ Ἀποκούρου, μὲ τοὺς ἄνδρες του, καθῶς ἐπίσης κι ἀρκετοὶ ἄλλοι. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συγκεντρώσεως καταδιωκομένων Τούρκων, ἦτο νὰ ἔχη σχηματισθῇ μία δύναμις τοὐλάχιστον χιλίων ἐμπειροπολέμων πολεμιστῶν.
Τὴν 27η Μαΐου ὁ στόχος ἔχει ξεκαθαρίσῃ, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ἑλλήνων. Τὸ Βραχώριον ὄφειλε νὰ περιέλθῃ σὲ Ἑλληνικὰ χέρια.
Τὴν 28η Μαΐου, κι ἔν ᾦ οἱ Τοῦρκοι προγευμάτιζαν, ἐδέχθησαν ἐπίθεσιν ἀπὸ τὰ σώματα τῶν πολιορκητῶν τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀφήσουν ἀνέγγικτα τὰ ἐδέσματα. Οἱ ὁπλαρχηγοί, καθῶς καὶ οἱ ἄνδρες τους, πρὶν ἐξακολουθήσουν τὴν ἐπίθεσιν, ἀποτελείωσαν τὸ πρόγευμα τῶν Τούρκων καὶ στὴν συνέχεια κατέκαυσαν τὶς οἰκίες τῶν Τούρκων.
Ἡ ἐπίθεσις, ταὐτοχρόνως, ξεκίνησε ἀπὸ δύο σημεῖα, μὲ εἰδοποιητηρίους πυροβολισμούς. Τὰ γεφύρια τοῦ Ἀλήμπεη μὲ τοὺς Μακρῆ καὶ Ῥαζηκότσικα κι ἑπτακοσίους ἄντρες, καὶ ἀπὸ τὸ Δογρί, μὲ τὸν Βλαχόπουλο καὶ τὸν Γρίβα, μὲ ἐπίσης ἑπτακοσίους ἄνδρες. (Ὁ Βλαχόπουλος εἶχε μαζύ του πεντακοσίους κι ὁ Γρίβας διακοσίους.)
Μαζύ τους συνενώθησαν καὶ οἱ Ἕλληνες τοῦ Βραχωρίου.
Μίαν ὥρα κατόπιν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ Ἡλίου κατέφθασαν καὶ τὰ σώματα τῶν Σαδήμα καὶ Γρίβα.
Στὸ μεταξὺ οἱ τοῦρκοι ἀπετραβήχθησαν, μαζὺ μὲ τὶς οἰκογένειές τους, στὸ κέντρο τοῦ Βραχωρίου, ἐπιλέγοντας νὰ κλεισθοῦν στὶς ἰσχυρότερες οἰκίες, ἔχοντας μεγάλην πεποίθησιν στὶς δυνάμεις τους καὶ εὐελπιστῶντας σὲ ἐνισχύσεις ἀπὸ τὴν στρατιὰ τοῦ Χουρσῆτ πασσᾶ, ποὺ στὸ μεταξὺ πολιουρκοῦσε τὰἸωάννινα. Ὅμως ὅλες τὶς διόδους ἐπικοινωνίας μὲ τὴν Ἤπειρο, εἶχαν ἀποκλείσῃ Ἕλληνες ὁπλαρχηγοί, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ κάθοδος δυνάμεων τοῦ Χουρσῆτ νὰ ἀποδειχθῇ ἀδύνατος καὶ τὸ Βραχώριον νὰ παραμείνῃ ἄνευ ἐνισχύσεων.
Στὶς 29 Μαΐου ὁ Νούρκα Σέρβανης στέλνει τὸν ἀνεψιόν του γιὰ νὰ διαπραγματευθῇ ἐπισήμως, ἀνεπισήμως ὅμως νὰ κατασκοπεύσῃ τὶς δυνάμεις τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἕλληνες τὸν πείθουν πὼς τὸ πρόβλημά τους εἶναι μὲ τοὺς Τούρκους κι ὄχι μὲ τοὺς Ἀρβανῖτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐνσπείρουν ζιζάνια στὴν ἄμυνα τοῦ Βραχωρίου.
Αὐτὸς ἐπιστρέφοντας τρομοκρατεῖ τὸν Νούρκα καὶ τὸν πείθει γιὰ τὸ ἀδύναμον τῶν θέσεῶν τους, ἐνημερώνοντάς τον γιὰ τὶς προθέσεις τῶν Ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ φύγῃ ἄνευ φθορᾶς.
Ἀπὸ ἐκείνην τὴν στιγμὴ καὶ μετὰ ὁ Νούρκα ξεκινᾶ νὰ διαχωρίζῃ τὴν θέσιν του ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ νὰ διαπραγματεύεται τὴν διαφυγήν του μὲ τὶς δυνάμεις του.
Στὶς 30 Μαΐου, κατόπιν πολλῶν πιέσεων τῶν Ἑλλήνων, οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἀλβανοὶ ἀποσύρονται ἀπὸ μεγάλο μέρος τῶν οἰκιῶν ποὺ κρατοῦσαν, περιορίζοντας τὸ πεδίον κινήσεῶς τους σὲ πέντε μὲ ἕξι οἰκίες, οἱ ὁποῖες ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους. Κατέλαβαν μάλλιστα οἱ Ἕλληνες τὸ διοικητήριον καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πλέον εἶχαν καλλίτερα καὶ μεγαλύτερα πεδία δράσεως, ἀσκῶντας ἐντονότερες πιέσεις στοὺς ἀποκλεισμένους. Ἡ δύναμις τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὴν 3η Ἰουνίου, εἶχε αὐξηθῇ στοὺς τέσσερις χιλιάδες ἄνδρες.
Στὸ μεταξὺ ὁ Νούρκα, καθ’ ὅ,τι εἶχε ἤδη συμφωνήσῃ μὲ τοὺς Ἕλληνες ὁπλαρχηγοὺς τὴν ἀποχώρησίν του, ἐξεβίαζε τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Ἑβραίους ἐγκλείστους νὰ τοῦ παραδόσουν τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα. Ἐκεῖνοι μὲ τὴν σειρά τους, εἰδοποιῶντας τοὺς Ἕλληνες ὁπλαρχηγούς, γιὰ τὴν ἀτιμία τοῦ Νούρκα, ὑπεχώρησαν στὶς προθέσεις τους.
Ἄν και ἡ συμφωνία ἦτο νὰ φύγῃ μὲ συνοδεία Ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν τὸ ἀλβανικὸ τμῆμα τῶν ἐγκλείστων, ἐν τοῦτοις ὁ Νούρκα ἀπέδρασε νύκτα πρὸς τὸ Καρπενήσι, εὐελπιστῶντας νὰ προλάβῃ νὰ ἐνωθῇ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Κιοσσὲ Μεχμὲτ πασσᾶ. Τὴν καταδίωξίν τους ἀνέλαβε ὁ Κώστας Βλαχόπουλος ἀλλὰ ταὐτοχρόνως εἰδοποιοῦνται οἱ ὁπλαρχηγοὶ τοῦ Καρπενησίου καὶ σπεύδει νὰ ἐμποδίσῃ ἐτοῦτο τὸ σῶμα τῶν φυγάδων Κωνσταντῖνος Γιολδάσης ἤ Σερέτης.
Οἱ Ἀλβανοὶ κτυπήθηκαν καὶ τελικῶς οἱ θησαυροὶ τοῦ Βραχωρίου περιῆλθον στὴν κατοχὴ τῶν Ἑλλήνων.
Στὸ Βραχώριον εἶχε παραμείνῃ ὁ Ταχὴρ Παπούλιας σὲ κατάστασιν ἀπελπισίας πλέον. Κατόπιν συζητήσεων ἀπεφασίσθῃ ἡ παράδοσις τῆς πόλεως στοὺς Ἕλληνες, σταδιακῶς, μεταξὺ τῆς 10ης καὶ 11ης Ἰουνίου.
Κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ὅπλων καὶ τὴν ἀποχώρησιν τῶν Τούρκων ἀπὸ τὸ Βραχώριον δὲν σημειώθηκε καμμία παρατυπία και οὐδεὶς ἐφονεύθῃ,
Ὁ Βαρνακιώτης μετέφερε τριακοσίους ἀπὸ αὐτοὺς στὸν Ἀστακὸ καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἐσκόρπισαν στὰ γύρω χωριά.
Ὁ Βλαχόπουλος κράτησε κοντά του τὸν Ταχὴρ Παπούλια καὶ τὸν Ἀλήμπεη γιὰ νὰ τοὺς ἀνταλλάξῃ ἀργότερα μὲ τὴν αἰχμαλωτισθεῖσα εἴς τὴν Πρέβεζαν οἰκογένειάν του.
Ὁ Γιολδάσης ἀντήλαξε τὸν Νούρκα μὲ ἕναν συγγενή του.
Τὸ μεγαλύτερον πλῆγμα ἐδέχθησαν οἱ Ἑβραῖοι τοῦ Βραχωρίου.
Ὅλο τὸ μένος καὶ τὸ μῖσος τῶν Ἑλλήνων ἐξέσπασε ἐπάνω τους. Τὰ περιουσιακά τους στοιχεῖα ἔγιναν λεία τῶν στρατιωτῶν, οἱ οἰκίες τους λεηλατήθησαν καὶ οἱ περισσότεροι ἐσφάγησαν
Οὐσιαστικῶς ἐπάνω στοὺς Ἑβραίους ξέσπασε ὅλη ἡ ὀργὴ γιὰ τὸν φόνο τοῦ πατριάρχου στὴν Κωνσταντινούπολι, καθῶς καὶ τὶς ἐκεῖ ἀθλιότητες τῶν Ἑβραίων.
Τὸ Βραχώρι, μὲ αὐτὴν τὴν θλιβερὴ κατάληξιν τῶν Ἑβραίων, πειριῆλθε στὴν ἐλευθέρα Ἑλλάδα στὶς 11 Ἰουνίου τοῦ 1821.